Στην καλύτερη εκτέλεση της προβλεπόμενης απόδοσης της οικονομίας αποδίδει το Γραφείο Προϋπολογισμού στη Βουλή, την αύξηση των φορολογικών εσόδων και το πρωτογενές πλεόνασμα 5,214 δισ. για το δεκάμηνο Ιανουαρίου-Οκτωβρίου 2023. Στη συζήτηση που έχει «ανάψει» για το κατά πόσον τα κρατικά έσοδα «φουσκώνουν» εξαιτίας της ακρίβειας και των εμμέσων φόρων, το Γραφείο αποδίδει την αύξηση αυτή, κυρίως:
α) στη σταθερή παραγωγή καθαρών θέσεων εργασίας, με ταυτόχρονη μείωση της ανεργίας στο 9,6%,
β) στη σημαντική αύξηση των τουριστικών εσόδων, τα οποία κατά το οκτάμηνο του τρέχοντος έτους ξεπέρασαν τα επίπεδα της αντίστοιχης περιόδου του 2019 κατά 11% περίπου,
γ) στην αύξηση των μισθών και των συντάξεων, γεγονός που επηρεάζει κυρίως τα έσοδα από τους άμεσους φόρους (φόροι εισοδήματος) αλλά και από τους έμμεσους φόρους.
Επιπλέον, επισημαίνει πως η εκτεταμένη χρήση χρεωστικών και πιστωτικών καρτών και η εν γένει αύξηση των ηλεκτρονικών συναλλαγών, καθώς και οι πληθωριστικές πιέσεις, ως αποτέλεσμα της παγκόσμιας ενεργειακής κρίσης, που επιδρούν και στη χώρα μας, συνετέλεσαν στην ενίσχυση των εσόδων.
Από την άλλη, οι προβλέψεις του Γραφείου Προϋπολογισμού «ηχούν καμπανάκι» ανησυχίας για μικρότερη ανάπτυξη από το αναμενόμενο, κυρίως λόγω των διεθνών συνθηκών. Ωστόσο το «κλειδί της επιτυχίας» υψηλών ρυθμών ανάπτυξης βρίσκεται στις επενδύσεις που φέρνει το ταμείο Ανάκαμψης, αλλά και στην πορεία του πληθωρισμού που πλήττει τα νοικοκυριά, αλλά και την οικονομική δραστηριότητα.
Σύμφωνα με την Εκθεση Γ΄τριμήνου, την οποία παρουσίασε για πρώτη φορά ο νέος Συντονιστής του Γραφείου Προϋπολογισμού στη Βουλή, καθηγητής Ιωάννης Τσουκαλάς, η ελληνική οικονομία διατηρεί τη δυναμική της με τον ετήσιο ρυθμό μεγέθυνσης του πραγματικού ΑΕΠ να διαμορφώνεται στο 2,1% σε σύγκριση με το ίδιο τρίμηνο του 2022, παρά την επιβράδυνση σε σχέση με το δεύτερο τρίμηνο. Ο πληθωρισμός αποκλιμακώνεται και διαμορφώνεται, για τον Νοέμβριο, στο 2,9%. Αντίθετα, η οικονομία της Ευρωζώνης έχει χάσει τη δυναμική της παρουσιάζοντας σημάδια στασιμότητας.
Το υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών στην Εισηγητική Έκθεση του Προϋπολογισμού για το 2024 προβλέπει μεγέθυνση 2,4% για το 2023 και 2,9% για το 2024, ενώ ο πληθωρισμός προβλέπεται να διαμορφωθεί σε 4,1% το 2023 και 2,6% το 2024.
Η πρόβλεψη του υπουργείου Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών είναι αρκετά πιο αισιόδοξη (Ανάπτυξη 2,4% το 2023 και 2,9% το 2024 με πληθωρισμό 4,1% φέτος και 2,6% το 2024) εν σχέση με τις αντίστοιχες των διεθνών Οργανισμών (ΕΕ: Ανάπτυξη 2,4% και 2,3% με πληθωρισμό 4,3% και 2,8%, ΔΝΤ: Ανάπτυξη 2,5% και 2,0% με πληθωρισμό 2,0% και 1,5%, ΤτΕ: Ανάπτυξη 2,4% και 2,5% με πληθωρισμό 4,1% και 3,0%). Αλλά αυτό στηρίζεται στην παραδοχή για πολύ ισχυρή αύξηση των επενδύσεων, κατά 15,1%, πρόβλεψη που θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από την ταχεία αξιοποίηση των πόρων του ΤΑΑ.
Στα σενάρια για το 2024, το Γραφείο προϋπολογισμού βλέπει 7 πιθανούς κινδύνους, εξαιτίας των οποίων μπορεί να καθηλώσουν την Ανάπτυξη και στην Ελλάδα:
• Περαιτέρω επιβράδυνση της οικονομικής ανάπτυξης της Κίνας και εμβάθυνση της κρίσης ακινήτων με αρνητικές επιπτώσεις για τους εμπορικούς της εταίρους.
• Έντονες μεταβολές των τιμών των εμπορευμάτων εν μέσω κλιματικών και γεωπολιτικών κλυδωνισμών (καύσωνες και ξηρασίες, πόλεμος στην Ουκρανία, αναταραχή στη Μέση Ανατολή, περιορισμοί στις εξαγωγές).
• Επίμονες πληθωριστικές πιέσεις λόγω των συνθηκών στην αγορά εργασίας, του αιτήματος για ανάκτηση της απώλειας πραγματικού εισοδήματος και της πλεονάζουσας αποταμίευσης σε ορισμένες οικονομίες με συνέπεια περαιτέρω αυξήσεις των επιτοκίων των κεντρικών τραπεζών και εμπέδωση πληθωριστικών προσδοκιών.
• Αυξανόμενη δυσχέρεια χρέους. Τα κριτήρια δανεισμού έχουν γίνει πιο αυστηρά σε ΗΠΑ, Ευρωζώνη και ορισμένες αναδυόμενες οικονομίες. Το κόστος δανεισμού για τις αναδυόμενες αγορές και τις αναπτυσσόμενες οικονομίες παραμένει υψηλό αυξάνοντας τον κίνδυνο δυσχέρειας του χρέους.
• Αύξηση των περιορισμών στο εμπόριο, στις διασυνοριακές μετακινήσεις κεφαλαίων, τεχνολογίας, εργαζομένων και στις διεθνείς πληρωμές λόγω γεωπολιτικών εντάσεων.
• Ασθενής ανάπτυξη του διεθνούς εμπορίου, και ειδικότερα του εμπορίου αγαθών, καθώς σημείωσε πτώση κατά 1,5% στο πρώτο εξάμηνο του έτους.
• Κοινωνικές αναταραχές λόγω ενδεχόμενων αυξήσεων των τιμών των τροφίμων και των καυσίμων.
Αντιθέτως οι προβλέψεις μπορεί να διαψευστούν ευχάριστα και η ανάπτυξη στη χώρα μας το 2024 να είναι ακόμα μεγαλύτερη, αν εξελιχθούν καλύτερα τρία μεγέθη:
• Ακρίβεια: ταχύτερη από την αναμενόμενη μείωση του πληθωρισμού θα μπορούσε να συμβάλει θετικά στην οικονομική ανάπτυξη μειώνοντας την απώλεια αγοραστικής δύναμης των νοικοκυριών και επιτρέποντας στις κεντρικές τράπεζες να προωθήσουν μια λιγότερο σφιχτή νομισματική πολιτική.
• Κατανάλωση: ταχύτερη ανάκαμψη της εγχώριας ζήτησης σε συνδυασμό με τις πρόσφατες ανακαλύψεις στην τεχνητή νοημοσύνη και η πρόοδος στις πράσινες τεχνολογίες θα μπορούσαν επίσης να οδηγήσουν σε μια νέα περίοδο ισχυρής αύξησης της παραγωγικότητας, ενισχύοντας τις επενδύσεις και την ανάπτυξη.
• Επενδύσεις: στην ίδια κατεύθυνση λειτουργεί και το εναπομένον απόθεμα πλεονάζουσας αποταμίευσης που συσσωρεύτηκε κατά τη διάρκεια της πανδημίας καθώς και η ανάκαμψη των ιδιωτικών επενδύσεων σε προπανδημικά επίπεδα.
Πού στηρίζεται η Ανάπτυξη
Σύμφωνα με τα προσωρινά στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, για το τρίτο τρίμηνο του 2023, το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ) παρουσίασε αύξηση 2,1% σε σχέση με το τρίτο τρίμηνο του 2022 (έναντι αύξησης κατά 0,0% στην Ευρωζώνη).
Η αύξηση της οικονομικής δραστηριότητας οφείλεται στην αύξηση των Επενδύσεων (4,9%), της Ιδιωτικής Κατανάλωσης (0,9%), των Εξαγωγών Αγαθών και Υπηρεσιών (1,0% συνολικά, 2,9% για υπηρεσίες και -1,1% για αγαθά). Αντίθετα, αρνητική επίπτωση είχε η αύξηση των Εισαγωγών Αγαθών και Υπηρεσιών (2,9% συνολικά, 0,8% για υπηρεσίες και 3,4% για αγαθά) και η μείωση της Δημόσιας Κατανάλωσης (-0,7%). Ο ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ παρουσιάζει στασιμότητα σε σχέση με το δεύτερο τρίμηνο του 2023, κυρίως λόγω μικρότερης αύξησης των επενδύσεων παγίου κεφαλαίου σε σχέση με το δεύτερο τρίμηνο του 2023.
Σύμφωνα με την Έκθεση, η ελληνική οικονομία συνεχίζει να αναπτύσσεται παρά τις δυσκολίες προερχόμενες τόσο από το εξωτερικό περιβάλλον (γεωπολιτικές εντάσεις, τιμές ενέργειας κ.ά.) όσο και από το εγχώριο περιβάλλον (φυσικές καταστροφές, όπως οι πλημμύρες και οι δασικές πυρκαγιές) διατηρώντας θετικούς ρυθμούς μεγέθυνσης. Όσον αφορά τη διαχρονική συνεισφορά των συνιστωσών στον ρυθμό μεγέθυνσης του ΑΕΠ σημαντικότερο ρόλο έχουν, κυρίως μετά την περίοδο της ανάκαμψης από την πανδημία, οι εξαγωγές, η ιδιωτική κατανάλωση και οι επενδύσεις, ωστόσο οι καθαρές εξαγωγές, με εξαίρεση το πρώτο τρίμηνο του 2023, έχουν αρνητική συνεισφορά σταθερά από το τέταρτο τρίμηνο του 2021.
Προβλέψεις
Ωστόσο οι βραχυχρόνιοι δείκτες παρουσιάζουν αχνά σημάδια ανάκαμψης.
– Ο εποχικά διορθωμένος Γενικός Δείκτης Βιομηχανικής Παραγωγής παρουσίασε τον Οκτώβριο του 2023 αύξηση κατά 10,1% σε σχέση με τον αντίστοιχο μήνα του 2022 και κατά 6,2% σε σχέση με τον προηγούμενο μήνα.
– Ο εποχικά διορθωμένος Δείκτης Κύκλου Εργασιών στο Λιανικό Εμπόριο τον Σεπτέμβριο του 2023 παρουσίασε αύξηση σε ετήσια βάση κατά 3,3%, και κατά 0,1% σε σχέση με τον προηγούμενο μήνα. Ο εποχικά διορθωμένος Δείκτης Όγκου στο Λιανικό Εμπόριο κατά τον ίδιο μήνα μειώθηκε κατά 3,4% σε ετήσια βάση και κατά 0,8% σε σχέση με τον προηγούμενο μήνα.
– Η διαχρονική πορεία των δεικτών βιομηχανικής παραγωγής και κύκλου εργασιών είναι ανοδική γεγονός που αντανακλά τη γενικότερη τάση για βελτίωση των συνθηκών των επιμέρους κλάδων που απαρτίζουν τον βιομηχανικό δείκτη καθώς και του δείκτη κύκλου εργασιών στο λιανικό εμπόριο.
– Ο Δείκτης Οικονομικού Κλίματος (Economic Sentiment Indicator, ESI) διαμορφώθηκε στις 106,2 μονάδες τον Νοέμβριο του 2023, αυξημένος σε σχέση με τον Νοέμβριο του 2022 (101,6) και ελαφρώς μειωμένος σε σχέση με τον προηγούμενο μήνα (106,6). Ο δείκτης παρουσιάζει θετική τάση, σε σχέση με τον αντίστοιχο της Ευρωζώνης από το καλοκαίρι του 2022. Όμως ο δείκτης καταναλωτικής εμπιστοσύνης παρουσιάζει στασιμότητα τους τελευταίους μήνες.
– Ο Δείκτης Υπευθύνων Προμηθειών στη Μεταποίηση (PMI) διαμορφώθηκε στις 50,9 μονάδες τον Νοέμβριο του 2023, οριακά αυξημένος από τις 50,8 μονάδες τον Οκτώβριο και αυξημένος από τις 48,4 μονάδες τον Νοέμβριο του 2022. Τα στοιχεία υποδεικνύουν μικρή βελτίωση των συνολικών επιχειρησιακών συνθηκών σε όλο το εύρος του τομέα μεταποίησης. Η βελτίωση οφείλεται κυρίως στην αύξηση του όγκου παραγωγής και την περιορισμένη ανάκαμψη του αριθμού των εργαζομένων, αλλά η ζήτηση ήταν υποτονική και οι νέες παραγγελίες στάσιμες σε σχέση με τον Οκτώβριο.
– Η σταδιακή αποκλιμάκωση που ξεκίνησε από τον Οκτώβριο του 2022, επιταχύνθηκε τους τελευταίους μήνες του 2023 ως αποτέλεσμα της πτώσης των τιμών της ενέργειας. Όμως, ο πυρήνας του πληθωρισμού παρουσιάζει μεγαλύτερη ανθεκτικότητα στα περιοριστικά μέτρα της ΕΚΤ, και αυτό δυσκολεύει τις αποφάσεις για σταδιακή μείωση των επιτοκίων.
– Σημαντική πτώση κατέγραψαν ο δείκτης τιμών παραγωγού στη βιομηχανία και ο δείκτης τιμών εισαγωγών στη βιομηχανία. Συγκεκριμένα, τον Οκτώβριο ο δείκτης τιμών παραγωγού στη βιομηχανία μειώθηκε σε ετήσια βάση κατά 13,5% έναντι αύξησης 35,4% την αντίστοιχη περίοδο πέρυσι, ενώ σε σχέση με τον Σεπτέμβριο μειώθηκε κατά 2,3%. Ο δείκτης τιμών εισαγωγών στη βιομηχανία για τον Οκτώβριο παρουσίασε ετήσια μείωση 13,4% έναντι αύξησης 21,3% την αντίστοιχη περίοδο πέρυσι, ενώ σε σχέση με τον Σεπτέμβριο μειώθηκε κατά 3,2%.
Στον τραπεζικό τομέα, ο συνολικός δανεισμός του ιδιωτικού τομέα (επιχειρήσεις και νοικοκυριά) από τα εγχώρια πιστωτικά ιδρύματα ακολούθησε καθοδική πορεία την περίοδο Σεπτέμβριος 2022 – Σεπτέμβριος 2023. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος, τον Σεπτέμβριο του 2023 το υπόλοιπο των δανείων ήταν 113,3 δις. ευρώ, μειωμένο κατά 451 εκατ. ευρώ (-0,4%) σε ετήσια βάση και μειωμένο κατά 265 εκατ. ευρώ (-0,2%) σε σύγκριση με τον Ιούνιο του 2023.
Οι ακαθάριστες ροές νέων δανείων (δηλαδή, το σύνολο δανείων τακτής λήξης χωρίς την αφαίρεση των αποπληρωμών εκ μέρους των δανειοληπτών) μειώθηκαν την περίοδο Ιανουάριος – Οκτώβριος του 2023 (14.939 εκατ. ευρώ σε σύγκριση με την αντίστοιχη περίοδο του 2022 που διαμορφώθηκαν στα 17.320 εκατ. ευρώ). Τα ακαθάριστα νέα δάνεια προς μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις μειώθηκαν (από 15.014 εκατ. ευρώ σε 12.674 εκατ. ευρώ), ενώ τα ακαθάριστα νέα δάνεια (στεγαστικά, ελεύθεροι επαγγελματίες) μειώθηκαν από 1.323 εκατ. ευρώ σε 1.213 εκατ. ευρώ. Tα καταναλωτικά νέα δάνεια παρουσίασαν μια μικρή αύξηση, από 983 εκατ. ευρώ σε 1.052 εκατ. ευρώ