Αναταράξεις στις αγορές ομολόγων προβλέπει η οικονομική επιθεώρηση Handelsblatt, καθώς οι κεντρικές τράπεζες δρομολογούν αυξήσεις επιτοκίων και «οι διεθνείς επενδυτές αρχίζουν και πάλι να εξετάζουν πιο προσεκτικά τα ποσοστά του χρέους». Μεταξύ άλλων διαβάζουμε: «Στη Γερμανία η απόδοση του πενταετούς και του δεκαετούς ομολόγου δεν έχει πλέον αρνητικό πρόσημο. Με ποσοστό 0,2% το δεκαετές ομόλογο φτάνει στα υψηλότερα επίπεδα από τον Μάιο του 2019, το πενταετές αποδίδει θετικό επιτόκιο για πρώτη φορά μετά από σχεδόν τρία χρόνια. Στις ΗΠΑ η απόδοση των δεκαετών κρατικών ομολόγων πλησιάζει το όριο του 2%. Εδώ και χρόνια οι αγορές ομολόγων δεν έχουν επιδείξει τόσο μεγάλη κινητικότητα σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα. Απρόσμενα υψηλή η δυναμική του πληθωρισμού, ενώ επίκειται στροφή στην πολιτική (χαμηλών) επιτοκίων σε ΗΠΑ και Ευρώπη. Όλα δείχνουν ότι επανέρχεται η κανονικότητα, καθώς έχει περάσει πάνω από μία δεκαετία αρνητικών επιτοκίων. Αυτή η ριζική αλλαγή ενέχει κινδύνους, ιδιαίτερα για τις χώρες της νότιας Ευρώπης, όπου γρήγορα το άγος του χρέους μπορεί να γίνει δυσβάσταχτο με μία σημαντική αύξηση επιτοκίων.
Διότι οι αποδόσεις σε χώρες όπως η Ιταλία, η Ελλάδα και η Ισπανία αυξάνονται με πολύ πιο γρήγορο ρυθμό από τις αντίστοιχες για ασφαλείς οφειλέτες, όπως η Γερμανία».
Η Handelsblatt κάνει λόγο για επικείμενο «ντόμινο» στις αγορές, με την αμερικανική κεντρική τράπεζα (FED) να ρίχνει την πρώτη πέτρα και τους επενδυτές να στοιχηματίζουν για το ύψος των αυξήσεων στα επιτόκια. Σύμφωνα με την γερμανική εφημερίδα «είναι ακόμη νωπές οι μνήμες της κρίσης χρέους στην ευρωζώνη, πριν δέκα χρόνια. Μετά από την στάση πληρωμών στην Ελλάδα οι επενδυτές απαιτούσαν τόσο υψηλές αποδόσεις για τα ομόλογα των Νοτιοευρωπαίων, που εκείνα σχεδόν κατέρρευσαν. Οι αγορές ηρέμησαν μόνο με την ομιλία του τότε επικεφαλής της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι, με την εξαγγελία του πως θα κάνει «ό,τι χρειάζεται για να σώσει το ευρώ» και με τις επακόλουθες πρώτες αγορές ομολόγων από την ΕΚΤ. Έκτοτε η ΕΚΤ έχει γίνει ο μεγαλύτερος αγοραστής ομολόγων στην ευρωζώνη. Το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων για τη διάσωση του ευρώ ακολούθησε ένα έκτακτο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης (PEPP), προκειμένου να αντισταθμιστούν οι επιβλαβείς οικονομικές συνέπειες της πανδημίας».
Η γερμανική οικονομική επιθεώρηση σημειώνει ότι οι αποδόσεις των ομολόγων αυξάνονται, «ιδιαίτερα στην Ελλάδα, για μία ακόμη φορά, καθώς και στην Ιταλία, τη χώρα με το υψηλότερο δημόσιο χρέος στην ευρωζώνη. Η απόδοση του δεκαετούς ελληνικού ομολόγου φτάνει το 2,4%, του δεκαετούς ιταλικού το 1,8%. Ο Κλέμενς Φυστ, επικεφαλής του Οικονομικού Ινστιτούτου IfO στο Μόναχο, έχει την εξής ερμηνεία: ‘Η άνοδος των σπρεντ τις τελευταίες ημέρες δείχνει ότι οι επενδυτές δεν είναι διατεθειμένοι να κρατήσουν ομόλογα από τις χώρες της ευρωζώνης με υψηλό χρέος, παρά μόνον αν η ΕΚΤ προσφέρει ένα είδος εγγύησης ότι θα στηρίξει'».
Ένα γεράκι με …φιλικές διαθέσεις
Πάντως ο αρθρογράφος υποστηρίζει ότι ο Κρίστιαν Λίντνερ τελικά θα απορρίψει τόσο τα αιτήματα εντός Γερμανίας για περισσότερους κρατικούς πόρους, όσο και την κοινοτικοποίηση της δημοσιονομικής πολιτικής στην Ευρώπη. «Οι άνθρωποί του ήδη προετοιμάζουν την αιτιολόγηση για μία προσεκτική αλλαγή πολιτικής, που θα στηρίζεται στην οικονομική θεωρία», επισημαίνει ο αρθρογράφος. «Σύμφωνα με αυτή την αντίληψη ‘το μακροοικονομικό περιβάλλον' έχει αλλάξει. Μέχρι σήμερα το κράτος μπορούσε να χρεώνεται χωρίς αντίτιμο, καθώς η οικονομική ανάπτυξη ήταν τόσο ασθενής και τα επιτόκια τόσο χαμηλά. Τώρα η οικονομία αναπτύσσεται και πάλι, τα επιτόκια ανεβαίνουν. Ο δανεισμός γίνεται πιο ακριβός. ‘Τζάμπα χρέος δεν υπάρχει', όπως το διατυπώνει ο Κρίστιαν Λίντνερ, για να προσθέσει ότι η πολιτική θα πρέπει ‘να θέσει προτεραιότητες' και να ‘απορροφήσει τους κραδασμούς'. Τι σημαίνει αυτό με λεπτομέρειες, θέλει να μας εξηγήσει σύντομα ο ίδιος ο Λίντνερ».