Του Χρήστου Υφαντή
Για του λόγου το αληθές το βασικό συμπέρασμα της δημοσκόπησης (μιας εταιρείας που λατρεύει να πιέζει τον Κυριάκο με τα νούμερα που βγάζει) είναι πως απέναντι σε μια κυβέρνηση που πιέζεται σκληρά από τα κυρίαρχα προβλήματα ( ακρίβεια, στέγη, αγρότες κ.λ.π.), που «πληρώνει» βασικές θεσμικές επιλογές της στο πεδίο των δικαιωμάτων ( ισότητα στον πολιτικό γάμο, μη κρατικά πανεπιστήμια) κι έχει απλώσει τραχανά θεσμικών αλλαγών σε κορυφαίους τομείς της κοινωνικής ζωής ( δικαιοσύνη κ.λ.π.) δεν υπάρχει τίποτε, βασιλεύει ο κανένας.
Σημειώνει η εταιρεία πως με τη Νέα Δημοκρατία να χάνει δυο μονάδες από την προηγούμενη μέτρηση τα κέρδη της κεντροαριστερής αντιπολίτευσης είναι μηδενικά, βασικά της κομματικά μεγέθη υποχωρούν στην ουσία (ΠΑΣΟΚ, ΣΥΡΙΖΑ) και εμφανίζονται κερδισμένοι οι ακραιφνείς λαϊκιστές της δεξιάς πολυκατοικίας (με Βελόπουλο αρχηγό) και με το ΚΚΕ να ακολουθεί.
Στις ειδικότερες μετρήσεις που αφορούν στην πρωθυπουργική καταλληλότητα κ.λ.π. το χάος διευρύνεται σε υπέρτατο βαθμό, ερμηνεύοντας ως ένα βαθμό την εικόνα των κομματικών ποσοστών και επιβεβαιώνοντας την άποψη πως « δεν μπορούν τα παλληκάρια» για τον Νίκο Ανδρουλάκη και τον Στέφανο Κασσελάκη.
Ηθικόν δίδαγμα: η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη μακροημερεύει (και θα συνεχίσει μετά το 2027) τόσο εξαιτίας των δικών της ( δηλαδή του πρωθυπουργού και μερικών εκ των υπουργών του) ικανοτήτων και πολιτικών όσο κι επειδή απέναντι της έχει μερικούς αποδέλοιπους, μικρούς κι αδύναμους, στην πράξη απολύτως αναλώσιμους και σε κάθε περίπτωση πολιτικά γραφικούς.
Για την ελληνική κεντροαριστερά υπάρχει πρόβλημα και είναι σαφές πως αυτό δεν αφορά στα πρόσωπα, είναι προϊόν των πολιτικών της αναζητήσεων και κυρίως της έμφυτης ανικανότητας της να αναγνώσει στοιχειωδώς την πραγματικότητα της χώρας μετά το καλοκαίρι του 2019, ώστε να είναι κάποια στιγμή σε θέση να την κατανοήσει και να την ανατρέψει (αν μπορεί).
Αντιπολίτευση με αριστεροθολούρες και αναμασήματα των ιδεοληψιών της δεκαετίας του ογδόντα υπό την ιδεολογική πίεση της δήθεν αριστερής αυθεντίας και τον σοβιετικό προσανατολισμό της κοινωνίας δεν ανθούν πλέον και καθημερινά συγκινούν ολοένα και λιγότερες δυνάμεις της κοινωνίας των πολιτών.
Την μυθολογία του ανδρεοπαπανδρεϊσμού και την δικαιωματική, εκ του περιβόητου ηθικού πλεονεκτήματος, παρεμβατικότητα μιας σταλινικής αριστεράς οι πολίτες τις έχουν απορρίψει «μετά πολλών επαίνων». Τα συνθήματα «για το δίκιο του εργάτη», τα προνόμια των κομματόσκυλων του κρατικού συνδικαλισμού, τα σύμβολα άλλων αιώνων και τις δήθεν ταξικές προσεγγίσεις της μαρξίζουσας παπαρολογίας ούτε τα βλέπουν μπροστά τους.
Οι περισπούδαστες αναλύσεις για τα «δικαιώματα του λαού» (δηλαδή του κόμματος, δηλαδή της Κεντρικής Επιτροπής, δηλαδή του Γραμματέα) και την «σκληρή αστική τάξη» έχουν περιπέσει σε συνολική απαξία. Οι παραμυθίες διάφορων αντιστασιακών (κανονικών ή του κώλου) για τον σοσιαλισμό και την δικτατορία του προλεταριάτου αντηχούν, όπως ακριβώς πρέπει, ως φασιστικές και απάνθρωπες.
Τα διακυβεύματα είναι νέα και άλλα από αυτά με τα οποία πορεύτηκε ο αριστερός σοσιαλφασισμός σε όλη την μεταπολιτευτική περίοδο. Τα ΚΝΑΤ με τα σμιλεμένα στο εργοστάσιο ματσούκια και τα στριγκάκια δεμένα στην άκρη που πλακώνονται με τα ΑνταρσυαΝΑΤ για το ποιος θα είναι στην κορυφή της πορείας « για την τριτοβαθμια εκπαίδευση»(!!!) προκαλούν αισθήματα αηδίας και φρίκης.
Οι πολίτες είναι αλλού και μαζί τους έχει εγκαταλείψει την μεταπολιτευτική ασφάλεια της αριστερής γωνίτσας και η κοινωνία.
«Έντρομη» η χειμαζόμενη χώρα ανακαλύπτει καθημερινά πως οι μύθοι με τους οποίους πορεύτηκε είναι, πλέον, μακρινό παρελθόν, μια κακιά ανάμνηση μιας εποχής που απείλησε να ανατινάξει τη χώρα για να περάσουν καλά (και να κονομήσουν) σοσιαλιστικά κομματόσκυλα και κομμουνιστικές παραφυάδες.
Η εποχή υπακούει στην τεχνητή νοημοσύνη, αντιδρά θετικά στην οικονομική ανάπτυξη, επιμένει στον πραγματικό σχεδιασμό, υιοθετεί τη δύσκολη οδό προς την κοινωνική συνεννόηση, αποθεώνει την ατομική ικανότητα και επιζητεί την συλλογική της έκφραση, υπερασπίζεται το περιβάλλον και την πράσινη ανάπτυξη, δεν θέλει να τσαλαβουτάει άλλο στην λάσπη των δήθεν ταξικών διακρίσεων, απαιτεί την κανονικότητα που δεν έζησε και στοιχίζεται υπέρ των μεταρρυθμίσεων σε πιο σκληρό τόνο και από την ίδια την Κυβέρνηση.
Οι διαχωρισμοί μεταξύ «της καλής αριστεράς και της κακιάς δεξιάς» δεν τους λένε τίποτε απολύτως, θέλουν πλάνο a και b, επαφές με το λαπτοπ ανοιχτό, να τους εκπροσωπούν ειδικοί που δεν αναρωτιούνται μπροστά στη Μέρκελ «που είναι αυτός ο γαμη….νος ο φάκελος», πολιτικούς που να μην γελάει και το παρδαλό κατσίκι όταν ξεκινούν να μιλήσουν, πολιτικά στελέχη που να υπολογίζονται εκτός συνόρων, ζητούν να εκπροσωπούνται από ανθρώπους που πατάνε στο χώμα και όχι από επαγγελματίες χαβαλέδες με τη φραπεδιά και τις φουσκάλες με το καλαμάκι.
Δεν είναι καθόλου βέβαιο πως οι σημερινοί κομματικοί σχηματισμοί στην κεντροαριστερά είναι ικανοί να διαβάσουν τα σημάδια και να ξεκινήσουν την αναζήτηση μιας νέας πολιτικής φόρμας. Ερευνάται και αν είναι σε θέση να αντιδράσουν αποφασιστικά όταν κατανοήσουν την αδυναμία τους. Η δύναμη της αδράνειας που τους συντηρεί είναι, προς το παρόν, ανίκητη.