Ο ψευδεπίγραφος προοδευτισμός στηρίζεται εν πολλοίς στην έντεχνη γλωσσική αλλοίωση και στην ηθική σύγχυση που αυτή προκαλεί.
Γράφει ο Κώστας Χριστίδης
Λέξεις όπως ‘’ελευθερία’’, ‘’δημοκρατία’’, ‘’δικαιοσύνη’’ και άλλες έχουν φθαρεί σε τέτοιο βαθμό, ώστε κάποιος να διστάζει πλέον να τις χρησιμοποιεί γιατί μεταδίδουν εντελώς διαφορετικό νόημα από αυτό που κάποτε είχαν.
Έτσι, η έννοια π.χ. της ελευθερίας ορίζεται από πολλούς ως η δυνατότητα του να κάνει κανείς ό,τι θέλει χωρίς νομικούς, οικονομικούς ή άλλους περιορισμούς. Η αντίληψη της ελευθερίας ως παντοδυναμίας αντιδιαστέλλεται προς αυτήν που είχαν προσδώσει στη συγκεκριμένη λέξη οι κλασικοί φιλελεύθεροι φιλόσοφοι, κατά την οποία ελευθερία είναι η κατάσταση σε μία κοινωνία όπου ο εξαναγκασμός ανθρώπων από άλλους (βάσει κανόνων δικαίου) είναι όσο το δυνατόν μικρότερος.
Η σύγχυση των εννοιών έχει οδηγήσει στο να αυτοχαρακτηρίζονται ως φιλελεύθεροι, ιδιαίτερα στη Βόρεια Αμερική, οι οπαδοί του αντίθετου προτάγματος, του εκτεταμένου δηλ. κρατικού παρεμβατισμού στην κοινωνία και την οικονομία. Κατά την διατύπωση του Schumpeter, ‘’ως υπέρτατη αν και μη σκοπούμενη φιλοφρόνηση, οι εχθροί του συστήματος της ελεύθερης οικονομίας θεώρησαν σωστό να υποκλέψουν τον όρο’’.
Περισσότερο έχει κακοποιηθεί η λέξη ‘’δημοκρατία’’. Αρκεί να θυμηθεί κανείς ότι τα διάφορα άκρως καταπιεστικά για τους ατυχείς υπηκόους τους κομμουνιστικά καθεστώτα αυτοχαρακτηρίζονταν ως ‘’σοβιετικές’’ ή ‘’σοσιαλιστικές’’ ή ‘’λαϊκές’’ δημοκρατίες. Σήμερα οι ολίγοι απομείναντες νοσταλγοί αυτού του τύπου ‘’δημοκρατίας’’, μεταξύ των οποίων και οι Έλληνες κομμουνιστές, αναφέρονται περιφρονητικά για την ‘’αστική δημοκρατία’’, η οποία εν τούτοις, παρά τις ατέλειές της, υπερασπίζεται τα ανθρώπινα δικαιώματα και προάγει την οικονομική ευημερία πολύ πιο αποτελεσματικά συγκριτικά με άλλες μορφές πολιτευμάτων.
Η έννοια της δικαιοσύνης, η οποία επί αιώνες σήμαινε την απαρέγκλιτη εφαρμογή κανόνων δικαίου έναντι πάντων, κυβερνώντων και κυβερνωμένων, χωρίς διακρίσεις λόγω φυλής, φύλου, θρησκεύματος, ηλικίας, πολιτικών φρονημάτων κλπ., έχει υποχωρήσει στην εποχή μας έναντι της λεγόμενης ‘’κοινωνικής δικαιοσύνης’’. Η τελευταία σημαίνει την επιλεκτική εφαρμογή κανόνων υπέρ ατόμων και ομάδων από μία κεντρική πολιτική αρχή βάσει αόριστων αντιλήψεων μίας αναδιανεμητικής (ορθότερα, ‘’προκρούστειας’’) δικαιοσύνης.
Όπως έχει εξηγήσει αναλυτικά ο Hayek, η ‘’κοινωνική δικαιοσύνη’’ δεν αποτελεί μία αθώα έκφραση αγαθών διαθέσεων προς τα λιγότερο τυχερά μέλη της κοινωνίας (προς τα οποία ασφαλώς, όπως υποστηρίζει ο ίδιος, πρέπει να εκδηλώνεται έμπρακτη αλληλεγγύη με κατάλληλους τρόπους), αλλά συγκρούεται με τις αρχές οργάνωσης μίας ελεύθερης κοινωνίας και είναι ‘’όρος διανοητικά ανυπόληπτος, δείγμα δημαγωγίας ή φθηνής δημοσιογραφίας, τον οποίο οι υπεύθυνοι διανοητές θα έπρεπε να αποφεύγουν να χρησιμοποιούν’’.
Γενικότερα, η λέξη ‘’κοινωνικός’’, ως επιθετικός προσδιορισμός άλλων λέξεων με σαφές νόημα, όπως ‘’αγορά’’, ‘’δικαίωμα’’, ‘’μισθός’’, ‘’κριτήριο’’ κ.α., αλλοιώνει την σημασία τους και προκαλεί σύγχυση, η οποία διευκολύνει συντεχνίες και δημαγωγούς πολιτικούς στις ιδιοτελείς επιδιώξεις τους.
Ιδιαιτέρως έχει κακοποιηθεί η έννοια της ισότητας. Αξίζει, ωστόσο, να εμβαθύνουμε περισσότερο στην έννοια της ισότητας, η οποία μπορεί να λάβει δύο διαφορετικές μορφές, την ‘’ισότητα ευκαιριών’’ και την ‘’ισότητα αποτελέσματος’’. ‘’Ισότητα ευκαιριών’’ δεν σημαίνει ‘’ταυτότητα ευκαιριών’’. Ένα παιδί γεννιέται στη Συρία, άλλο στην Ινδία, άλλο στην Ελβετία. Ένα παιδί γεννιέται τυφλό, άλλο όχι. Απόλυτη εξομοίωση μεταξύ τους είναι αδύνατη. Η ισότητα ευκαιριών μπορεί να θεωρηθεί ως παροχή της δυνατότητας σε όλους να αναπτύξουν τα χαρίσματα, τις κλίσεις και τις ικανότητες που έχουν ως άτομα. Ο τόπος γέννησης, η φυλή, το φύλο, οι θρησκευτικές και πολιτικές πεποιθήσεις ή άλλα χαρακτηριστικά δεν πρέπει να καθορίζουν τις δυνατότητες που ανοίγονται στο άτομο παρά μόνον οι ικανότητες και οι προσπάθειές του.
Η ελευθερία και η ισότητα ευκαιριών αποτελούν δύο πλευρές της ίδιας βασικής αξίας, της πρωταρχικότητας του ατόμου, δηλ. του να θεωρείται το άτομο ως σκοπός καθ’ εαυτό και όχι ως μέσο για την επίτευξη κάποιου άλλου σκοπού, επιλεγόμενου από τρίτους. Βεβαίως, όπως όλα τα ιδεώδη, έτσι και η ισότητα ευκαιριών δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί κατά τρόπο απόλυτο. Τα παιδιά που έχουν τους ‘’κατάλληλους’’ γονείς (κατάλληλους λόγω χαρακτήρα ή ενδιαφέροντος προς τα παιδιά τους ή πλούτου κλπ.) πλεονεκτούν σε σχέση με άλλα. Όμως, στις ανοικτές κοινωνίες η διαφορά αυτή δεν είναι καθόλου αξεπέραστη, όπως δείχνει η ταχύτατη οικονομική και κοινωνική άνοδος εκατομμυρίων ατόμων που προέρχονται από χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα.
Ο εμπλουτισμός του ‘’προοδευτικού’’ Newspeak έλαβε νέα ώθηση τα τελευταία χρόνια με την υιοθέτηση λέξεων από τη λεγόμενη πολιτική ορθότητα, όπως :‘’φοβικός’’, ‘’καταστολή’’, ‘’αστικός’’, ‘’συμπερίληψη’’ κ.α. Γενικότερα, η αιχμαλωσία της γλώσσας από την αριστερά δεν αποβλέπει στον πρωταρχικό σκοπό της επικοινωνίας, που είναι η όσο το δυνατόν ακριβέστερη περιγραφή της πραγματικότητας, αλλά στον αντίθετο σκοπό, να ασκηθεί δηλαδή εξουσία πάνω στην γλώσσα, να θριαμβεύσουν οι γλωσσικά αλλοιωμένες έννοιες πάνω στα πράγματα, καθιστώντας την ορθολογική επιχειρηματολογία μάταιη. Κατά την ειρωνική διατύπωση της Francoise Thom στη μελέτη της La Languede Bois, ο σκοπός του αριστερού Newspeak είναι ‘’να προστατεύσει την ιδεολογία από τις κακόβουλες επιθέσεις της πραγματικότητας’’!