Σύσταση αγοράς για τη μετοχή της Εθνικής Τράπεζας εκδίδει η Goldman Sachs, ενώ παράλληλα υποβαθμίζει τη Eurobank σε neutral και επαναλαμβάνει τη σύσταση αγοράς για την Alpha Bank και την ουδέτερη στάση της έναντι της Τράπεζας Πειραιώς.
Ο αμερικανικός επενδυτικός οίκος αναλύει τις επιπτώσεις που θα έχουν στις ελληνικές τράπεζες ο υψηλότερος πληθωρισμός, η σύσφιγξη της νομισματικής πολιτικής και οι αυξήσεις των τιμών του φυσικού αερίου στην Ελλάδα.
Όπως εξηγεί, η αύξηση της μακροοικονομικής αβεβαιότητας οδηγεί σε πιο συντηρητικές εκτιμήσεις για το κόστος κεφαλαίου (κυρίως λόγω της αύξησης των αποδόσεων των ελληνικών κρατικών ομολόγων κατά 300 μονάδες βάσης σε σχέση με το 2021) αλλά και σε χαμηλότερες εκτιμήσεις για τα κέρδη. Συγκεκριμένα, η Goldman Sachs υποβαθμίζει τις προβλέψεις της για τα κέρδη ανά μετοχή του κλάδου κατά 9% το 2023-2024, αντανακλώντας τον υψηλότερο πληθωρισμό και τα ακριβότερα εμπορεύματα.
Σε ότι αφορά τις αποτιμήσεις και τις αξιολογήσεις των ελληνικών τραπεζών, δίνει τιμή στόχο σε ορίζοντα 12μηνου τα 3,95 ευρώ για την Εθνική (33% περιθώριο ανόδου), μειώνει την τιμή στόχο για την Eurobank στα 0,92 ευρώ από 1,50 ευρώ πριν με 23% περιθώριο ανόδου, διατηρεί τα 1,07 ευρώ στην Alpha Bank με περιθώριο ανόδου 39% και μειώνει στο 0,84 ευρώ από 1,80 ευρώ πριν την τιμή στόχο για την Πειραιώς με περιθώριο ανόδου 8%.
Έτσι, η Goldman επαναφέρει την αξιολόγηση για την Εθνική Τράπεζα σε buy. Σύμφωνα με την ανάλυσή της, η Εθνική θα έχει το υψηλότερο επίπεδο κάλυψης CET1 και NPE μεταξύ των ελληνικών τραπεζών το 2023, κοντά στον μέσο όρο των ευρωπαϊκών τραπεζών. Διαπραγματεύεται με 0,4x 2023E P/TBV, έναντι 0,7x μέσου όρου για τις ευρωπαϊκές τράπεζες και 0,6x που συνεπάγεται η τιμή-στόχος που δίνει.
Παράλληλα, υποβαθμίζει τη Eurobank σε Ουδέτερη στάση λόγω της σχετικής υπεραπόδοσης έναντι των άλλων ελληνικών τραπεζών και των τραπεζών. Συνεχίζει να αναμένει από την Eurobank το υψηλότερο ROTE στον ελληνικό κλάδο (9% το 2023) και να είναι μία από τις πρώτες ελληνικές τράπεζες να φτάσουν τα μέσα ευρωπαϊκά επίπεδα όσον αφορά τους δείκτες CET1/NPE. Ενώ η Eurobank έχει σημειώσει σημαντική πρόοδο όσον αφορά τις βασικές λειτουργικές μετρήσεις, διαπραγματεύεται με τα υψηλότερα πολλαπλάσια αποτίμησης εντός της κάλυψης των ελληνικών τραπεζών (σε 0,5x 2023 P/TBV έναντι 0,7x P/TBV για τις ευρωπαϊκές τράπεζες) και βλέπει λίγους καταλύτες
Επίσης, επιβεβαιώνει τη σύσταση buy για τη Alpha Bank, διαπιστώνοντας ένα ελκυστικό προφίλ κινδύνου-ανταμοιβής: εμφανίζεται παρόμοια με τις Eurobank/ΕΤΕ σε βασικές λειτουργικές μετρήσεις (2024), ενώ διαπραγματεύεται με σημαντικό discount της τάξης του 30% σε ότι αφορά το P/TBV του 2023.
Τέλος, διατηρεί ουδέτερη στάση για την Πειραιώς. Θεωρεί θετική την πρόοδο που έχει σημειώσει η διοίκηση της Πειραιώς όσον αφορά τη μείωση του υπολοίπου NPE, τη δημιουργία αποθεματικών προβλέψεων, την ανάκτηση ROTE και την αποκατάσταση των κεφαλαιακών αποθεμάτων ασφαλείας. Αν και αναγνωρίζει το discount της αποτίμησής της, κατά την άποψή της, αυτό αντικατοπτρίζει το χάσμα μεταξύ των αντίστοιχων "μαξιλαριών" στο CET-1.
Οι εκτιμήσεις του οίκου μιλούν για κόστος κεφαλαίου 15% για τις Alpha/Eurobank/Εθνική και 17% για την Πειραιώς (από 12% προηγουμένως).
Οι αναλυτές της Goldman συνυπολογίζουν τον «κανόνα» του υπουργείου Οικονομικών ότι κάθε αύξηση των τιμών του φυσικού αερίου κατά 10 ευρώ έχει αρνητική επίδραση 500-600 εκατ. ευρώ στο ΑΕΠ (0,3%) καθώς και τις εκτιμήσεις της ομάδας εμπορευμάτων τους ότι οι τιμές του φυσικού αερίου θα είναι κατά 60 ευρώ ανά MWh ακριβότερες από ό,τι αναμενόταν το δεύτερο τρίμηνο του 2023.
Στο πλαίσιο αυτό, μειώνουν τις προβλέψεις για τη μέση ετήσια αύξηση των εξυπηρετούμενων δανείων το 2022-2024 στο 4% (από 6,5% προηγουμένως) και αυξάνουν τις προβλέψεις για το κόστος ρίσκου κατά 10 μονάδες βάσης για το 2022-2023, στις 70 μονάδες βάσης κατά μέσο όρο.