Ενώπιον σημαντικών αποφάσεων βρίσκεται η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, οι οποίες μπορεί να σηματοδοτήσουν την απαγκίστρωσή της από τις ακαμψίες των τελευταίων δεκαετιών και να αλλάξουν δραστικά τις πολιτικές που εφαρμόζονται τα τελευταία χρόνια.
Μέσα στην επόμενη εβδομάδα, στις 28 Οκτωβρίου θα πραγματοποιηθεί συνεδρίαση του συμβουλίου νομισματικής πολιτικής, όπου αναμένεται να ξεκαθαρίσει η εικόνα σχετικά με τη στάση που θα κρατήσει η ΕΚΤ μετά το Μάρτιο, οπότε θεωρητικά λήγει το Έκτακτο Πρόγραμμα Αγοράς Ομολόγων λόγω Πανδημίας, αλλά δεν αποκλείεται να παραταθεί εάν χρειαστεί.
Το Νοέμβριο και το Δεκέμβριο αναμένεται να πραγματοποιηθούν δύο έκτακτες συνεδριάσεις, στη διάρκεια των οποίων θα συζητηθούν πιο «προχωρημένες» αλλαγές στη νομισματική πολιτική, ανάμεσα στις οποίες και η αύξηση της ποσότητα ομολόγων που μπορεί να αγοράζει η ΕΚΤ από διεθνείς οργανισμούς, όπως η ίδια η Ευρωπαϊκή Ένωση.
Κάτι τέτοιο πρακτικά σημαίνει ότι η ΕΚΤ θα μπορεί να αγοράζει περισσότερα από τα ομόλογα που εκδίδει η Κομισιόν για να αντλεί κεφάλαια με τα οποία χρηματοδοτεί επενδυτικές και άλλες δαπάνες, όπως αυτές του Ταμείου Ανάκαμψης που θα φτάσουν συνολικά τα 800 δισ. ευρώ.
Στην ουσία πρόκειται για ένα είδος ευρωομολόγων, με τα οποία η Κομισιόν δανείζεται χρήματα από τη διεθνή αγορά, με την εγγύηση όλων των χωρών της ευρωζώνης. Η Κομισιόν φέτος θα εκδώσει τέτοια ομόλογα 80 δισ. ευρώ και διπλάσιο ποσό του χρόνου.
Η περαιτέρω στήριξη από την ΕΚΤ των εκδόσεων αυτών θα μπορούσε να ενισχύσει σημαντικά τις δράσεις στα πεδία αυτά αλλά και να σηματοδοτήσει μια σημαντική ποιοτική στροφή, καθώς στην πραγματικότητα θα πρόκειται για νομισματική χρηματοδότηση επενδύσεων (και ίσως άλλων δράσεων στο μέλλον) από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
Το Ταμείο Ανάκαμψης χρηματοδοτεί κατά κύριο λόγο επενδύσεις που συνδέονται με την ψηφιακή και «πράσινη» μετάβαση της οικονομίας της Ε.Ε..Σύμφωνα με πληροφορίες που δημοσιεύτηκαν στους Financial Times, μέλη του συμβουλίου της ΕΚΤ εκτιμούν ότι θα μπορούσε να αυξηθεί το ποσοστό τέτοιων ομολόγων που μπορεί να αγοράσει η κεντρική τράπεζα, από το 10% που είναι σήμερα σε ένα υψηλότερο ποσοστό.
Μια τέτοια απόφαση θα διευκολύνει την έκδοση τέτοιων ευρωομολόγων, καθώς θα κατεβάσει το κόστος χρηματοδότησης (επιτόκιο), ενώ θα επιτρέψει στην ΕΚΤ να στηρίξει περισσότερο την ευρωπαϊκή αγορά ομολόγων.
Σύμφωνα με το ρεπορτάζ που δημοσίευσαν οι FT, εξετάζονται τρόποι για να είναι επιλέξιμα τα ελληνικά ομόλογα ακόμα και μετά τη λήξη του έκτακτου αυτού προγράμματος.
Με λίγα λόγια φαίνεται ότι η ΕΚΤ ετοιμάζεται για μια γενικότερη στροφή η οποία θα της επιτρέψει να χρηματοδοτεί επενδυτικές δράσεις στην Ε.Ε., όπως π.χ. με το Ταμείο Ανάκαμψης, αλλά και να στηρίζει χρηματοδοτικά τα κράτη μέλη, χωρίς την χρόνια ακαμψία την οποία είχε μέχρι την εμφάνιση της πανδημίας.
Ενδεικτικό θεωρείται και το γεγονός ότι ο μέχρι σήμερα πρόεδρος της γερμανικής κεντρικής τράπεζες (Bundesbank) ο Γενς Βάιντμαν, ανακοίνωσε ότι παραιτείται για «προσωπικούς λόγους». Δεδομένου ότι ο Βάιντμαν ήταν ο ισχυρότερος πολέμιος κάθε χαλάρωσης της ΕΚΤ τα τελευταία χρόνια, η παραίτησή του θεωρείται ως ένδειξη ότι επίκειται μια στροφή πολιτικής την οποία ο ίδιος δεν είναι διατεθειμένος να ανεχτεί.
Ο Μάριο Ντράγκι, όταν ήταν πρόεδρος της ΕΚΤ, έλεγε ότι ο κ. Βάιντμαν ήταν «ο κύριος όχι σε όλα».
Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Γενς Βάιντμαν είχε δηλώσει ανοιχτά την αντίθεσή τους τις πολιτικές που ευαγγελιζόταν η σημερινή πρόεδρος της ΕΚΤ Κριστίν Λαγκάρντ, προτού ακόμα εκείνη αναλάβει τη θέση αυτή, ενώ ήταν σταθερά πολέμιος σε κάθε βήμα χαλάρωσης από τη νομισματική αυστηρότητα.
Ένα από τα βασικά σημεία διαφωνίας ήταν ότι η άποψη που είχε εκφράσει η κυρία Λαγκάρντ ότι η ΕΚΤ θα έπρεπε να διευκολύνει τη χρηματοδότηση της «πράσινης» μετάβασης, σε Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας, με αγορές ομολόγων που θα αφορούσαν επενδύσεις τέτοιου είδους.
Φαίνεται λοιπόν ότι το έδαφος για μια τέτοια στροφή είναι έτοιμο και τα εμπόδια στις αλλαγές σιγά σιγά φεύγουν από τη μέση.