Με τον δείκτη ολικής γονιμότητας –είναι αυτός που καθορίζει τις δυνατότητες αντικατάστασης των γενεών– να βρίσκεται σε πολύ χαμηλά επίπεδα, ενεργοποιούνται από το 2024 νέα μέτρα που αποσκοπούν στο να τονώσουν την πολιτική «1ου και 2ου παιδιού», όπως σημειώνει ρεπορτάζ της Καθημερινής.
Πιο συγκεκριμένα, αυτά περιλαμβάνουν αύξηση της έκπτωσης φόρου για όσους έχουν δύο ή περισσότερα παιδιά, γενικευμένη καταβολή ενισχύσεων για την εγγραφή των παιδιών στον παιδικό σταθμό, υψηλότερο επίδομα τέκνων στο Δημόσιο και περισσότερο «στοχευμένη» καταβολή των επιδομάτων τόσο της γέννησης του παιδιού όσο και της ανατροφής του.
Στη βελτίωση του δείκτη ολικής γονιμότητας αποσκοπεί και η πολιτική στέγασης των νέων, η οποία θα συνεχιστεί και τα επόμενα χρόνια. Η βελτίωση των επιδόσεων της χώρας στον κρίσιμο δείκτη των γεννήσεων τίθεται εν αμφιβόλω εξαιτίας της πολυετούς οικονομικής κρίσης, η οποία συνεχίζεται αυτή τη φορά λόγω αύξησης του κόστους διαβίωσης και μείωσης του διαθέσιμου εισοδήματος. Ο πληθωρισμός «τρώει» όχι μόνο το οικογενειακό εισόδημα των ζευγαριών, αλλά ακόμη και την «αγοραστική δύναμη» των διαφόρων επιδομάτων που δίδονται για να στηριχτεί η απόφαση απόκτησης παιδιού.
Με τις αλλαγές που προωθήθηκαν το τελευταίο διάστημα για τα μέτρα στήριξης των γονέων, η ετήσια δαπάνη ξεπερνάει πλέον το 1,7 δισ. ευρώ, χωρίς στο ποσό αυτό να συνυπολογίζεται το 1 δισ. ευρώ που έχει δεσμευτεί για τη χορήγηση χαμηλότοκων δανείων στα νέα ζευγάρια μέσω του προγράμματος «Σπίτι μου».
1. Η αυξημένη έκπτωση φόρου για τους γονείς με παιδιά. Το συγκεκριμένο μέτρο έχει προϋπολογισμό 80 εκατ. ευρώ και ουσιαστικά ισοδυναμεί με αύξηση της έκπτωσης φόρου κατά 90 ευρώ τον χρόνο για τους γονείς με ένα παιδί και κατά 220 ευρώ τον χρόνο για τους γονείς με δύο ή περισσότερα παιδιά.
2. Η αύξηση του επιδόματος τέκνων για τους εργαζομένους στον δημόσιο τομέα. Πρόκειται για αύξηση των μεικτών αποδοχών κατά περίπου 155 εκατ. ευρώ σε ετήσια βάση. Το επίδομα για τους γονείς με ένα παιδί αναπροσαρμόζεται από τα 50 ευρώ στα 70 ευρώ και για τους γονείς με δύο παιδιά από τα 70 στα 120 ευρώ τον μήνα. Αντίστοιχα αυξημένο κατά 50 ευρώ τον μήνα είναι το επίδομα και για όσους έχουν περισσότερα παιδιά.
3. Η αλλαγή στον τρόπο καταβολής δύο βασικών επιδομάτων που συνδέονται με την οικογένεια. Το επίδομα τέκνων έχει ετήσιο προϋπολογισμό άνω του 1 δισ. ευρώ, καθώς καταβάλλεται σχεδόν στο σύνολο των οικογενειών με παιδιά. Η ενίσχυση κυμαίνεται από 336 έως 840 ευρώ τον χρόνο ανάλογα με το εισόδημα. Αντίστοιχα, την οικογένεια την αφορά και η καταβολή της εφάπαξ ενίσχυσης των 2.000 ευρώ σε όσους αποκτούν παιδί. Η αλλαγή που προωθείται έχει να κάνει με την πίστωση μέρους ή και του συνολικού ποσού του επιδόματος σε κάρτα και όχι σε τραπεζικό λογαριασμό, ώστε να διασφαλίζεται ότι τα χρήματα κατευθύνονται για τον σκοπό για τον οποίο προορίζονται. Δεδομένου ότι ο προϋπολογισμός του επιδόματος απόκτησης τέκνου ξεπερνάει τα 170 εκατ. ευρώ τον χρόνο, μιλάμε ουσιαστικά για περίπου 1,2 δισ. ευρώ ετησίως μόνο γι’ αυτά τα δύο επιδόματα. 4. Η συνέχιση του προγράμματος «Σπίτι μου», το οποίο ουσιαστικά συνδέεται με την οικογενειακή πολιτική της χώρας καθώς αποσκοπεί στην κάλυψη των στεγαστικών αναγκών των νέων ζευγαριών. Εκτός από την πολιτική χορήγησης των δανείων (σ.σ ήδη έχει διπλασιαστεί ο αρχικός προϋπολογισμός του προγράμματος στο 1 δισ. ευρώ) «τρέχουν» και οι άλλες παρεμβάσεις, όπως η επιδότηση για την ανακαίνιση ακινήτων κ.λπ.
Με αυτά τα δεδομένα, το νέο ζευγάρι που θα αποκτήσει παιδί θα ξέρει ότι από τις αρχές του 2024 θα έχει να λαμβάνει μια πρόσθετη έκπτωση φόρου 123 ευρώ αν αποκτήσει το πρώτο παιδί (σ.σ μέχρι τώρα η διαφορά ανάμεσα στον εργένη και τον γονιό με ένα παιδί ήταν μόλις 33 ευρώ) και ακόμη 220 ευρώ για το δεύτερο παιδί. Η αύξηση των αποδοχών κατά 840 ευρώ τον χρόνο για το ένα παιδί ή κατά 600 ευρώ επιπλέον για το δεύτερο παιδί (σύνολο 1.440 ευρώ) αφορά μόνο τους εργαζομένους στον δημόσιο τομέα, καθώς στον ιδιωτικό τομέα δεν υπάρχει σχετική πρόβλεψη. Όσο για το επίδομα τέκνων, έχει συγκεκριμένα εισοδηματικά κριτήρια και όποιος τα πληροί υπολογίζει σε 336 έως 840 ευρώ τον χρόνο ανά έτος.
Τα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής και του Ληξιαρχείου δείχνουν ότι το 2022 έκλεισε με το μεγαλύτερο έλλειμμα στο ισοζύγιο γεννήσεων – θανάτων από το 1931 μέχρι σήμερα. Οι γεννήσεις περιορίστηκαν (με βάση το Ληξιαρχείο) στις 77.100, ενώ οι θάνατοι ήταν (με βάση την ΕΛΣΤΑΤ) 140.292. Πρόκειται για τη δεύτερη χειρότερη επίδοση όλων των εποχών και όσον αφορά τον αριθμό των θανάτων. Για τη φετινή χρονιά τα διαθέσιμα στοιχεία προέρχονται από το Ληξιαρχείο και δείχνουν 41.389 γεννήσεις και 78.248 θανάτους για το πρώτο 7μηνο. Το έλλειμμα φθάνει ήδη στα 36.859 άτομα.