Ο υπουργός Δικαιοσύνης Σταύρος Κοντονής δεν έλαβε υπόψη του την γνωμοδότηση της Ολομέλειας του Πρωτοδικείου Αθηνών και τις παρατηρήσεις των δικαστικών Ενώσεων ότι δεν μπορούν να ανατεθούν καθήκοντα υποθηκοφύλακα σε Ειρηνοδίκη και προχώρησε στην έκδοση 16 σχετικών Προεδρικών Διαταγμάτων, τα οποία θα κριθούν (το ένα ήδη κρίθηκε) από το Συμβούλιο της Επικρατείας μη νόμιμα, καθώς προσκρούουν στις συνταγματικές επιταγές.
Αντίθετα, καθήκοντα υποθηκοφύλακα μπορούν να ανατεθούν στον προϊστάμενο της γραμματείας του Ειρηνοδικείου και εν ελλείψει αυτού στον προϊστάμενο της γραμματείας του Πρωτοδικείου, ανεξάρτητα από το αν έχει ή όχι πτυχίο Νομικής, ξεκαθαρίζει το Συμβούλιο της Επικρατείας.
Την ίδια στιγμή όμως ο υπουργός Δικαιοσύνης μέσα σε μόλις 15 ημέρες άλλαξε γνώμη για αν τα διατάγματα αυτά προκαλούν επιβάρυνση στον κρατικό προϋπολογισμό ή όχι. Φυσικά κατέληξε, παρά την αντίθετη αρχική του άποψη, ότι προκαλείται δαπάνη.
Ειδικότερα, ο υπουργός Δικαιοσύνης κατάθεσε στο Ε΄ Τμήμα του Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου σχέδια Προεδρικών Διαταγμάτων με τα οποία 16 ειδικά άμισθα υποθηκοφυλακεία μετατρέπονται σε έμμισθα.
Τα υποθηκοφυλακεία αυτά είναι: Παπάγου, Αχαρνών Αττικής, Νέας Ιωνίας, Ηλιούπολης, Κηφισίας, Περιστερίου, Ζωγράφου, Κερατέας, Μεγάρων, Ελευσίνας, Πύργου, Αμαλιάδας, Μυκόνου, Νάξου, Άνδρου και Χαλκίδας-Κύμης-Καμινέων.
Τώρα, το Ε΄ Τμήμα του ΣτΕ με πρόεδρο τον αντιπρόεδρο Αθανάσιο Ράντο και εισηγητή τον σύμβουλο Επικρατείας Δημήτρη Βασιλειάδη, προέβησαν σε νομοπαρασκευαστική επεξεργασία του σχεδίου διατάγματος που αφορούσε το υποθηκοφυλακείο Παπάγου και εξέδωσε την υπ΄ αριθμ. 113/2017 γνωμοδότησή του.
Στην συνέχεια θα ακολουθήσουν άλλες 15 ανάλογες αρνητικές γνωμοδοτήσεις ανάλογου περιεχομένου για τα υπόλοιπα υποθηκοφυλακεία, εκτός και εάν για θέμα γοήτρου και μόνο, το υπουργείο Δικαιοσύνης αποστείλει έγγραφο στο ΣτΕ και ζητεί την απόσυρση των άλλων 15 σχεδίων διαταγμάτων.
Κατ΄ αρχάς επισημαίνουν οι σύμβουλοι Επικρατείας ότι όταν διαβιβάστηκε (16.5.2017) στο ΣτΕ το σχέδιο διατάγματος για επεξεργασία, ανέφερε ότι από την μετατροπή του υποθηκοφυλακείου Παπάγου από άμισθο σε έμμισθο «δεν προκαλείται δαπάνη σε βάρος του κρατικού προϋπολογισμού».
Όμως, μόλις πέρασαν 15 μέρες από τότε που έφθασε το σχέδιο διατάγματος στο ΣτΕ ο κ. Κοντονής έστειλε νέο έγγραφο (31.5.2017), στο οποίο έλεγε ότι «προκαλείται δαπάνη ύψους 98.220 ευρώ, η οποία καλύπτεται από το ύψος των εισπραττομένων δικαιωμάτων».
Στην συνέχεια οι σύμβουλοι Επικρατείας αναφέρονται στην υπ΄ αριθμ. 2/2017 απόφαση της Ολομέλειας του Πρωτοδικείου Αθηνών η οποία γνωμοδότησε αρνητικά για τη μετατροπή του άμισθου υποθηκοφυλακείου σε έμμισθο, με τη σκέψη ότι η διάταξη του άρθρου 4 παρ. 2 του ν.δ. 811/1971 με την οποία «προβλέπεται η ανάθεση σε ειρηνοδίκη της καταχώρισης ορισμένων πράξεων ή αποφάσεων στα βιβλία του μετατρεπόμενου υποθηκοφυλακείου, προσκρούει στο άρθρο 89 του Συντάγματος, όπως ισχύει μετά την αναθεώρηση του 2001, κατά το οποίο απαγορεύεται η ανάθεση διοικητικών καθηκόντων σε δικαστικό λειτουργό».
Στην συνέχεια το Ε΄ Τμήμα του ΣτΕ έκρινε ότι πέντε άρθρα του σχεδίου Προεδρικού Διατάγματος του κ. Κοντονή, και συγκεκριμένα τα άρθρα 2,4,5,6,και 7 πρέπει να «διαγραφούν», καθώς «δεν θεσπίζουν νέους κανόνες δικαίου», αλλά απλά επαναλαμβάνουν σχεδόν αυτούσιες τις διατάξεις του ν.δ. 811/1971. Δηλαδή εξηγούν οι σύμβουλοι Επικρατείας, ότι «από νομοτεχνική άποψη δεν είναι αναγκαία η επανάληψη διατάξεων του τυπικού νόμου στο υπό επεξεργασία σχέδιο διατάγματος».
Ερμηνεύοντας τις επιταγές του άρθρου 89 του Συντάγματος, οι σύμβουλοι Επικρατείας σημειώνουν ότι «δεν επιτρέπεται η ανάθεση σε δικαστικό λειτουργό διοικητικών καθηκόντων μονομελούς οργάνου, ανεξαρτήτως του αν το όργανο αυτό έχει ή όχι πειθαρχικό, ελεγκτικό ή δικαιοδοτικό χαρακτήρα».
Και αυτό συνεχίζουν οι σύμβουλοι Επικρατείας, «διότι στην περίπτωση του μονομελούς οργάνου η ευθύνη προσωποποιείται σε μέγιστο βαθμό, με συνέπεια να υφίσταται κίνδυνος αμφισβήτησης του κύρους του δικαστικού λειτουργού επί προσβολής ενώπιον δικαστηρίου των αποφάσεών του ως ασκούντος καθήκοντα μονομελούς διοικητικού οργάνου». Μάλιστα στο σημείο αυτό αναφέρονται αποφάσεις του ΣτΕ του έτους 2010 που έχουν, αποφανθεί το ίδιο.
Περαιτέρω, υπογραμμίζεται ότι «δεν επιτρέπεται, πολλώ μάλλον, η ανάθεση σε δικαστικούς λειτουργούς διοικητικών καθηκόντων μονομελούς οργάνου, η άσκηση των οποίων έχει ανατεθεί από τον νόμο σε δικαστικό υπάλληλο ή άλλο δημόσιο λειτουργό, εφόσον τα καθήκοντα αυτά δεν συνάπτονται αμέσως με την απονομή της Δικαιοσύνης».
Κατόπιν αυτών, οι σύμβουλοι Επικρατείας υπογραμμίζουν:
«Επομένως, μετά την αναθεώρηση του άρθρου 89 του Συντάγματος, τα καθήκοντα του υποθηκοφύλακα δεν μπορούν να ανατεθούν σε δικαστικό λειτουργό ούτε προσωρινώς, διότι δεν εμπίπτουν σε καμιά από τις εξαιρέσεις των παρ. 2 και 3 του άρθρου 89 του Συντάγματος. Ως εκ τούτου, το τελευταίο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 4 του ν.δ. 811/1971 με το οποίο παρέχεται η δυνατότητα ανάθεσης σε Ειρηνοδίκη καθηκόντων ή «υπηρεσίας» υποθηκοφύλακα έμμισθου υποθηκοφυλακείου δεν μπορεί να εφαρμοσθεί».
Αντίθετα, καταλήγει το ΣτΕ, ότι «σε περίπτωση κατά την οποία δεν μπορεί να εξασφαλισθεί με άλλον τρόπο η καταχώριση πράξεων στα βιβλία του Υποθηκοφυλακείου Παπάγου από δικαστικό υπάλληλο ή συμβολαιογράφο, είτε κατά τις διατάξεις του άρθρου 4 του ν.δ. 811/1971 είτε κατά τις πάγιες διατάξεις περί εμμίσθων υποθηκοφυλακείων, έχει τη δυνατότητα να αναθέσει προσωρινώς, κατά προτεινόμενη τροποποίηση της σχετικής διάταξης του άρθρου 4 παρ. 2 του ν.δ. 811/1971, τα καθήκοντα αυτά στον προϊστάμενο της γραμματείας του οικείου ειρηνοδικείου και εν ελλείψει αυτού στον προϊστάμενο της γραμματείας του οικείου πρωτοδικείου, ανεξάρτητα από το αν έχει ή όχι πτυχίο νομικής».