Συνολικά, στο Ταμείο της χώρας έχουν προστεθεί κατά τη διάρκεια της πανδημίας 33,6 δισ. ευρώ, ή και 40,7 δισ. ευρώ από τον Ιούλιο του 2019. Σήμερα τα ταμειακά διαθέσιμα της χώρας είναι 36,1 δισ. ενώ τον Μάρτιο 2020 -όταν ξεσπούσε η κρίση- ήταν 36,6 δισ. ευρώ.
Τα ταμειακά διαθέσιμα μένουν έτσι «άθικτα» στο ύψος τους, παρά το γεγονός ότι η κυβέρνηση, επί 15 μήνες, έχει μειωμένα έσοδα αλλά αυξημένες δαπάνες και μέτρα στήριξης, που ανέρχονται στα 40,7 δισ. ευρώ για τα έτη 2020-2021.
Είναι προφανές έτσι ότι όχι μόνο δεν «φαγώθηκαν» τα λεφτά από το «μαξιλάρι» του δανείου του ESM από το 3ο Μνημόνιο, αλλά το αποθεματικό του κράτους βρίσκεται εκεί που βρισκόταν πριν ξεσπάσει η πανδημία. Αλλά έχει αλλάξει η σύνθεσή του. Νέα δάνεια με το χαμηλότερο επιτόκιο στη ιστορία του ελληνικού κράτους (έως και μόλις 0,2% για 5-ετές ομόλογα) και χωρίς επενδυτική βαθμίδα, για μια χώρα που «κούρεψε» τους πιστωτές της πριν 9 χρόνια.
Εκτός από την ανάγκη να έχει χρήματα λόγω κρίσης το κράτος, υπάρχει και η ανησυχία για το μέλλον του ελληνικού χρέους. Μια κρίση δανεισμού άλλωστε είχε οδηγήσει τη χώρα στα Μνημόνια.
Αντίθετα όμως με το 2010 και το 2015, η αύξηση του δανεισμού έχει άλλα χαρακτηριστικά. Η Ελλάδα όμως όχι μόνον δεν είναι μόνη πια σε αυτή τη φάση υπερδανεισμού και ελλειμμάτων, αλλά καταφέρνει να είναι και σε πλεονεκτικότερη θέση έναντι πολλών άλλων ισχυρών κρατών, εν πολλοίς διότι η χώρα έχει βιώσει μνημόνια και έχει εφαρμόσει μεταρρυθμίσεις που την έχουν βάλει ξανά στον «χάρτη» των διεθνών χρηματαγορών.
Και το Ελληνικό Δημοσιονομικό Συμβούλιο, στην τελευταία του έκθεση, εξηγεί γιατί παρά τη μεγάλη αύξηση του λόγου δημόσιου χρέους/ΑΕΠ, υπάρχουν σημαντικοί παράγοντες που καθιστούν το ελληνικό δημόσιο χρέος διαχειρίσιμο σε μεσο-μακροπρόθεσμο ορίζοντα.
Όπως υποστηρίζει:
· η υφιστάμενη σύνθεση του ελληνικού χρέους,
· το ύψος των Ακαθάριστων Χρηματοδοτικών Αναγκών (GFN) σε όρους ΑΕΠ και
· η διατήρηση χαλαρής νομισματικής πολιτικής εκ μέρους της ΕΚΤ
Και συγκεκριμένα, αναλύει αυτά τα τρία ιδιαίτερα χαρακτηριστικά/πλεονεκτήματα, ως εξής:
1. Η σύνθεση του ελληνικού χρέους
Η σύνθεση του ελληνικού δημόσιου χρέους μετά την αναδιάρθρωσή του περιλαμβάνει χαμηλότοκα δάνεια πολύ μακράς διάρκειας που έχουν χορηγηθεί μέσω του GLF, EFSF και του ESM, τα οποία αντιστοιχούν στο 72% του συνολικού δημόσιου χρέους. Αν προστεθούν σε αυτό τα δάνεια του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (2%), τα ποσά των ANFAs και SMP (2%), καθώς και αυτά που έχουν ληφθεί από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων και μέσω του προγράμματος SURE για την αντιμετώπιση της πανδημικής κρίσης (3%), τότε το συνολικό ποσοστό του ελληνικού δημόσιου χρέους που κατέχει ο επίσημος (official) τομέας ανέρχεται στο 79% του συνόλου.
Συνεπώς, το ποσοστό των τίτλων του ελληνικού Δημοσίου που κατέχει ο ιδιωτικός τομέας δεν ξεπερνά το 21% (ομόλογα 18% και έντοκα γραμμάτια 3%) επί του συνολικού δημόσιου χρέους. Το γεγονός αυτό μεταφράζεται σε πολύ χαμηλό κόστος εξυπηρέτησής του. Ο συνδυασμός χαμηλών επιτοκίων που επικρατούν στην ευρωπαϊκή οικονομία και του σχετικά μικρού όγκου των διαπραγματεύσιμων τίτλων ελληνικού χρέους στις κεφαλαιαγορές (δεν ξεπερνά τα 65 δισ. ευρώ) έχει ως αποτέλεσμα τα περιθώρια αύξησης του κόστους εξυπηρέτησης του υφιστάμενου δανεισμού να περιορίζονται σημαντικά (το 97% του χρέους είναι με σταθερό επιτόκιο).
2. Οι Ακαθάριστες Χρηματοδοτικές Ανάγκες (GFN)
Η εφαρμογή των βραχυπρόθεσμων και μεσοπρόθεσμων μέτρων ελάφρυνσης του δημόσιου χρέους αλλά και η συνεχής εκδοτική παρουσία του ελληνικού Δημοσίου στις διεθνείς αγορές κεφαλαίων ομαλοποίησαν το προφίλ λήξεως του δημόσιου χρέους. Πλέον, το χρονοδιάγραμμα λήξεως του χρέους της κεντρικής διοίκησης εκτείνεται έως το 2070 και η μέση υπολειπόμενη διάρκεια του χρέους διαμορφώνεται στα 20 περίπου έτη.
Συνέπεια αυτού είναι οι ανάγκες εξυπηρέτησης του υφιστάμενου δημόσιου χρέους σε όρους χρεολυσίων να έχουν μειωθεί σημαντικά και να μην ξεπερνούν τα 11,5 δισ. ευρώ ετησίως, έως το 2070. Αν σε αυτό συνυπολογισθεί το ευνοϊκό επιτοκιακό περιβάλλον, οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες (GFN) για την επόμενη δεκαετία προβλέπεται να παραμένουν κάτω από το 15% του ΑΕΠ.
Εξαίρεση αποτελεί το τρέχον έτος, όπου οι ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες θα υπερβούν προσωρινά το 15% του ΑΕΠ, δεδομένου των προβλέψεων για πρωτογενές έλλειμμα της τάξης του 7,2% του ΑΕΠ. Το χαμηλό ποσοστό ακαθάριστων χρηματοδοτικών αναγκών ως προς το ΑΕΠ είναι ένας επιπλέον παράγοντας που θα συμβάλει σημαντικά στην ομαλή διαχείριση του ελληνικού δημόσιου χρέους τα επόμενα χρόνια.
3. Η Νομισματική Πολιτική της ΕΚΤ
Τα έκτακτα μέτρα που εφάρμοσε η ΕΚΤ στην περίοδο της κρίσης συγκράτησαν τα επιτόκια των ομολόγων του ελληνικού Δημοσίου χαμηλά και μείωσαν σημαντικά τη μεταβλητότητά τους. Οι παρεμβάσεις της ΕΚΤ εν μέσω της πανδημικής κρίσης, κυρίως μέσω του Pandemic Emergency Purchase Programme (PEPP), και η αποδοχή των ομολόγων του ελληνικού Δημοσίου στο πρόγραμμα αυτό, διαμόρφωσε εκ νέου ευνοϊκές χρηματοδοτικές συνθήκες. Τα περιθώρια των επιτοκίων μειώθηκαν σημαντικά, με θετικό αντίκτυπο στην ελληνική χρηματοπιστωτική αγορά και στο τραπεζικό σύστημα. Τον Δεκέμβριο του 2020, το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων κατά της πανδημίας της ΕΚΤ επεκτάθηκε στο 1,85 τρισ. ευρώ και η αξία των ελληνικών τίτλων που συμμετείχαν στο πρόγραμμα αντιστοιχούσε σε 20 δισ. ευρώ, διευκολύνοντας, μέσω της αποκλιμάκωσης των επιτοκίων δανεισμού που προκλήθηκε, την πρόσβαση της χώρας στις αγορές.
Παράλληλα η ΕΚΤ, έκανε κατ’ εξαίρεση δεκτά τα ελληνικά ομόλογα στις πράξεις νομισματικής πολιτικής, γεγονός που επέτρεψε την αποδοχή τους ως ενέχυρο για τη χορήγηση δανείων στις εμπορικές τράπεζες και επομένως, την παροχή ρευστότητας στην ελληνική οικονομία.
Τέλος, αξίζει να σημειωθεί ότι η ισχύς του PEPP θα διαρκέσει τουλάχιστον έως το τέλος του 1ου τριμήνου του 2022, εφόσον εξομαλυνθούν οι συνθήκες στην οικονομία της Ευρωζώνης και ξεπεραστεί η πανδημική κρίση. Έως τότε, θεωρείται εφικτή η κατάταξη των ελληνικών τίτλων σε επενδυτική βαθμίδα από τους οίκους πιστοληπτικής αξιολόγησης, γεγονός που θα επιτρέψει την ελληνική συμμετοχή στο τακτικό πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ (APP).