Η HSBC προβλέπει ελαφρώς χαμηλότερη ανάπτυξη φέτος και το 2024, στο 2,0% φέτος (από 2,1%) και 1,3% την επόμενη χρονιά (από 1,4%). Παρά τον υψηλό πληθωρισμό, η ιδιωτική ζήτηση παρέμεινε ισχυρή, ενώ οι επενδύσεις μειώθηκαν κατά 1% τριμηνιαίως μετά από οκτώ διαδοχικές τριμηνιαίες αυξήσεις, αλλά εξακολουθούν να είναι σχεδόν 50% υψηλότερες από τα προ πανδημίας επίπεδα.
«Βλέπουμε την Ελλάδα ακόμη πιο κοντά σε δημοσιονομική ισορροπία. Ο δείκτη χρέους προς το ΑΕΠ θα πρέπει να μειωθεί σε περίπου 154%, πάνω από 50 ποσοστιαίες μονάδες μείωση από την κορύφωσή του στο 206,3% το 2020», προβλέπει η βρετανική τράπεζα.
Η νίκης της Νέας Δημοκρατίας στις εκλογές της 25ης Ιουνίου αποτελεί κεντρικό καταλύτη στη θετική άποψη της HSBC για την Ελλάδα. Η πρώτη θητεία του Κυριάκου Μητσοτάκη χαρακτηρίστηκε από μια ισχυρή φιλο -επιχειρηματική πολιτική με στόχο τις μεταρρυθμίσεις στην πλευρά της προσφοράς και τη βελτίωση της ελκυστικότητας της χώρας για τις άμεσες ξένες επενδύσεις.
«Στο προεκλογικό πρόγραμμα, ο Μητσοτάκης δεσμεύτηκε να επιτύχει ισχυρή ανάπτυξη με μεσοπρόθεσμο στόχο ανάπτυξης 3%, διατηρώντας παράλληλα τη δημοσιονομική πειθαρχία με μείωση του δείκτη χρέους προς το ΑΕΠ στο 120% έως το 2030. Το σχέδιο προβλέπει την αύξηση του κατώτατου μισθού στα 950 ευρώ από 780 ευρώ έως το 2025, ενώ οι συντάξεις θα αυξηθούν κατά 3,4% το 2024. Ο φόρος των αυτοαπασχολούμενων θα πρέπει να μειωθεί κατά 20% το 2025 και 30% το 2026, πριν καταργηθεί το 2027 και το αφορολόγητο όριο να αυξηθεί κατά 1 χιλ. ευρώ σε 10 χιλ. ευρώ για τα νοικοκυριά με παιδιά», εξηγεί η τράπεζα.
Οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας θα πρέπει να αντιπροσωπεύουν το 80% της παραγωγής ενέργειας έως το 2030, διπλάσιο από το σημερινό επίπεδο. Η Ελλάδα πέρυσι πέτυχε πρωτογενές πλεόνασμα 0,1% του ΑΕΠ, ξεπερνώντας το στόχο για έλλειμμα 1,6%, ενώ ο δείκτης χρέους προς το ΑΕΠ μειώθηκε 23 ποσοστιαίες μονάδες στο 171%. Σύμφωνα με τις τελευταίες προβλέψεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, η Ελλάδα θα πρέπει να έχει το δεύτερο χαμηλότερο έλλειμμα (0,6% του ΑΕΠ) στην Ευρωζώνη το επόμενο έτος.
Η επενδυτική βαθμίδα και το πακέτο NGEU
Ένας σημαντικός ανοδικός κίνδυνος είναι η πιθανότητα το δημόσιο χρέος της Ελλάδας να αναβαθμιστεί σύντομα στην επενδυτική βαθμίδα, γεγονός που θα μπορούσε να συμβάλει σημαντικά στη διεύρυνση της επενδυτικής βάσης. Η Ελλάδα χρειάζεται να ανέβει μόνο μία θέση στην κλίμακα αξιολόγησης της DBRS (“BB high”, “σταθερή”), της Fitch (“BB+”, “σταθερή”) ή της S&P (“BB+”, “σταθερή”). Στις 24 Απριλίου, η S&P αναβάθμισε τις προοπτικές της αξιολόγησής της σε “θετικές”, το οποίο σημαίνει πιθανή αναβάθμιση σε επενδυτική βαθμίδα τους επόμενους 6 με 12 μήνες, επικαλούμενη το πρόσφατο ισχυρό ιστορικό εφαρμογής διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και στο ταχύτερο κλείσιμο στο δημοσιονομικό έλλειμμα από ότι ανέμενε.
Τα κονδύλια της ΕΕ και το πρόγραμμα ανασυγκρότησης και ανάπτυξης NGEU θα ωφελήσει την Ελλάδα, καθώς η χώρα σκοπεύει να δαπανήσει επιχορηγήσεις ύψους 1,6% του ΑΕΠ το 2023 και 1,5% το 2024, ποσά που θα συμβάλλουν στην άνοδο των δημόσιων και ιδιωτικών επενδύσεων. Η Ελλάδα είναι δικαιούχος 31 δισ. ευρώ από το NGEU και η χώρα ζήτησε πρόσφατα επιπλέον δάνεια ύψους 5 δισ. ευρώ από το πρόγραμμα για την ενέργεια της ΕΕ REPowerEU. Η βελτιωμένη ικανότητά της να προσελκύσει άμεσες ξένες επενδύσεις, η οποία έφτασε σε επίπεδο ρεκόρ 3% του ΑΕΠ πέρυσι, έχει επίσης δώσει μια ώθηση στην ανάπτυξη.
Οι αφίξεις ξένων τουριστών τον Απρίλιο αυξήθηκαν κατά 30% σε σχέση με τον περασμένο Απρίλιο και κατά 40% σε σχέση με τα προ της πανδημίας επίπεδα, ενώ οι τουριστικές εισπράξεις αυξήθηκαν επίσης κατά 40%. Οι εισπράξεις από τον τουρισμό συνέβαλαν περίπου στο 10% του ΑΕΠ το 2019 και περίπου στο 8,5% του ΑΕΠ πέρυσι και αν συνεχίσουν να αυξάνονται με τον ρυθμό που παρατηρήθηκε τον Απρίλιο, θα μπορούσαν να συμβάλουν σχεδόν στο 10% του ΑΕΠ φέτος, προσθέτοντας πάνω από 1% στην αύξηση του ΑΕΠ μόνο μέσω των εισπράξεων από το εξωτερικό.
Πέρα από τον τουρισμό, η αναπτυξιακή δυναμική παραμένει υγιής. Η καταναλωτική εμπιστοσύνη ανακάμπτει, υποστηριζόμενη από την ισχυρή αύξηση των μισθών αναμένεται να στηρίξει την κατανάλωση. Ο δείκτης οικονομικού κλίματος ενισχύθηκε περαιτέρω σε σχέση με την αρχή του έτους. Ο δείκτης μεταποίησης PMI παρέμεινε σε θετικό έδαφος το Μάιο, παρά το γεγονός ότι έχει υποχωρήσει λίγο από την κορύφωση που σημείωσαν το Μάρτιο, ενώ η βιομηχανική παραγωγή βρίσκεται πλέον σε θετικό έδαφος ανάπτυξης σε σχέση με πέρυσι.