Στη διαγραφή φόρων και προστίμων που οφείλονται σε πρόδηλα λάθη προχωρά η Εφορία, αναδρομικά από την 1η Ιανουαρίου 2014 και ανεξαρτήτως εάν οι φορολογούμενοι έχουν προσφύγει στη Διεύθυνση Επίλυσης Διαφορών ή στα Διοικητικά Δικαστήρια.
Σύμφωνα με τροπολογία του υπουργείου Οικονομικών, φόροι και πρόστιμα που έχουν επιβάλει οι φορολογικές αρχές διαγράφονται και αν έχουν πληρωθεί από τους φορολογούμενους επιστρέφονται, όταν το σφάλμα οφείλεται στη Φορολογική Διοίκηση.
Σύμφωνα με την ΕΡΤ, η τροπολογία δίνει νέα δυνατότητα στους φορολογουμένους να ζητήσουν από την ΑΑΔΕ να επανεξεταστούν και να ανακληθούν πράξεις της Φορολογικής Διοίκησης επικαλούμενοι ότι έγιναν «πρόδηλα σφάλματα».
Ειδικότερα:
- Η Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ) θα μπορεί να προβεί σε τροποποίηση ή ακύρωση άμεσου προσδιορισμού φόρου ή πράξης διοικητικού, εκτιμώμενου ή διορθωτικού προσδιορισμού φόρου ή πράξης επιβολής προστίμου, είτε κατόπιν αίτησης του φορολογούμενου είτε αυτόματα, χωρίς αίτηση του φορολογούμενου για πρόδηλη έλλειψη (ολική ή μερική) φορολογικής υποχρέωσης ή για αριθμητικό ή υπολογιστικό λάθος.
- Ως αριθμητικά ή υπολογιστικά λάθη θεωρούνται τα σφάλματα κατά τη διενέργεια μαθηματικού υπολογισμού ή κατά την εκτέλεση αριθμητικής πράξης και όχι η εσφαλμένη επιβολή φόρου ή απαλλαγή από το φόρο ή η κακή εφαρμογή του νόμου.
- Σε περίπτωση που ως συνέπεια του άμεσου προσδιορισμού ή της πράξης διοικητικού, εκτιμώμενου ή διορθωτικού προσδιορισμού φόρου εκδίδεται και πράξη επιβολής προστίμου, η εν λόγω πράξη (ή ο άμεσος προσδιορισμός) ακυρώνεται ή τροποποιείται με πράξη της Φορολογικής Διοίκησης. Για να είναι παραδεκτή η αίτηση ακύρωσης ή τροποποίησης θα πρέπει είτε να προσκομιστούν έγγραφα από τον φορολογούμενο, είτε είναι διαθέσιμα στην αρμόδια υπηρεσία, χωρίς να απαιτούνται ελεγκτικές επαληθεύσεις.
Ειδικότερα με τη νέα διάταξη τροποποιείται το άρθρο 74 του Κώδικα Φορολογικής Διαδικασίας που ρυθμίζει τη δυνατότητα να ανακαλούνται πράξεις της Φορολογικής Διοίκησης, σε περίπτωση πρόδηλων σφαλμάτων και ορίζονται τα εξής:
– Η προθεσμία για την ακύρωση πράξης που έχει προσβληθεί στα δικαστήρια και βρίσκεται σε εκκρεμοδικία λήγει ένα έτος μετά από τη λήξη της εκκρεμοδικίας, δηλαδή μετά από την έκδοση αμετάκλητης απόφασης, ενώ δεν εξετάζεται αν η πρόδηλη πλημμέλεια που αποτελεί τον λόγο ακύρωσης έχει προβληθεί στο πλαίσιο ενδικοφανούς ή δικαστικής προσφυγής.
– Ποσά που έχουν βεβαιωθεί ή καταβληθεί βάσει των πράξεων που ακυρώνονται, διαγράφονται ή επιστρέφονται κατά περίπτωση, κατά παρέκκλιση των διατάξεων περί παραγραφής.