Η τιμή του βασικότερου είδους τροφίμων, δη του ψωμιού, κατέγραψε αύξηση του 28% σε ετήσια βάση στη Βρετανία, στις 1,39 στερλίνες.
Στην Ιταλία, η τιμή των μακαρονιών έχει αυξηθεί κατά 17% σε ετήσιο επίπεδο. Στη Γερμανία, οι τιμές του τυριού έχουν αυξηθεί 40%, ενώ οι πατάτες κατά 14%.
Σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση, οι τιμές των τροφίμων έχουν καταγράψει μέσο όρο αύξησης της τάξης του 17% τον Απρίλιο σε σχέση με πέρυσι. Η κατάσταση στη Βρετανία είναι χειρότερη από την Ευρωπαϊκή Ένωση, όπου τα τρόφιμα και τα μη-αλκοολικά ποτά έχουν καταγράψει αύξηση των τιμών της τάξης του 19%, σε ρεκόρ υψηλό 45 ετών. Η αντίστοιχη αύξηση των τιμών των τροφίμων στις ΗΠΑ κυμάνθηκε στο 7,7%.
Η συνεχιζόμενη πληθωριστική αύξηση ασκεί πιέσεις στα νοικοκυριά και ταλαιπωρεί τους Ευρωπαίους πολιτικούς οι οποίοι προσπαθούν να βρουν λύσεις. Παράλληλα, το υψηλό κόστος το οποίο οφείλεται στο κόστος καυσίμων, σιτηρών και άλλων γεωργικών προϊόντων καταγράφει πτώση στις διεθνείς αγορές, εγείροντας ερωτήματα για τις συνεχιζόμενες υψηλές τιμές των τροφίμων στα ράφια των σούπερ μάρκετ στην Ευρώπη, σύμφωνα με τους New York Times.
Δεδομένου του υψηλού κόστους απασχόλησης και την πιθανότητα κερδοσκοπίας, οι τιμές αυτές αναμένεται να μη μειωθούν στο εγγύς μέλλον. Γενικότερα, οι αυξημένες τιμές των τροφίμων θα μπορούσαν να ασκήσουν πιέσεις στις κεντρικές τράπεζες έτσι ώστε να κρατήσουν τα επιτόκια υψηλά λόγω του πληθωρισμού, περιορίζοντας περαιτέρω την οικονομική ανάπτυξη.
Πίσω από τις τιμές μίας φραντζόλας ψωμιού κρύβεται πληθώρα κόστους, από την επεξεργασία, μέχρι τη συσκευασία, τους μισθούς των εργαζομένων και τα εταιρικά κέρδη, μεταξύ άλλων.
Ο δείκτης των παγκόσμιων τιμών των εμπορευμάτων όπως κρέας, σίτος και φυτικά έλαια του ΟΗΕ κατέγραψε ρεκόρ υψηλό τον Μάρτιο του 2022 αμέσως μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, λόγω των προβλημάτων που δημιουργήθηκαν στην παγκόσμια εφοδιαστική αλυσίδα, επιδεινώνοντας και την επισιτιστική κρίση σε μέρη της ανατολικής Αφρικής και της Μέσης Ανατολής.
Τα χειρότερα, όμως, αποφεύχθηκαν λόγω της συμφωνίας για τα σιτηρά της Μαύρης Θάλασσας. Οι τιμές ευρωπαϊκού σίτου έχουν καταγράψει μείωση της τάξης του 40% από τον Μάιο, ενώ οι τιμές του φυτικού ελαίου κατά 50%. Παρ’ όλα αυτά, ο δείκτης παραμένει 34% υψηλότερος από τον μέσο όρο του 2019.
Εκτός από τις τιμές των εμπορευμάτων, η Ευρώπη έχει κληθεί να αντιμετωπίσει και την ενεργειακή κρίση λόγω του πολέμου στην Ουκρανία, η οποία επηρέασε και αυτή τις τιμές.
Αν και οι χονδρικές τιμές ενέργειας έχουν καταγράψει πτώση από τότε, οι ειδικοί προειδοποιούν πως οι καταναλωτές θα καθυστερήσουν να δουν τη μείωση αυτή στους λογαριασμούς τους.
Η αγορά εργασίας στη Γηραιά Ήπειρο, παράλληλα, οδηγεί πολλές εταιρείες στο να αυξήσουν τους μισθούς τους έτσι ώστε να προσελκύσουν νέους εργαζομένους, αυξάνοντας παράλληλα και τις τιμές των προϊόντων τους προς αντιστάθμιση του φαινομένου.
Αυξημένες είναι και οι υποψίες πολλών καταναλωτών, συνδικάτων και οικονομικών αναλυτών πως ο πληθωρισμός ενδέχεται να μείνει τεχνητά αυξημένος λόγω της αύξησης των τιμών των προϊόντων των εταιρειών προς βελτίωση των περιθωρίων κερδοφορίας τους. Η ΕΚΤ τόνισε πως μέχρι τα τέλη του 2022, τα εταιρικά κέρδη έπαιζαν ισάξιο ρόλο σε ό,τι αφορά τον πληθωρισμό όσο οι αυξήσεις των μισθών, αλλά δεν έριξαν το φταίξιμο σε συγκεκριμένες βιομηχανίες.
Αναλυτές της Allianz υπολογίζουν πως το 10% – 20% του πληθωρισμού τροφίμων στην Ευρώπη οφείλεται στην κερδοσκοπία, αλλά η έλλειψη συγκεκριμένων δεδομένων έχει προκαλέσει διαφορά απόψεων στην επιστημονική κοινότητα.
Ορισμένοι οικονομολόγοι υποστηρίζουν πως οι μεγάλοι παραγωγοί τροφίμων έχουν διπλάσια περιθώρια κερδοφορίας και συνεχίζουν να αυξάνουν τις τιμές τους. Για παράδειγμα η Nestle η οποία αναμένει πως τα εταιρικά της κέρδη θα είναι παρόμοια με τα περσινά στο 17%, έχει αυξήσει τις τιμές των προϊόντων της κατά 10% το α’ τρίμηνο του 2023.
Στη Βρετανία, άλλοι ειδικοί υποστηρίζουν πως το φαινόμενο του «greedflation» δεν είναι ο κύριος υπεύθυνος για την κατάσταση αυτή αφού το μεγαλύτερο μέρος της αύξησης οφείλεται στο αυξημένο κόστος της ενέργειας και των λοιπών εμπορευμάτων.
Παρά τις πολυδιαφημισμένες μειώσεις της τιμής του γάλακτος στη Βρετανία, οι τιμές των τροφίμων αναμένεται να παραμείνουν σε υψηλά επίπεδα για το προσεχές μέλλον.
Οι ρυθμιστές μελετούν την αυξομείωση του πληθωρισμού των τροφίμων ο οποίος, σύμφωνα με πολλούς αναλυτές, έχει ήδη επιτύχει το ζενίθ του και καταγράφει πτωτική πορεία. Τον Απρίλιο, το ποσοστό αυτό κατέγραψε μείωση στην Ευρωπαϊκή Ένωση για πρώτη φορά τα τελευταία δύο χρόνια.
Η πτώση αυτή, όμως, θα είναι σταδιακή. «Η πίεση την οποία ασκούν οι τιμές των τροφίμων στο σύστημα θα διαρκέσει περισσότερο από το αναμενόμενο», τόνισε ο επικεφαλής της BoE, Άντριου Μπέιλι.
Στην υπόλοιπη Ευρώπη, ορισμένες κυβερνήσεις προσπαθούν να επιβάλουν πλαφόν στις τιμές των βασικών τροφίμων αντί να περιμένουν τα αποτελέσματα της ασυμφωνίας των οικονομολόγων.
Στη Γαλλία, η κυβέρνηση προωθεί ένα «αντιπληθωριστικό τρίμηνο», ζητώντας από τους εμπόρους λιανικής να μειώσουν τις τιμές ορισμένων προϊόντων τους μέχρι τον Ιούνιο. Ο ΥΠΟΙΚ Μπρούνο Λε Μερ τόνισε πως οι παραγωγοί τροφίμων θα πρέπει να κάνουν περισσότερα για να βοηθήσουν στην αντιμετώπιση του κόστους διαβίωσης αλλιώς ενδέχεται να βρεθούν αντιμέτωποι με φορολογία η οποία θα καλύψει όποια περιθώρια κέρδους είχαν εις βάρος των καταναλωτών.
Οι προσπάθειες αυτές μπορεί, μεν, να βοηθήσουν ορισμένους καταναλωτές, αλλά οι περισσότεροι Ευρωπαίοι θα συνεχίσουν να βρίσκονται αντιμέτωποι με τις υψηλές τιμές των τροφίμων.