Πριν τη πανδημία, ο Economist έγραψε ότι η χρυσή εποχή της Γερμανίας κινδυνεύει να πλησιάσει στο τέλος της. Σχεδόν πέντε χρόνια, μετά, φαίνεται πως τέτοια δημοσιεύματα δεν ήταν απλά κινδυνολογία.
Η τελευταία πράξη του δράματος που βιώνει η άλλοτε κραταιά γερμανική οικονομία, θεωρείται η ετυμηγορία του ανωτάτου συνταγματικού δικαστηρίου να κρίνει ως αντισυνταγματική της κυβέρνησης να ανακατανείμει 60 δισ. ευρώ αχρησιμοποίητου χρέους από την εποχή της πανδημίας στο ταμείο για το κλίμα και τον μετασχηματισμό ήταν αντισυνταγματική.
Η κυβέρνηση Όλαφ Σολτς εξακολουθεί να προσπαθεί να συμφωνήσει σε έναν νέο προϋπολογισμό για το 2024, μετά την «τρύπα» που της δημιούργησαν τα 60 δισ. ευρώ. Είπε την περασμένη εβδομάδα ότι η δικαστική απόφαση θα την αναγκάσει να διακόψει το Ταμείο Οικονομικής Σταθεροποίησης ύψους 200 δισ. ευρώ, το οποίο επιδοτεί τις τιμές ηλεκτρικής ενέργειας και φυσικού αερίου για νοικοκυριά και επιχειρήσεις.
Η δημοσιονομική κρίση της Γερμανίας έχει προκαλέσει άλλο ένα πλήγμα σε μια ήδη ταλαιπωρημένη οικονομία, δήλωσε τη Δευτέρα ο πρόεδρος του ινστιτούτου οικονομικής έρευνας ZEW Achim Wambach, και αυτό είναι πιθανό να αντικατοπτρίζεται και στην ψυχολογία των επενδυτών.
«Σε οικονομικούς όρους, αυτό είναι ένα ακόμη τσίμπημα», είπε ο Wambach στο Reuters, δείχνοντας την αβεβαιότητα σχετικά με το πώς θα μπορούσε να εξελιχθεί η μετατροπή της Γερμανίας σε μια πράσινη οικονομία χαμηλών εκπομπών άνθρακα.
Η Deutsche Bank μείωσε την περασμένη εβδομάδα τις προβλέψεις της για τη Γερμανία, αναμένοντας τώρα το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν (ΑΕΠ) να συρρικνωθεί κατά 0,2%. Το ΔΝΤ, ωστόσο, έχει προβλέψει το ΑΕΠ της Γερμανίας να συρρικνωθεί κατά 0,5% το 2023, επηρεασμένο από τις επιπτώσεις της ενεργειακής κρίσης του περασμένου έτους που προέκυψε από τον πόλεμο στην Ουκρανία και το επακόλουθο κύμα πληθωρισμού που έπληξε τη γερμανική ανταγωνιστικότητα.
Απαισιόδοξες οι εταιρείες
Σύμφωνα με έρευνα του γερμανικού οικονομικού ινστιτούτου (IW) οι γερμανικές επιχειρήσεις, που παλεύουν με υψηλό πληθωρισμό, διακυμάνσεις των τιμών της ενέργειας και γεωπολιτικές αστάθειες εδώ και μήνες, είναι μάλλον απαισιόδοξες για το 2024 και δεν αναμένουν ανάκαμψη.
Μόνο το 23% των εταιρειών ήταν αισιόδοξες για το 2024, ενώ το 35% είχε αρνητικές προσδοκίες, σύμφωνα με την έρευνα IW που πραγματοποιήθηκε σε περισσότερες από 2.200 επιχειρήσεις. Η κατάσταση είχε επιδεινωθεί ιδιαίτερα στον κατασκευαστικό και βιομηχανικό τομέα, διαπίστωσε το ινστιτούτο.
Η μακρά περίοδος δημιουργίας θέσεων εργασίας στη Γερμανία είχε πιθανώς φτάσει στο τέλος της προς το παρόν, καθώς μόνο το 20% των εταιρειών αναμένει να απασχολήσει περισσότερους ανθρώπους το επόμενο έτος σε σύγκριση με το 35% που αναμένει λιγότερους, ανέφερε η IW.
Η πρόσφατη δικαστική απόφαση προκάλεσε «αυτοπροκαλούμενη ζημιά στη γερμανική οικονομία» που «θα επιβαρύνει έντονα όχι μόνο τις επενδύσεις αλλά και τη κατανάλωση»
Η έρευνα σηματοδότησε «μια συνέχιση της οικονομικής κατάστασης σοκ στη Γερμανία», με τις επιχειρηματικές προσδοκίες να επανέρχονται στα επίπεδα που καταγράφηκαν το φθινόπωρο του 2022, όπως αναφέρει χαρακτηριστικά το Reuters.
«Η απότομη άνοδος των τιμών της ενέργειας λόγω της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, η σχετική συνολική αύξηση των τιμών, οι γεωπολιτικές αβεβαιότητες και η σαφώς εξασθενημένη δυναμική της παγκόσμιας οικονομίας εξηγούν την οικονομική στασιμότητα σε αυτή τη χώρα», δήλωσε ο ερευνητής στο ινστιτούτο Michael Groemling,
Μόνο το 27% των εταιρειών δήλωσε ότι σχεδιάζει να επενδύσει περισσότερα το 2024, ενώ το 36% σχεδιάζει να δαπανήσει λιγότερα.
Η έρευνα ανέδειξε επίσης τις δυσκολίες για τον κατασκευαστικό και βιομηχανικό τομέα της Γερμανίας. Μόνο το 1/4 των βιομηχανικών επιχειρήσεων ανέμενε αύξηση της παραγωγής σε σύγκριση με το 38% που ανέμενε πτώση. Μεταξύ των κατασκευαστικών εταιρειών, το 13% ανέμενε αύξηση της παραγωγής. Αντίθετα, το 54% σημείωσε πτώση.
Ψαλιδίζουν τις επενδύσεις
Το ζοφερό εφιαλτικό τοπίο στη Γερμανία υπογραμμίζει και το Ινστιτούτο Ifo στο Μόναχο με βάση τις απαντήσεις από 5.000 επιχειρήσεις, τονίζοντας ότι «μείωσαν σημαντικά τα επενδυτικά τους σχέδια».
«Το επενδυτικό κλίμα έχει επιδεινωθεί αισθητά», δήλωσε η Lara Zarges από το Ινστιτούτο Ifo. «Αυτό είναι αποτέλεσμα του αυξημένου κόστους χρηματοδότησης, της χαμηλής ζήτησης και της αβεβαιότητας της οικονομικής πολιτικής».
Η μεγαλύτερη περικοπή στα επενδυτικά σχέδια σημειώθηκε στον τομέα της μεταποίησης, όπου ο δείκτης επενδύσεων έχει υποχωρήσει από 21,4 τον Μάρτιο στο 6,8 στην τελευταία μελέτη.
Σε αυτόν τον τομέα, σημειώθηκαν ακόμη μεγαλύτερες πτώσεις μεταξύ των πιο ενεργοβόρων βιομηχανικών ομίλων, όπως οι παραγωγοί χημικών, υποδηλώνοντας ότι θα μειώσουν απότομα τις κεφαλαιουχικές δαπάνες φέτος.
Οι τιμές της γερμανικής βιομηχανικής ενέργειας είναι διπλάσιες από αυτές στις ΗΠΑ και την Κίνα, σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη της ερευνητικής ομάδας Prognos για τη Βαυαρική ένωση εργοδοτών VBW. Οι έμποροι λιανικής σηματοδοτούσαν επίσης σοβαρές περικοπές στα επενδυτικά τους σχέδια, σύμφωνα με το Ifo, με μοναδική αισιόδοξη εξαίρεση τους κατασκευαστές αυτοκινήτων που δήλωσαν ότι στόχευαν να διατηρήσουν την επένδυσή τους σε υψηλό επίπεδο.
Ο Carsten Brzeski, από την ολλανδική τράπεζα ING, δήλωσε ότι η πρόσφατη δικαστική απόφαση που αναφέρθηκε παραπάνω, προκάλεσε «αυτοπροκαλούμενη ζημιά στη γερμανική οικονομία», προσθέτοντας ότι «θα επιβαρύνει έντονα όχι μόνο τις επενδύσεις αλλά και την κατανάλωση».
Οι εταιρείες φεύγουν
Μεταξύ των επικίνδυνων συνεπειών είναι οι αυξανόμενες κινήσεις των εταιρειών να περιορίσουν την τοπική τους παρουσία και να επεκταθούν αλλού, αποφεύγοντας τους υψηλούς φόρους και το ενεργειακό κόστος που έχουν φέρει τη Γερμανία σε μειονεκτική θέση έναντι άλλων χωρών, όπως οι ΗΠΑ.
Το ζήτημα για τον Achim Wambach, έπρεπε να είναι να γίνει η Γερμανία πιο ελκυστική ως βιομηχανική τοποθεσία έπρεπε να έχει μεγαλύτερη προτεραιότητα, αναφέροντας τη Γαλλία ως τόπο όπου αυτό συμβαίνει. «Ο Μακρόν προσκαλεί διεθνείς εταιρείες στο Μέγαρο των Ηλυσίων και λέει: «Επενδύστε στη Γαλλία». Στις ΗΠΑ, υπάρχει μια μεγάλη πινακίδα στη γαλλική πρεσβεία που λέει «Ελάτε στη Γαλλία, επενδύστε στη Γαλλία».
Μπορεί η Μέρκελ να είχε δεσμευτεί για γερμανικό διαζύγιο από τον άνθρακα μέχρι το 2030, αλλά οι Γερμανοί θα το καθυστερήσουν έως το 2038.
Ωστόσο, ένας αυξανόμενος αριθμός γερμανικών εταιρειών σχεδιάζει να μεταφέρει μέρος των δραστηριοτήτων τους στο εξωτερικό, ιδίως κατασκευαστές έντασης ενέργειας, σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη της εταιρείας συμβούλων Deloitte και του όμιλου BDI.
Η έρευνα του περασμένου μήνα σε 100 γερμανικές εταιρείες με τζίρο άνω των 50 εκατομμυρίων ευρώ η καθεμία έδειξε ότι το 1/3 σχεδίαζε ή σκέφτεται να μετεγκαταστήσει τμήματα της αλυσίδας αξίας τους εκτός της πατρίδας τους. Σχεδόν το 60% είπε ότι η ασφάλεια και το κόστος της ενέργειας ήταν ο κύριος λόγος για τη μεταφορά δραστηριοτήτων στο εξωτερικό.
Οι κλιματικοί στόχοι πάνε περίπατο
Μια τέτοια οικονομία όμως δεν μπορεί να αντέξει την άνοδο των τιμών της ζωτικής ενέργειας, ως αποτέλεσμα της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία και τις περικοπές των απαραίτητων προμηθειών φυσικού αερίου από τη Ρωσία. Η τροπή των γεγονότων, που σημαδεύτηκε από το σαμποτάζ ενός βασικού αγωγού, εκτόξευσε τις τιμές της ενέργειας, αναγκάζοντας τη Γερμανία να αναζητήσει αλλού πηγές ενέργειας.
Το γερμανικό υπουργικό συμβούλιο ενέκρινε την Τετάρτη 29 Νοεμβρίου την επαναλειτουργία λιγνιτικών σταθμών ηλεκτροπαραγωγής έως τα τέλη Μαρτίου 2024, όπως δήλωσε το υπουργείο Οικονομίας, ως ένα βήμα για την αντικατάσταση του σπάνιου φυσικού αερίου αυτόν τον χειμώνα και την αποφυγή ελλείψεων.
Το Βερολίνο επανεργοποίησε σταθμούς ηλεκτροπαραγωγής με καύση άνθρακα και παρέτεινε τη διάρκεια ζωής τους, με συνολική παραγωγή 1,9 γιγαβατώρων που παρήχθη τον περασμένο χειμώνα. Παρά τη χαλάρωση των σημείων συμφόρησης φυσικού αερίου από τον περασμένο χειμώνα με νέες παραδόσεις τερματικού υγροποιημένου φυσικού αερίου (LNG), τα σχέδια ηλεκτροπαραγωγής με καύση άνθρακα θα επανεργοποιηθούν και η κυβέρνηση θα κάνει προτάσεις το καλοκαίρι του 2024 για το πω θα αντισταθμίσει το αυξημένο διοξείδιο του άνθρακα που θα παράγουν αυτά τα εργοστάσια.
Υπενθυμίζεται ότι η Γερμανία είχε δεσμευτεί να παράγει το 80% της ηλεκτρικής της ενέργειας από ΑΠΕ έως το 2030 και ο συνασπισμός στοχεύει «ιδανικά» να κλείσει όλες τις μονάδες με καύση άνθρακα εντός του ίδιου χρονικού πλαισίου. Ωστόσο, αυτά αποδεικνύονται όνειρα θερινή νυκτός.
Μπορεί η Μέρκελ να είχε δεσμευτεί για γερμανικό διαζύγιο από τον άνθρακα μέχρι το 2030, αλλά οι Γερμανοί θα το καθυστερήσουν έως το 2038. Ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών Κρίστιαν Λίντνερ, αμφισβήτησε τον στόχο της κυβέρνησης να τερματίσει τη χρήση άνθρακα στη μεγαλύτερη οικονομία της Ευρώπης έως το 2030.
«Μέχρι να καταστεί σαφές ότι η ενέργεια είναι διαθέσιμη και προσιτή, θα πρέπει να τερματίσουμε τα όνειρα για σταδιακή κατάργηση της ηλεκτρικής ενέργειας από τον άνθρακα το 2030», δήλωσε ο Λίντνερ σε συνέντευξή του στη γερμανική εφημερίδα Koelner Stadt-Anzeiger. «Τώρα δεν είναι η ώρα να κλείσουμε εργοστάσια παραγωγής ενέργειας», πρόσθεσε.
Η Γερμανία θα πρέπει να «επιτρέψει την επέκταση των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας πιο γρήγορα» και να επεκτείνει την εγχώρια παραγωγή φυσικού αερίου, δήλωσε ο Λίντνερ, ο οποίος ηγείται επίσης του κόμματος FDP υπέρ των επιχειρήσεων. Ωστόσο, ενώ το Βερολίνο δεσμεύτηκε να μειώσει τη γραφειοκρατία για την εγκατάσταση ανεμογεννητριών για την επίτευξη του φιλόδοξου στόχου, παρατηρητές λένε ότι ο ρυθμός είναι ακόμα πολύ αργός.
Τα σχόλια, πάντως, του Λίντνερ απειλούν να βαθύνουν τον διχασμό εντός του κυβερνώντος συνασπισμού μεταξύ των Σοσιαλδημοκρατών του Καγκελαρίου Όλαφ Σολτς, των Πρασίνων και του FDP, όπου οι υπουργοί συγκρούστηκαν για το πώς να ανταποκριθούν στις υψηλότερες τιμές της ενέργειας με ταυτόχρονη μείωση της χρήσης ορυκτών καυσίμων.