Η Guardian αυτή τη φορά θέτει το θέμα της επανένωσης των Γλυπτών του Παρθενώνα με την Ελλάδα και γίνεται ακόμα μία βρετανική εφημερίδα που τάσσεται υπέρ της επιστροφής και μάλιστα σε τόσο σύντομο χρονικό διάστημα μετά τους Times.
Και έτσι με αυτή την ερώτηση συνεχίζει ξεκαθαρίζοντας ότι πρόκειται για μία υπόθεση που η ευθύνη της μετατίθεται από τον έναν στον άλλον. Όπως χαρακτηριστικά γράφει, η βρετανική κυβέρνηση υποστηρίζει ότι η επανένωση δεν εξαρτάται από αυτήν αλλά από τους διαχειριστές του Βρετανικού Μουσείου. Οι διαχειριστές του Βρετανικού Μουσείου τώρα – εκτός ότι δεν έχουν τη «διάθεση» για να τα επιστρέψουν – υποστηρίζουν ότι υπάρχει και ο νόμος του 1963 (1963 British Museum Act) που τους δεσμεύει.
Το Γούεστμινστερ προσκολλημένο στο αυτοκρατορικό παρελθόν;
Συγκεκριμένα, ο νόμος προβλέπει ότι για να φύγει οποιοδήποτε έκθεμα εκτός Βρετανικού Μουσείου θα πρέπει ή να έχει υποστεί ζημιές ή να είναι αντίγραφο ή να πρόκειται για έκθεμα που έχει λεηλατηθεί ή αγοραστεί υπό εξαναγκασμό την περίοδο του Ολοκαυτώματος. Παράλληλα, οι διαχειριστές υποστηρίζουν ότι δεν είναι δυνατός ούτε ο δανεισμός των γλυπτών, με ευθύνη αυτή τη φορά των ίδιων των Ελλήνων, που δεν αναγνωρίζουν την ιδιοκτησία του βρετανικού μουσείου.
Ένα ακόμα χαρακτηριστικό σημείο του άρθρου είναι, ότι η δημοσιογράφος επιλέγει να χαρακτηρίσει την γκαλερί Ντουβίν του μουσείου, όπου και βρίσκεται η ζωφόρος των 75 μέτρων και μερικά από τα γλυπτά των αετωμάτων του Παρθενώνα, «κάπως ζοφερή και καταθλιπτική, σε σύγκριση με την φανταστική αφήγηση που αναπαρίσταται στο μουσείο της Ακρόπολης».
Τελειώνοντας και ενώ έχει αναφερθεί στον φιλέλληνα Μπόρις Τζόνσον - ο οποίος ως μαθητής έγραφε υπέρ της επανένωσης - καταλήγει ότι το Γούεστμινστερ δε φαίνεται να ξεκολλάει από το αυτοκρατορικό παρελθόν της Βρετανίας, το οποίο είναι ίσως εκείνο που πραγματικά αποτρέπει την επανένωση.