Ο κρατισμός είναι το πολιτικό σύστημα που αποδέχεται τη συγκέντρωση εκτεταμένων πολιτικών αρμοδιοτήτων και τη διενέργεια πολλών οικονομικών παρεμβάσεων και ελέγχων από το κράτος, σε βάρος της ατομικής και οικονομικής ελευθερίας. Ακραίες μορφές κρατισμού κατά τον 20ο αιώνα υπήρξαν ο φασισμός, ο ναζισμός και ο κομμουνισμός.
Κοινό χαρακτηριστικό κάθε μορφής κρατισμού είναι το γεγονός ότι οι διάφορες μειοψηφίες (και η πλέον ακραία μορφή μειοψηφίας, το άτομο) δεν υπολογίζονται, ότι οσοδήποτε αποκρουστική μπορεί να είναι μία ιδέα ή οσοδήποτε επιβλαβής μία κρατική απόφαση για ένα άτομο, όσο και αν επηρεάζει τη ζωή του, την εργασία του, το μέλλον του, το άτομο πρέπει να αγνοηθεί ή να θυσιασθεί μπροστά στο συμφέρον της πλειοψηφίας που εκφράζει – ή υποτίθεται ότι εκφράζει – η παντοδύναμη κρατική εξουσία.
Ο φιλελευθερισμός είναι το πολιτικό σύστημα που αντιτίθεται σε αυτή την αντίληψη. Ο φιλελευθερισμός δέχεται την πρωταρχικότητα της αξίας του ατόμου, ότι δηλαδή κάθε άτομο αποτελεί αυτοσκοπό και δεν επιτρέπεται να χρησιμοποιείται ως μέσο για την επίτευξη άλλων σκοπών. Η ζωή του ατόμου δεν ανήκει στην ομάδα ή στο κράτος αλλά το άτομο είναι ελεύθερο. Ελεύθερο από τί ; Ελεύθερο από τον κρατικό εξαναγκασμό. Η τελευταία αυτή παρατήρηση μας οδηγεί στον ορισμό της ελευθερίας που, σύμφωνα με τον F.A.Hayek, έχει ως εξής : ελευθερία είναι η κατάσταση εκείνη κατά την οποία ο εξαναγκασμός ανθρώπων που ζουν σε μία κοινωνία από άλλους είναι όσο το δυνατόν μικρότερος. Εξαναγκασμός σημαίνει τον έλεγχο του περιβάλλοντος ή των συνθηκών ζωής ενός ανθρώπου από άλλους έτσι, ώστε για να αποφύγει κάποιο μεγαλύτερο κακό είναι υποχρεωμένος να ενεργεί όχι για να πραγματοποιήσει κάποιο δικό του σχέδιο ή απόφαση, αλλά για να εξυπηρετήσει τους σκοπούς τρίτων.
Η διατύπωση αυτού του ορισμού δείχνει ότι η ελευθερία είναι μία κατάσταση, την οποία κάποιος μπορεί να ελπίζει ότι θα πλησιάσει, όχι όμως ότι θα πραγματοποιήσει τελείως. Ο στόχος μίας φιλελεύθερης πολιτικής είναι να ελαχιστοποιήσει τον εξαναγκασμό ή τα δυσάρεστα επακόλουθά του. Πλήρης εξαφάνιση του εξαναγκασμού είναι αδύνατη, γιατί ο μόνος τρόπος να αποφευχθεί ο εξαναγκασμός είναι ακριβώς η απειλή κάποιου άλλου εξαναγκασμού. Οι ελεύθερες κοινωνίες έχουν λύσει το πρόβλημα αυτό με την ανάθεση του μονοπωλίου του εξαναγκασμού στο κράτος και με την προσπάθεια περιορισμού της ισχύος του έτσι, ώστε το κράτος να ενεργεί μόνο στις περιπτώσεις εκείνες όπου απαιτείται για να αποτραπεί ο εξαναγκασμός ατόμων από άλλα άτομα ή ομάδες. Γι’ αυτό το λόγο, ο εξαναγκασμός που μπορεί να ασκήσει το κράτος μειώνεται στο ελάχιστο δυνατό και γίνεται όσο το δυνατόν πιο αβλαβής με τον περιορισμό του κράτους από γενικούς απρόσωπους κανόνες, βέβαιης και ίσης εφαρμογής έναντι κυβερνώντων και κυβερνωμένων (ύπαρξη κράτους δικαίου).
Ο Hayek έχει επίσης παρατηρήσει ότι ‘’οι απαντήσεις σε πολλά από τα πιεστικά κοινωνικά προβλήματα της εποχής μας βρίσκονται τελικά έξω από την τεχνική σφαίρα των οικονομικών ή οποιασδήποτε άλλης μεμονωμένης επιστήμης αλλά μέσα στις βασικές αρχές μίας φιλοσοφίας της ελευθερίας’’. Όσο αυξάνεται το σύνολο των γνώσεων της ανθρωπότητας, τόσο μειώνεται το ποσοστό των γνώσεων που μπορεί να απορροφήσει ένας συγκεκριμένος ανθρώπινος νους ή μία ομάδα κεντρικών προγραμματιστών.
Εάν, όμως, επιθυμούμε να εξακολουθήσουμε να προοδεύουμε (με την κυριολεκτική έννοια του όρου και όχι με αυτήν που εννοούν οι αυτοαποκαλούμενοι ‘’προοδευτικοί’’), πρέπει να αφήνουμε χώρο για μία συνεχή αναθεώρηση απόψεων, ιδεών, θεσμών που θα καθίσταται κάθε φορά αναγκαία για να αντιμετωπίζεται το απρόβλεπτο, για να προσαρμόζονται οι θεσμοί, όπως και οι άνθρωποι σε ευκαιρίες και πιθανότητες και όχι σε μία στατική ‘’βεβαιότητα’’. Σε μία ελεύθερη κοινωνία, όπου οι έλεγχοι και οι ρυθμίσεις περιορίζονται στο ελάχιστο αναγκαίο, είναι δυνατό να γίνει χρήση πολύ περισσότερων γνώσεων από όσες μπορεί να συμπεριλάβει ο νους ενός ή, έστω, ολίγων ατόμων. Γι’ αυτό οι καινοτομίες πολλαπλασιάζονται και οι ευκαιρίες αξιοποιούνται σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό υπό καθεστώς ελευθερίας.
Βεβαίως, δεν πρέπει να επιτρέπεται η ελευθερία μόνο στις περιπτώσεις εκείνες που γνωρίζουμε εκ των προτέρων ότι θα χρησιμοποιηθεί προς το καλό. Η ελευθερία που δίνεται μόνον όταν προϋπάρχει η βεβαιότητα ότι θα επιφέρει ευεργετικά αποτελέσματα παύει να είναι ελευθερία. Δεν θα αποκτήσουμε ποτέ τα οφέλη, δεν θα έχουμε ποτέ τις εξελίξεις που επιτρέπει η ελευθερία, εάν δεν δεχθούμε ότι η χρήση της που θα γίνει από μερικά άτομα μπορεί να μην είναι επιθυμητή. Η ύπαρξη ελευθερίας κατ’ ανάγκη σημαίνει ότι θα γίνουν αρκετά πράγματα που σε εμάς προσωπικά μπορεί να μην αρέσουν. Η ελευθερία του λόγου, για παράδειγμα, επιτρέπει τη διατύπωση απόψεων με τις οποίες μπορεί να διαφωνούμε πλήρως, με μόνο περιορισμό να μη προκαλείται βλάβη σε εννόμως προστατευόμενα αγαθά άλλων – και η βλάβη πρέπει να είναι σε αιτιώδη συνάφεια (causa adequata), κατά τη σχετική νομική ορολογία, με την πράξη του προσβάλλοντος. Το ίδιο ισχύει και για μορφές ανθρώπινης συμβίωσης, όπως αυτή μεταξύ ομόφυλων ζευγαριών, που κάποιοι επιλέγουν για τους εαυτούς τους ενώ η μεγάλη πλειοψηφία τις αποδοκιμάζει.
Συμπερασματικά η πίστη μας στην ελευθερία στηρίζεται όχι σε προβλέψιμα αποτελέσματα με δεδομένες συνθήκες ή σε αποδοχή συγκεκριμένων επιλογών αλλά στην αντίληψη ότι η ύπαρξη ελευθερίας κινητοποιεί συνολικά πολύ περισσότερες δυνάμεις για το καλό παρά για το κακό.
* Ο Κώστας Χριστίδης είναι νομικός και οικονομολόγος