Η HSBC αυξάνει τις τιμές στόχους των ελληνικών τραπεζών σε ιδιαίτερα υψηλά επίπεδα και προφανώς θεωρεί ευκαιρία την πτώση που έχει συντελεστεί από την εισβολή στην Ουκρανία και το sell-off του 30% από τα τέλη Φεβρουαρίου.
Ο αναλυτής της HSBC Cihan Saraoglu όχι μόνο επαναλαμβάνει τη σύσταση αγοράς και για όλες τις συστημικές ελληνικές τράπεζες αλλά αυξάνει και τις τιμές στόχου έως και 25% στην περίπτωση της Εθνικής Τράπεζας και στα πέριξ του 10% για τις υπόλοιπες τρεις συστημικές.
Για τη μετοχή της Alpha Bank προτείνει σύσταση αγοράς με τιμή στόχο στα 1,60 ευρώ από 1,40 ευρώ προγενέστερα και με περιθώριο ανόδου 64% από τα τρέχοντα επίπεδα. Για τη μετοχή της Eurobank τιμή στόχος στα 1,45 ευρώ από 1,30 ευρώ πριν και περιθώριο ανόδου 84%. Για την Εθνική Τράπεζα, η οποία διαθέτει το χαμηλότερο περιθώριο ανόδου παρά τη γενναία αύξηση της τιμής στόχου, στα 3,90 ευρώ από 3,55 ευρώ πριν και περιθώριο ανόδου 47%. Τέλος, για την Τράπεζα Πειραιώς αυξάνει την τιμή στόχο στα 2,10 ευρώ από 1,95 ευρώ προγενέστερα και το περιθώριο ανόδου ανέρχεται στο 78%.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της HSBC, οι δείκτες αποτίμησης σε όρους κερδών για τις τέσσερεις τράπεζες είναι της τάξεως των 5,4 φορών έως 9,8 φορών για το 2022 και οι δείκτες τιμής προς ενσώματης λογιστικής αξίας σε 0,29 φορές έως 0,49 φορές. Η Τράπεζα Πειραιώς σημειώνει τον υψηλότερο δείκτη σε όρους Ρ/Ε και το χαμηλότερο σε όρους Ρ/TΒV. Για το 2023, οι δείκτες αποτίμησης είναι ιδιαίτερα χαμηλοί από 4,1 φορές έως 5,8 φορές και οι δείκτες P/TBV από 0,27 φορές έως 0,46 φορές.
Η κερδοφορία του 2021 και των επόμενων ετών
Αναφορικά με τα αποτελέσματα των τραπεζών του τέταρτου τριμήνου αλλά και του 2021, η HSBC εκτιμά ότι η Eurobank θα ανακοινώσει 97 εκατ. ευρώ και 403 εκατ. ευρώ για το 2021 (σ.σ. ανακοινώνει σήμερα μετά το κλείσιμο της αγοράς). Για την Alpha Bank η HSBC εκτιμά ότι θα ανακοινώσει 15 εκατ. ευρώ και 466 εκατ. ευρώ για το 2021. Για την Εθνική Τράπεζα, η HSBC εκτιμά ότι θα ανακοινώσει 66 εκατ. ευρώ και 448 εκατ. ευρώ για το 2021 και τέλος για την Τράπεζα Πειραιώς, η HSBC εκτιμά ότι θα ανακοινώσει 44 εκατ. ευρώ και 357 εκατ. ευρώ για το 2021.
Η HSBC προσαρμόζει τις εκτιμήσεις της για τα κέρδη των ελληνικών τραπεζών για το 2022 - 2023 ώστε να αντικατοπτρίζουν τις πιθανές αυξήσεις στα επιτόκια από την EKT κατά 50 μονάδες βάσης μέχρι το Μάρτιο του 2023. Έτσι, οι ελληνικές τράπεζες φαίνονται σε καλή θέση για να επωφεληθούν από τα υψηλότερα επιτόκια για τους ακόλουθους λόγους:
1. Το 90% - 95% των δανείων των ελληνικών τραπεζών είναι κυμαινόμενου επιτοκίου και θα ανατιμηθούν ανοδικά μέσα σε ένα τρίμηνο.
2. Κατά μέσο όρο, το 60% των περιουσιακών στοιχείων που λαμβάνουν τόκους χρηματοδοτούνται με βασικές καταθέσεις που είναι σχεδόν άνευ κόστους και απαιτούν πολύ περιορισμένη μετακύλιση στις αυξήσεις των επιτοκίων.
3. Η πλεονάζουσα ρευστότητα στους ισολογισμούς των τραπεζών (73% LDR - δείκτης δανείων προς καταθέσεις, το τρίτο τρίμηνο) συνεπάγεται ότι η μετακύλιση των αυξήσεων των επιτοκίων στις προθεσμιακές καταθέσεις δεν χρειάζεται να είναι πλήρης.
4. Τα ομόλογα που ταξινομούνται ως διαθέσιμα προς πώληση καλύπτονται με συμβάσεις ανταλλαγής επιτοκίων ελαχιστοποιώντας τον αντίκτυπο των αυξανόμενων επιτοκίων στα κεφάλαια.
Οι εκτιμήσεις ανά τράπεζα
Για τη Eurobank « αυξάνουμε τα επαναλαμβανόμενα κέρδη μας για το 2021 κατά 6% λόγω των χαμηλότερων εξόδων προβλέψεων και μειώνουμε τα κέρδη το 22/23 κατά 12/4% λόγω υψηλότερων λειτουργικών κερδών και χαμηλότερων παραδοχών για τα λοιπά έσοδα. Αυξάνουμε την τιμή στόχο στα 1,45 ευρώ από 1,30 ευρώ, με βάση την καλύτερη από την αναμενόμενη εξέλιξη του δείκτη CET-1 στο 9μηνο21 και την αναπροσαρμογή του μοντέλου μας για το 2022 και επαναλαμβάνουμε την αξιολόγησή μας ως buy. Η Eurobank διαπραγματεύεται στο 0,49x 22e P/TBV που δεν αντικατοπτρίζει το εύρωστο 9,0% ROTE του 2022 και τη δυνατότητα έναρξης διανομής μερίσματος στο 2023», εξηγεί η HSBC.
Για την Alpha Βανκ: «Αυξάνουμε τα επαναλαμβανόμενα κέρδη μας για το 2021 κατά 37% για να αντικατοπτρίσουμε τα υψηλότερα έσοδα από εμπορικές συναλλαγές και το χαμηλότερο CoR. Από την άλλη πλευρά, μειώνουμε τα κέρδη 2022/23 κατά 6/3% λόγω χαμηλότερων εσόδων από εμπορικές συναλλαγές και τις πιο αργές παραδοχές ομαλοποίησης του CoR, δεδομένων των σχετικά χαμηλότερων δεικτών κάλυψης της τράπεζας που θα έχει μετά την εξυγίανση των NPEs. Ο θετικός αντίκτυπος των υψηλότερων παραδοχών για τα επιτόκια στα καθαρά κέρδη γίνεται ορατή μετά το 2023 και αυξάνουμε τη μακροπρόθεσμη βιώσιμη πρόβλεψή μας για το ROTE κατά 10 μονάδες βάσης. Αυξάνουμε την τιμή στόχος σε 1,60 ευρώ από 1,40 ευρώ με βάση τις υψηλότερες μακροπρόθεσμες παραδοχές για το δείκτη ROTE και τη μετακύλιση του μοντέλου στο 2022. Επαναλαμβάνουμε την αξιολόγηση Buy για λόγους αποτίμησης. Η μετοχή διαπραγματεύεται στο 0,41x 22e P/TBV, το οποίο φαίνεται χαμηλό για την απόδοση του δείκτη ROTE 8,0%», επισημαίνει η HSBC.
Για την ΕΤΕ: «Αυξάνουμε τα επαναλαμβανόμενα κέρδη μας για το 2021 κατά 29% χάρη στα υψηλότερα έσοδα από εμπορικές συναλλαγές και το χαμηλότερο CoR. Αυξάνουμε τα κέρδη του 2022 κατά 4% και τα κέρδη 2023 αυξάνονται κατά 1%. Αυξάνουμε την τιμή στόχο στα 3,90 ευρώ από 3,55 ευρώ με βάση τις υψηλότερες μακροπρόθεσμες παραδοχές για τα κέρδη και τη μετακύλιση στο μοντέλο 2022. Επαναλαμβάνουμε την αξιολόγησή buy, δεδομένης της ισχυρής κερδοφορίας της τράπεζας, του ισχυρού ισολογισμού και την ελκυστική αποτίμηση 0,43x 22e P/TBV.
Τέλος για την Πειραιώς: «Αυξάνουμε τα επαναλαμβανόμενα κέρδη μας για το 2021 κατά 38% λόγω καλύτερων αμοιβών, υψηλότερων κερδών από συναλλαγές και χαμηλότερων προβλέψεων. Από την άλλη πλευρά, μειώνουμε τα κέρδη του 2022 και του 2023 κατά 29% και 6%, καθώς υποθέτουμε υψηλότερα έξοδα προβλέψεων για την αναπλήρωση της σχετικά χαμηλότερης κάλυψης των NPEs της τράπεζας μετά την εξυγίανση. Εξακολουθούμε να αναμένουμε ότι το CoR θα εξομαλυνθεί σε μεταγενέστερα έτη. Αυξάνουμε την τιμή στόχο στα 2,10 ευρώ από 1,95 ευρώ, καθώς λαμβάνουμε υπόψη μια βελτίωση 0,25% στις κεφαλαιακές απαιτήσεις της τράπεζας και μεταφέρουμε το μοντέλο μας στο 2022. Επαναλαμβάνουμε την αξιολόγηση Buy για λόγους αποτίμησης. Η μετοχή διαπραγματεύεται στο 0,29x 22e P/TBV, το χαμηλότερο επίπεδο από την ανακεφαλαιοποίησή της τον Μάιο του 2021, παρά τη σημαντική πρόοδο στις προσπάθειες ανάκαμψης.