Πριν από μερικές εβδομάδες ο οίκος S&P αναβάθμισε το αξιόχρεο της Ελλάδας, με τη χώρα να επιστρέφει στην επενδυτική βαθμίδα. Η εξέλιξη αυτή είναι «ένα πολύ σημαντικό βήμα», ωστόσο «δεν σηματοδοτεί ούτε το τέλος των προκλήσεων, αλλά ούτε και την πλήρη επιστροφή στην κανονικότητα», γράφει ο ανταποκριτής της οικονομικής επιθεώρησης Handelsblatt στην Αθήνα, Γκερντ Χέλερ.
«Το μεγαλύτερο πρόβλημα παραμένει το υπέρογκο χρέος. Η Ελλάδα, με ποσοστό χρέους 161% επί της οικονομικής απόδοσης, έχει το υψηλότερο επίπεδο χρέους απ’ όλα τα κράτη-μέλη της Ε.Ε. Πάντως, το δημόσιο χρέος θεωρείται βιώσιμο, καθώς το 71% των υποχρεώσεων της χώρας αποτελείται από δάνεια από δημόσιους πιστωτές».
Όπως εξηγεί ο Χέλερ, «μέχρι στιγμής η Ελλάδα δεν πληρώνει τόκους για τα δάνεια που έχει λάβει από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας από το 2013. […] Λόγω αυτού η Αθήνα έχει εξοικονομήσει έως τώρα κόστος αναχρηματοδότησης ύψους περίπου 15 δισεκατομμυρίων ευρώ. Ωστόσο, τα πράγματα αλλάζουν από το 2032. Από εκείνη τη χρονιά οι τόκοι που τελούν σε αναβολή θα συνυπολογιστούν στο χρέος. Και μέχρι τότε θα μπορούσαν να ανέλθουν μέχρι και στα 25 δισεκατομμύρια ευρώ. Έτσι, το 2032 απειλείται μία απότομη αύξηση του δείκτη χρέους, όπως και του κόστους αναχρηματοδότησης. Εάν επιπλέον οι συνθήκες στην αγορά είναι αντίξοες, η χώρα θα μπορούσε να διολισθήσει και πάλι στην κρίση».
Για τον λόγο αυτό «το ελληνικό Υπουργείο Οικονομικών σχεδιάζει την ταχύτερη δυνατή μείωση του χρέους κατά τα επόμενα οκτώ χρόνια. Ανεπισήμως καθίσταται ως στόχος η μείωση του δείκτη χρέους στο 100% ή και χαμηλότερα μέχρι το 2032. Στα πλαίσια αυτής της στρατηγικής το έτος 2024 είναι κομβικό. Για πρώτη φορά μετά το κούρεμα του χρέους το 2012 η Ελλάδα δεν αποσκοπεί απλώς στη μείωση του δείκτη χρέους, αλλά και στη μείωση του χρέους σε απόλυτους αριθμούς, δηλαδή από τα 357 στα 355 δισεκατομμύρια ευρώ. Ένα σημαντικό όχημα σε αυτήν την προσπάθεια είναι οι πρόωρες αποπληρωμές. Στα μέσα Δεκεμβρίου ο υπουργός Οικονομικών Χατζηδάκης κατέβαλε στους εταίρους του ευρώ 5,7 δισεκατομμύρια ευρώ – η αποπληρωμή προβλεπόταν για το 2024».
Απαραίτητες οι περαιτέρω μεταρρυθμίσεις
«Στην Αθήνα υποθέτουν ορισμένοι πως οι δανειστές θα μπορούσαν να δώσουν νέα αναβολή. Κάτι τέτοιο θα μπορούσε πράγματι να συμβεί. Ωστόσο δεν θα έπρεπε κανείς να βασιστεί σε αυτό, διότι κανείς δεν γνωρίζει ποια θα είναι η δυναμική στο Συμβούλιο των υπουργών Οικονομικών των κρατών του ευρώ σε οκτώ χρόνια από τώρα».
Όπως επισημαίνει η Handelsblatt, «προϋπόθεση για την ταχεία μείωση του χρέους είναι μία συνετή δημοσιονομική πολιτική, η οποία θα επιτρέπει δημοσιονομικά πλεονάσματα, αλλά και επενδύσεις που θα προωθήσουν μία βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη».
Απ’ όταν ανέλαβε την πρωθυπουργία ο Κυριάκος Μητσοτάκης «οι ιδιωτικές επενδύσεις αυξήθηκαν κατά 44%. Μάλιστα, οι άμεσες επενδύσεις από το εξωτερικό σημείωσαν άνοδο κατά 57% μόνο κατά το περασμένο έτος. Ωστόσο, υπάρχουν ακόμη περιθώρια βελτίωσης.
Στην Ε.Ε. οι επενδύσεις αντιστοιχούν κατά μέσο όρο στο 23% του Α.Ε.Π. – στην Ελλάδα το αντίστοιχο ποσοστό βρίσκεται μόλις στο 14%. Για να κλείσει αυτή τη διαφορά η κυβέρνηση της Αθήνας θα πρέπει να εφαρμόσει κι άλλες μεταρρυθμίσεις, πρωτίστως στους τομείς της εκπαίδευσης, της δημόσιας διοίκησης και της δικαιοσύνης. Οι επενδυτές χρειάζονται καταρτισμένους εργαζόμενους, διαδικασίες αδειοδότησης χωρίς μεγάλη γραφειοκρατία, αλλά και ασφάλεια δικαίου».
«Υπάρχουν καλές πιθανότητες να σημειωθεί πρόοδος. Ο Μητσοτάκης αναγνωρίζει τα προβλήματα και υπόσχεται ένα “επιθετικό πρόγραμμα μεταρρυθμίσεων”», καταλήγει η οικονομική επιθεώρηση.
Πηγη: DW