Θετικές χαρακτηρίζει τις προοπτικές τις ελληνικής οικονομίας για το 2024 και το 2025, το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή (ΓΠΚΒ), προβλέποντας ανάπτυξη 2,3% φέτος (έναντι 2,2% που προβλέπει ο προϋπολογισμός) και σημειώνοντας ότι οι υψηλότεροι ρυθμοί ανάπτυξης σε σχέση με την Ευρωζώνη συμβάλλουν στην περαιτέρω σύγκλιση του κατά κεφαλή εισοδήματος με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Η έκθεση του ΓΠΚΒ κάνει ειδική αναφορά στην αξιοσημείωτη ανάκαμψη που εμφανίζει ο τομέας της μεταποίησης στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια, ωστόσο τονίζει ότι οι εκλογές στις ΗΠΑ και η αναζωπύρωση των γεωπολιτικών εντάσεων αυξάνουν την αβεβαιότητα διεθνώς και επομένως και στην ελληνική οικονομία.
Ειδικότερα, όπως αναφέρεται στην τριμηνιαία έκθεση του ΓΠΚΒ, η ελληνική οικονομία συνέχισε για δεύτερο συνεχόμενο τρίμηνο την ανοδική της τροχιά καταγράφοντας τον υψηλότερο ρυθμό μεγέθυνσης από τα μέσα του 2023. (Σύμφωνα με τα προσωρινά στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για το δεύτερο τρίμηνο του 2024 το ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 2,3% σε σχέση με το δεύτερο τρίμηνο του 2023, έναντι αύξησης κατά 0,6% στην Ευρωζώνη.) Η σημαντική αύξηση της οικονομικής δραστηριότητας οφείλεται κατά κύριο λόγο στην αύξηση των επενδύσεων, των εξαγωγών και της ιδιωτικής κατανάλωσης. Η ανοδική πορεία των επενδύσεων αποτυπώνεται και στην Ερευνα Επενδύσεων της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων (ΕΤΕπ) για το 2023.
Η επικαιροποιημένη εκτίμηση του ΓΠΚΒ για τον ετήσιο ρυθμό μεγέθυνσης της οικονομίας για το 2024 είναι 2,3%, με το εύρος των προβλέψεων να κυμαίνεται από 2,1% έως 2,7% και την εκτίμηση αυτή να είναι συμβατή με άλλες επικαιροποιημένες προβλέψεις που έχουν δημοσιευθεί πρόσφατα από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και την Τράπεζα της Ελλάδος. Σημειώνεται ότι στο νέο Εθνικό Μεσοπρόθεσμο Δημοσιονομικό Διαρθρωτικό Σχέδιο που κατατέθηκε στις 30 Σεπτεμβρίου 2024, ο ρυθμός ανάπτυξης της οικονομίας για το 2024 εκτιμάται στο 2,2%.
Οι προοπτικές τις ελληνικής οικονομίας είναι θετικές για το 2024 και το 2025, και το ΓΠΚΒ αναμένει η ελληνική οικονομία να αναπτυχθεί ταχύτερα από τον μέσο ρυθμό της Ευρωζώνης συμβάλλοντας στην περαιτέρω σύγκλιση του κατά κεφαλή εισοδήματος της χώρας μας με τον Ευρωπαϊκό μέσο όρο. Για το 2025, η συνεχιζόμενη απόσυρση της νομισματικής σύσφιξης από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), οι πρόσφατες αναβαθμίσεις των τεσσάρων ελληνικών τραπεζών που αντανακλούν τη σημαντική βελτίωση των προοπτικών του ελληνικού τραπεζικού κλάδου, σε συνδυασμό με την παράλληλη εισαγωγή του πέμπτου τραπεζικού πόλου, αναμένεται να βελτιώσουν την πρόσβαση των επιχειρήσεων σε φθηνότερο δανεισμό. Αυτό, σε συνδυασμό με το σχεδιαζόμενο νομοσχέδιο του Υπουργείου Οικονομικών που εισάγει κίνητρα για συγχωνεύσεις και εξαγορές επιχειρήσεων, δημιουργεί προϋποθέσεις για επίτευξη οικονομιών κλίμακας που ευνοούν την παραγωγικότητα, τον σημαντικότερο παράγοντα για ισχυρή οικονομική ανάπτυξη μακροχρόνια αλλά και παράγοντα συγκράτησης των τιμών προς όφελος των καταναλωτών.
Σύμφωνα με την εκτίμηση του ΓΠΚΒ, το πρωτογενές πλεόνασμα στο τρέχον έτος διαμορφώνεται στο 3,5% του ΑΕΠ, με την συνεχιζόμενη βελτίωση να οφείλεται στα αυξημένα φορολογικά έσοδα χάρη στην αύξηση της απασχόλησης με ταυτόχρονη αύξηση των μισθών και συντάξεων, στην ισχυρή αύξηση των τουριστικών εσόδων, τα οποία αυξήθηκαν σε σχέση με το αντίστοιχο επτάμηνο του 2023 κατά 5,6%, και τέλος στην εν γένει αύξηση των ηλεκτρονικών συναλλαγών, ως αποτέλεσμα και της υλοποίησης των μέτρων που περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων την διασύνδεση από επιχειρήσεις ταμειακών μηχανών με POS, καθώς και την επέκταση της υποχρεωτικότητας αποδοχής πληρωμών με πλαστικό χρήμα.
Το ΓΠΚΒ θεωρεί το Νέο Μεσοπρόθεσμο Δημοσιονομικό Διαρθρωτικό Σχέδιο της Ελλάδας, εχέγγυο της δημοσιονομικής σταθερότητας και αξιοπιστίας που με κόπο οικοδομήθηκε τα τελευταία χρόνια. Όπως τονίζεται, είναι προς το συμφέρον των πολιτών η συνέχιση της συνετής και αποτελεσματικής δημοσιονομικής πολιτικής όπως και της αποφυγής πολιτικών που θέτουν σε κίνδυνο την δημοσιονομική σταθερότητα ως προϋπόθεση για την επίτευξη μακροχρόνιας οικονομικής ανάπτυξης και την άνοδο του βιοτικού επιπέδου των πολιτών.
Αξιοσημείωτη ανάκαμψη του τομέα της μεταποίησης
Το ποσοστό συνεισφοράς της ελληνικής μεταποίησης στο ΑΕΠ της χώρας ανέρχεται το δεύτερο τρίμηνο του 2024 στο 10,4%, σημαντικά υψηλότερο από το αντίστοιχο ποσοστό του 8,6% το δεύτερο τρίμηνο του 2009. Υπογραμμίζεται ότι η παραγωγικότητα της εργασίας στον κλάδο της μεταποίησης έχει επιστρέψει και μάλιστα υπερβεί το επίπεδό της πριν την τριπλή κρίση (οικονομική, χρέους και τραπεζική) που έπληξε τη χώρα μας το 2010. Αυτό οφείλεται σε διάφορες αιτίες και παράγοντες, όπως ο έντονος εξαγωγικός χαρακτήρας του κλάδου, η απορρόφηση σημαντικών επενδύσεων από το ΤΑΑ, οι δαπάνες σε έρευνα και ανάπτυξη σε συνδυασμό με τις λιγότερες ώρες εργασίας. Η περαιτέρω ανάλυση του κλάδου της μεταποίησης, και ιδιαιτέρως του επιτυχημένου παραγωγικού μοντέλου που αναδεικνύει τα οφέλη της καινοτομίας και της εξωστρέφειας, μπορεί να προσφέρει χρήσιμα συμπεράσματα και μαθήματα τόσο για τον πρωτογενή τομέα όσο και αυτόν των υπηρεσιών ώστε η χώρα να ενισχύσει και άλλους τομείς που παράγουν υψηλή προστιθέμενη αξία για το σύνολο της ελληνικής οικονομίας, επισημαίνει το ΓΠΚΒ.
Παράλληλα, λόγω της αυξημένης παραγωγικότητας, ο μέσος μισθός στον τομέα της μεταποίησης υπερβαίνει σημαντικά τον μέσο μισθό για το σύνολο της οικονομίας. Συμπερασματικά, η ενίσχυση του τομέα της μεταποίησης είναι ο ασφαλής δρόμος για να αποκτήσει η ελληνική οικονομία και ένα τρίτο πόλο ανάπτυξης, πέρα από τον τουρισμό και την ναυτιλία. ΄Ετσι, αυξάνεται ο βαθμός διαφοροποίησης των παραγωγικών κλάδων της χώρας (οικονομική διαφοροποίηση), κάτι που είναι συμβατό με μακροχρόνια οικονομική ανάπτυξη και μεγέθυνση.
Οι κίνδυνοι
Ωστόσο, το εξωτερικό περιβάλλον παραμένει ευμετάβλητο, επισημαίνει η έκθεση. Οι εκλογές στις ΗΠΑ και η αναζωπύρωση των γεωπολιτικών εντάσεων αυξάνουν την αβεβαιότητα διεθνώς και επομένως και στην ελληνική οικονομία.
Η ομαλοποίηση της νομισματικής πολιτικής προς την κατεύθυνση χαλάρωσης καθυστερεί σε ορισμένες περιοχές λόγω της αβεβαιότητας ως προς την υποχώρηση του πληθωρισμού, ενώ άρχισε αργότερα από ό,τι αναμενόταν στις Ηνωμένες Πολιτείες με την Ομοσπονδιακή Τράπεζα (US Federal Reserve) να μειώνει το βασικό επιτόκιο αναχρηματοδότησης (Fed funds rate) κατά 50 μ.β. στις 18 Σεπτεμβρίου. Σημειώνεται ότι το βασικό επιτόκιο πολιτικής της ΕΚΤ αυξήθηκε σταδιακά από 0,5% στις 27/7/2022 σε 1,25% στις 14/9/2022 και μέχρι τις 20/9/2023 είχε ανέλθει στο 4,0%. Ωστόσο, με τις αποφάσεις στις δυο τελευταίες συνεδριάσεις του διοικητικού συμβουλίου της EKT (12/6/2024 και 12/9/2024) το επιτόκιο αυτό μειώθηκε διαδοχικά κατά 25 μονάδες βάσης και διαμορφώνεται από την 18/9/2024 στο 3,5%.
O υψηλός πληθωρισμός, ιδιαίτερα στις υπηρεσίες, περιπλέκει τη νομισματική πολιτική, δημιουργώντας αυξημένη αβεβαιότητα σχετικά με τον ρυθμό ομαλοποίησης της νομισματικής πολιτικής μετά από την παρατεταμένη περίοδο νομισματικής σύσφιξης των τελευταίων ετών. Ταυτόχρονα, οι αυξανόμενες γεωπολιτικές και εμπορικές εντάσεις εντείνουν περαιτέρω την αβεβαιότητα για την πορεία του πληθωρισμού. Η εκλογική αναμέτρηση στις Ηνωμένες Πολιτείες προκαλεί αβεβαιότητα σε σχέση με ενδεχόμενες αλλαγές της εμπορικής και βιομηχανικής πολιτικής έναντι των εμπορικών της εταίρων, και ο κλάδος της μεταποίησης χαρακτηρίζεται από αρνητικά σημάδια. Στην ευρωζώνη, παρά τις σε γενικές γραμμές καλές συνθήκες στην αγορά εργασίας, η μεταποίηση ειδικά στη Γερμανία εμφανίζει προβλήματα. Σύμφωνα με το ΓΠΚΒ, η ανάγκη βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας της EE, έναντι των ΗΠΑ και της Κίνας, που αναδεικνύει η πρόσφατη έκθεση Ντράγκι, απαιτεί γρήγορες και καθοριστικές αποφάσεις για ένα ισχυρό πλαίσιο συνεργασίας και επενδύσεων σε καινοτομία, άμυνα και ενεργειακή αυτονομία από τις μεγάλες οικονομίες της ΕΕ.