Το κεντρικό προεκλογικό σύνθημα της Νέας Δημοκρατίας κατά τις εκλογές του 2023 ήταν ‘’Σταθερά, Τολμηρά, Μπροστά’’. Το εκλογικό σώμα παρέσχε την εμπιστοσύνη του, για δεύτερη συνεχόμενη φορά, στη Ν.Δ. και, προσωπικά, στον Κυριάκο Μητσοτάκη με το εντυπωσιακό ποσοστό 41%.
Μετεκλογικά, η κυβέρνηση επιβεβαίωσε το ‘’σταθερά’’, με την επίτευξη πολιτικής και δημοσιονομικής σταθερότητας, και το ‘’μπροστά’’, με τη βελτίωση σε θέματα όπως, η αμυντική ενίσχυση της χώρας, η περαιτέρω ψηφιοποίηση του κράτους, η νομοθετική ρύθμιση για την ίδρυση μη κρατικών πανεπιστημίων, ο περιορισμός την φοροδιαφυγής, η προώθηση νέων υποδομών (εν όψει και της κλιματικής αλλαγής), η πρόσληψη ιατρών και νοσηλευτών για τις ανάγκες του ΕΣΥ, η επιστολική ψήφος στις Ευρωεκλογές και διάφορα άλλα βήματα προς τη σωστή κατεύθυνση.
Ιδιαίτερης σημασίας είναι οι πραγματοποιηθείσες αποκρατικοποιήσεις (όπως είναι οι συμβάσεις παραχώρησης περιφερειακών λιμένων – Ηρακλείου, Ηγουμενίτσας, Καβάλας – και της Αττικής Οδού, η αποεπένδυση του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας από τις τέσσερις συστημικές τράπεζες, η εισαγωγή του Αερολιμένα ‘’Ελ. Βενιζέλος’’ στο Χρηματιστήριο Αθηνών, κ.α.), από τις οποίες εισέρρευσαν στο δημόσιο ταμείο ποσά άνω των 7 δις ευρώ. Εν τούτοις, η κυβέρνηση μέχρι στιγμής δεν έχει ανταποκριθεί στο πρόταγμα ‘’τολμηρά’’.
Οι ρυθμίσεις και βελτιώσεις όπως οι προαναφερθείσες πόρρω απέχουν από την εξάλειψη κινδύνων, όπως το υψηλό – σε απόλυτους αριθμούς – δημόσιο χρέος, η χαμηλή ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας, ο δημογραφικός μαρασμός, το συνταξιοδοτικό πρόβλημα, κ.λπ. Ιδιαίτερα ανησυχητικό είναι το γεγονός ότι οι νέες παραγωγικές επενδύσεις παρουσιάζουν μειωμένους ρυθμούς κατά τους τελευταίους μήνες και η όποια ανάπτυξη του ΑΕΠ εξακολουθεί να στηρίζεται κατά μεγάλο ποσοστό στην κατανάλωση…
Προφανώς, δεν είναι δικαιολογημένη η έκφραση ικανοποίησης για ένα δρομέα αντοχής επειδή αυτός έχει καλύψει δύο γύρους εντός του σταδίου καθ’ ον χρόνον αρκετοί συναγωνιστές του έχουν καλύψει τέσσερις. Συναγωνισμός, βεβαίως, υπάρχει, και μάλιστα διαρκής, και μεταξύ χωρών. Εν προκειμένω καταλυτική είναι η σύγκριση μεταξύ Ελλάδας και Ιρλανδίας.
Η τελευταία, το έτος 1986 είχε δημόσιο χρέος ίσο με το 129% του ΑΕΠ, δημοσιονομικό έλλειμμα ανερχόμενο στο 12% του ΑΕΠ, πληθωρισμό, επιτόκια και ανεργία σε υψηλότατα επίπεδα (βλ. άρθρο Γ.Μπήτρου στο ‘’ΒΗΜΑ της Κυριακής’’ 6-6-2004 και το βιβλίο του ‘’Συνταξιοδοτικό, Το Πρόβλημα και η Λύση, εκδ. ΕΠΙΚΕΝΤΡΟ 2024, σελ. 302 επ.). Με συνθήκες πολιτικής και κοινωνικής συναίνεσης, οι κοινωνικοί εταίροι στη χώρα αυτή δέχθηκαν να ανταλλάξουν μικρές ποσοστιαίες αυξήσεις στους μισθούς με σημαντικές μελλοντικές μειώσεις στη φορολογία. Προκρίθηκε η μέθοδος της απότομης δημοσιονομικής προσαρμογής με βαθιά μείωση των δημόσιων δαπανών.
Ο χαμηλός φορολογικός συντελεστής 12,5% για τις επιχειρήσεις συνέβαλε ώστε η Ιρλανδία, έχοντας το 1% του πληθυσμού της Ευρώπης, να προσελκύει το 20% των ξένων επενδύσεων που εισρέουν στην Ευρωζώνη. Στο ίδιο διάστημα το συνταξιοδοτικό σύστημα μετατράπηκε από αναδιανεμητικό σε κεφαλαιοποιητικό ενώ δόθηκε μεγάλη προτεραιότητα στην εκπαίδευση, με απελευθέρωση της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και αποκεντρωμένη λήψη αποφάσεων με ουσιαστική αυτοδιοίκηση των Ανώτατων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων. Αποτέλεσμα ήταν η ‘’Κέλτικη Τίγρη’’, όπως αποκαλείται η χώρα αυτή, να είναι ήδη στην κορυφή (αμέσως μετά το Λουξεμβούργο) στο κατά κεφαλήν ΑΕΠ μεταξύ των 27 χωρών της ΕΕ, ενώ η ασθμαίνουσα Ελλάδα μόλις προηγείται της Βουλγαρίας.
Η Ιρλανδία αποτελεί, τηρουμένων των αναλογιών, ένα υπόδειγμα καλών πρακτικών, το οποίο εν πολλοίς μπορεί και πρέπει να ακολουθήσει η χώρα μας. Παρά τις πολλές, εξωγενείς και μη, αντιξοότητες που αντιμετωπίζει η Ελλάδα, υπάρχουν και θετικές συγκυρίες – όπως είναι η ύπαρξη αυτοδύναμης κυβέρνησης με επικεφαλής ένα πρωθυπουργό με εμπειρία και ιδιαίτερες ικανότητες καθώς, βεβαίως, και η προοπτική εντός διαστήματος 2,5 ετών μέχρι τις επόμενες εκλογές – οι οποίες δεν επιτρέπεται να μείνουν αναξιοποίητες. Η κυβέρνηση πρέπει να προχωρήσει με τόλμη, στοχοπροσήλωση και αίσθηση του επείγοντος σε γενναίες, εμβληματικές μεταρρυθμίσεις, ώστε να απαλλαγεί η χώρα από τις παθογένειες δεκαετιών.
1. Στο φορολογικό σύστημα, άμεσα πρέπει, κατ’ ελάχιστον, να υιοθετηθεί η πρόταση του νέου Προέδρου του ΣΕΒ Σπύρου Θεοδωρόπουλου περί διενέργειας υπεραποσβέσεων για παραγωγικές επενδύσεις, ανεξαρτήτως μεγέθους, κλάδου και τόπου εγκατάστασης. Απαιτείται, επιπλέον, ριζική τομή με την καθιέρωση ενιαίου φορολογικού συντελεστή (flat – tax rate), π.χ. 17%, για όλα τα φυσικά και νομικά πρόσωπα, ανεξαρτήτως πηγής εισοδήματος. Επίσης , μεταφορά του ΕΝΦΙΑ στους Δήμους με ταυτόχρονη κατάργηση της επιδότησής τους από την κεντρική κυβέρνηση.
2. Καταπολέμηση της γραφειοκρατίας, με επανεξέταση κάθε μίας κρατικής αρμοδιότητας (σήμερα υπερβαίνουν τις 23.000 !) και κατάργηση πολλών από αυτές . Το τεκμήριο αρμοδιότητας πρέπει να λειτουργεί υπέρ του ιδιωτικού τομέα.
3. Αναμόρφωση του κοινωνικού κράτους, με σταθερή αύξηση του ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος, κατάργηση των πολλών επιδοτήσεων και επιδομάτων και αναπροσανατολισμό του συνταξιοδοτικού συστήματος προς κεφαλαιοκρατική κατεύθυνση.
4. Ευρεία συνταγματική αναθεώρηση, με στόχο, μεταξύ άλλων, την αναβάθμιση του πολιτικού συστήματος και την καταπολέμηση του πελατειακού κράτους μέσω ρυθμίσεων όπως: ασυμβίβαστο μεταξύ υπουργικών και βουλευτικών καθηκόντων, θέσπιση ανώτατου ορίου θητειών (δύο ή τριών) για κάθε αιρετό πολιτικό αξίωμα (σε συνδυασμό με την ψήφιση νέου εκλογικού νόμου που θα προβλέπει, μεταξύ άλλων, κατάργηση του σταυρού προτίμησης). Θα πρέπει επίσης να θεσπισθούν συνταγματικοί κανόνες δημοσιονομικής φύσεως και ίδρυση Συνταγματικού Δικαστηρίου.
Βεβαίως, όπως έχω σημειώσει και σε προηγούμενη αρθρογραφία μου, ‘’εμβληματικές, όπως οι προαναφερθείσες μεταρρυθμίσεις, ενέχουν υψηλό βαθμό δυσκολίας στην υλοποίησή τους, γι’ αυτό οι μεταρρυθμιστές ηγέτες πάντοτε ριψοκινδυνεύουν. Είναι όμως πρόθυμοι να αναλάβουν τον κίνδυνο επειδή αναγνωρίζουν ότι κόστος υπάρχει και στο να μην ξεκινήσουν αυτό που πρέπει να κάνουν. Πάντοτε υπάρχουν ρίσκα και κόστη σε ένα μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα, αλλά κατά κανόνα είναι μικρότερα από αυτά μίας εκ πρώτης όψεως βολικής απραξίας. Πλήρη επιβεβαίωση περί τούτου μας έδωσαν η ματαίωση της ασφαλιστικής μεταρρύθμισης Γιαννίτση και η ‘’ήπια προσαρμογή’’ των κυβερνήσεων Κώστα Καραμανλή’’.
Σταθερά, μπροστά και, κυρίως, τολμηρά, λοιπόν, προς την κατεύθυνση των εμβληματικών μεταρρυθμίσεων. Αν όχι τώρα, πότε;
* Ο Κώστας Χριστίδης είναι νομικός και οικονομολόγος