Επιβράδυνση της ελληνικής οικονομίας κατά το δεύτερο τρίμηνο του έτους, έπειτα από τους υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης του 7% που σημειώθηκε στο πρώτο τρίμηνο, προβλέπει η έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού του Κράτους. Η έκταση της επιβράδυνσης θα εξαρτηθεί, μεταξύ άλλων, από την επίδοση του τουρισμού, τον βαθμό ενεργοποίησης του Ταμείου Ανάκαμψης, την επίπτωση του αυξημένου κόστους ενέργειας και την άνοδο των επιτοκίων δανεισμού.
Σε ό,τι αφορά την αύξηση των επιτοκίων, το Γραφείο Προϋπολογισμού τονίζει ότι η επίπτωση στις δαπάνες εξυπηρέτησης του ελληνικού χρέους θα είναι περιορισμένη και σταδιακή, όμως σημαντικές θα είναι οι επιπτώσεις στον ιδιωτικό δανεισμό, όπου ενδέχεται να υπονομευτεί η οικονομική βιωσιμότητα επιχειρήσεων και νοικοκυριών και να επιβραδυνθούν οι ρυθμοί ανάπτυξης.
Αναφερόμενο στα μέτρα στήριξης που λαμβάνει η κυβέρνηση έναντι του αυξημένου ενεργειακού κόστους, το Γραφείο Προϋπολογισμού τονίζει ότι αυτά θα πρέπει να είναι προσωρινά, στοχευμένα και να χρηματοδοτούνται από πρόσθετα τρέχοντα έσοδα ώστε να μην επιβαρύνουν το δημόσιο χρέος.
«Στις σημερινές συνθήκες δεν υπάρχουν περιθώρια γενικευμένων παρεμβάσεων – όπως στην περίοδο της πανδημίας – καθώς θα επιδεινώσουν την ήδη εύθραυστη δημοσιονομική κατάσταση και θα καταστήσουν τη χώρα μας ευάλωτη σε κάθε είδους διαταραχές», τονίζει η έκθεση. «Η απαρέγκλιτη τήρηση της δημοσιονομικής σταθερότητας είναι αναγκαία συνθήκη για να αποφύγει η χώρα μας τις χειρότερες συνέπειες της διεθνούς οικονομικής αστάθειας».
Ο επικεφαλής του Γραφείου, Φραγκίσκος Κουτεντάκης επανέλαβε σήμερα ότι δεν θα πρέπει να αποτελεί επιλογή η μείωση του ειδικού φόρου στα καύσιμα καθώς το μέτρο δεν θα βοηθήσει τους περισσότερο οικονομικά ευάλωτους και επιπλέον θα έχει μεγάλο δημοσιονομικό κόστος που δεν θα μπορέσει να αναπληρωθεί από άλλες πηγές εσόδων.
Αντίθετα, η έκτακτη φορολόγηση των κερδών των παρόχων ηλεκτρικού ρεύματος και η επιβολή πλαφόν στις τιμές χονδρικής του ηλεκτρικού ρεύματος που αποφάσισε πρόσφατα η κυβέρνηση, βρίσκονται στη σωστή κατεύθυνση, καθώς είναι έκτακτα μέτρα και θα έχουν αποτέλεσμα στη μείωση των τιμών του ηλεκτρικού ρεύματος που καίει σήμερα τα εισοδήματα οικογενειών και επιχειρήσεων.