Έξι μήνες μετά τις διπλές βουλευτικές εκλογές βρισκόμαστε μπροστά σε ένα ακόμα δημοκοπικό παράδοξο από αυτά που συναντάμε τα τελευταία χρόνια. Ας αναφέρουμε το μεγαλύτερο και μοναδικό στα μεταπολιτευτικά χρονικά: Ο Κυριάκος Μητσοτάκης προηγείται στις δημοσκοπήσεις από το 2016, δηλαδή για επτά ολόκληρα χρόνια. Τώρα, σε εννέα δημοσκοπήσεις που έχουν δημοσιευτεί τον τελευταίο μήνα, προστίθεται άλλο ένα. Η Ν.Δ παρά τα προβλήματα αυτής της περιόδου, με πρώτο την ακρίβεια που ταλανίζει το μέσο ελληνικό νοικοκυριό και την προβληματική εκκίνησή της εν μέσω αλλεπάλληλων φυσικών καταστροφών, για την διαχείριση των οποίων κατακρίθηκε οξύτατα, διατηρεί τις δυνάμεις της και εμφανίζεται κατά μέσο όρο στην εκτίμηση ψήφου με 38%-39%, παρουσιάζοντας μια συσπείρωση της τάξης του 82%- 84%. Μοιάζει σαν να μην την αγγίζουν -μέχρι στιγμής τουλάχιστον- τα προβλήματα, η δυσαρέσκεια .
Αντίθετα, αυτή που βρίσκεται στην δίνη είναι η Αξιωματική Αντιπολίτευση, ενώ κανένα κόμμα δεν φαίνεται να κάνει ένα πειστικό πέταγμα στα ποσοστά του, ώστε να μπορεί να διαδραματίσει τον ρόλο του αντίπαλου δέους. Ο ΣΥΡΙΖΑ, αφού συνετρίβη φτάνοντας από το 31.5% στο 17.8% και χάνοντας 850.000 ψηφοφόρους σε σχέση με το 2019, βρίσκεται στο δημοσκοπικό 13% ( αντιστοιχεί σε απώλεια τουλάχιστον 200.000 ψηφοφόρων). Βρίσκεται σε βαθιά κρίση, βίωσε διάσπαση και καθημερινά βλέπει στελέχη του να φεύγουν. Πρόκειται για βαθιά, δομική, υπαρξιακή κρίση, η οποία δεν θα ξεπερνιέται όσο δεν υπάρχει η στοιχειώδης τόλμη να αναζητήσει τα αίτια της συντριβής, να δει την νέα πραγματικότητα που διαμορφώνεται συνεχίζοντας με μια από τα ίδια, να επιχειρήσει μια ιδεολογική, πολιτική, προγραμματική μετάλλαξη. Ταυτόχρονα, το ΠΑΣΟΚ αυξάνει μεν τις δυνάμεις του, πέρασε στην δεύτερη θέση και βρίσκεται στο δημοσκοπικό 14.5% κατά μ.ό , αλλά όταν υφίσταται μιας τέτοιας τάξης συντριβή ενός υποτιθέμενου όμορου χώρου , δεν μπορείς να μιλάς για οφέλη που μπορούσε να έχει. Με την θολή στρατηγική του και την τάση του να επιστρέψει σε σχήματα δομικής, μηδενιστικής αντιπολίτευσης και αντιδεξιάς ρητορικής, δεν πείθει ευρύτερα κεντροαριστερά, μεταρρυθμιστικά, κεντρώα ακροατήρια. Έτσι, μοναδικά πραγματικά ωφελημένο εμφανίζεται το Κ.Κ.Ε, κάτι που δεν έχει κάποια αξία από την άποψη της διακυβέρνησης, ενώ η ΝΕΑ ΑΡΙΣΤΕΡΑ βρίσκεται περίπου στο 2.5%, περιμένοντας να δούμε τα επόμενα βήματά του.
Είναι φανερό, ότι όσα προβλήματα και αν εμφανιστούν, αυτή η εικόνα δεν θα αλλάζει ριζικά, όσο ισχύουν δύο δεδομένα που φαίνεται να έχουν εμπεδωθεί στην κοινή γνώμη.
Το πρώτο είναι ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης διατηρεί αναλλοίωτο το πολιτικό του κεφάλαιο, ακόμα και σε φάσεις που είναι χαμηλή η ικανοποίηση από το κυβερνητικό έργο. Βρίσκεται πρώτος μακράν σε δημοφιλία κινούμενος από 40% έως 45% , ενώ στην καταλληλότητα για Πρωθυπουργός επιλέγεται συντριπτικά από το 40% και πάνω, την στιγμή που οι Πρόεδροι του ΣΥΡΙΖΑ και του ΠΑΣΟΚ κινούνται από 5% έως 10%! Διαθέτει αξιοπιστία, γίνεται αποδεκτός ως πολιτικός που γνωρίζει τα θέματα και φαίνεται να είναι ριζωμένη η αντίληψη ότι «αυτός είναι ο άνθρωπος που μπορεί να κάνει την δουλειά». Γι’ αυτό έχει θεμελιωθεί μια υπερκυριαρχία, ανοίγοντας την Ν.Δ στον χώρο του Κέντρου.
Το δεύτερο είναι η κατάσταση στην αντιπολίτευση συνολικά. Είναι λάθος ότι δεν υπάρχει αντιπολίτευση. Υπάρχουν επτά κόμματα στην Βουλή, αλλά και η ΝΕΑ ΑΡΙΣΤΕΡΑ πια όπως και το ΜΕΡΑ 25, που για κάθε θέμα δεν βλέπουν τίποτα το θετικό στην κυβερνητική πολιτική και που φτάνουν στο σημείο να μην ψηφίζουν ούτε τα Κέντρα Προστασίας από τα εγκεφαλικά και πυροβολούν. Το πρόβλημα είναι ότι ο πολιτικός τους λόγος δεν πείθει την κοινωνία. Ακόμα και για τις πρόσφατες φορολογικές ρυθμίσεις που δόθηκε μάχη, η πλειοψηφία φαινόταν δημοσκοπικά ότι έχει άλλη άποψη από αυτά που υποστήριζαν. Αν συνεχίσουν με μια από τα ίδια, δεν θα πετυχαίνουν τίποτα το ουσιαστικό. Ο ΣΥΡΙΖΑ θα έπρεπε να το έχει καταλάβει καλά αυτό, αφού βίωσε ότι με αυτόν τον τρόπο αντιπολίτευσης κατέρρευσε. Χρήσιμο, δε, θα ήταν να μελετήσει αυτή την εμπειρία και το ΠΑΣΟΚ όλα τα κόμματα της αντιπολίτευσης. Δίχως σαφείς, καλά επεξεργασμένες προτάσεις για το παρόν και το μέλλον, δίχως εναλλακτική πρόταση διακυβέρνησης, δεν θα μας εκπλήξουν με τις επιδόσεις τους .
Αυτή δεν είναι μια εικόνα της στιγμής, είναι μια εικόνα που συντηρείται επτά χρόνια. Αυτό δεν σημαίνει ότι μπορεί να γίνεται αποδεκτή κάθε μορφή αλαζονείας ή ολιγωρίας της κυβέρνησης. Ωστόσο δεν θα αλλάζει, αν τα ίδια τα κόμματα δεν αλλάξουν.