Είναι πλέον επίσημο. Η Κίνα ξεπέρασε τις ΗΠΑ και είναι πλέον ο πρώτος εμπορικός εταίρος της ΕΕ. Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσίασε στις 15 Φεβρουαρίου η Eurostat, με 202,5 δισεκατομμύρια ευρώ εξαγωγές της ΕΕ προς την Κίνα και 383,5 δισεκατομμύρια ευρώ εισαγωγές από την Κίνα, οι ΗΠΑ (με 353 δισεκατομμύρια ευρώ ευρωπαϊκές εξαγωγές στις ΗΠΑ και 202 δισεκατομμύρια εισαγωγές από τις ΗΠΑ) δεν έχουν πια την πρωτοκαθεδρία.
Αυτό οφείλεται στο ότι οι εξαγωγές της ΕΕ προς την Κίνα αυξήθηκαν κατά 2,2% και οι εισαγωγές από την Κίνα κατά 5,6%, ενώ οι εξαγωγές της ΕΕ προς τις ΗΠΑ μειώθηκαν κατά -8,2% και οι εισαγωγές από τις ΗΠΑ κατά-13,2%.
Τα στοιχεία αυτά αποτυπώνουν την αυξανόμενη σημασία των οικονομικών σχέσεων ανάμεσα στην ΕΕ και στην Κίνα.
Η ανισότητα παραμένει
Βέβαια την ίδια στιγμή η σχέση παραμένει άνιση και υπάρχει ποιοτική διαφορά ανάμεσα στις εμπορικές σχέσεις της ΕΕ με τις ΗΠΑ και την Κίνα.
Για την ΕΕ οι ΗΠΑ είναι κυρίως ένας εξαγωγικός προορισμός, παραμένοντας ο κύριος εξαγωγικός προορισμός των ευρωπαϊκών προϊόντων. Ακόμη και μετά τη μείωση των ευρωπαϊκών εξαγωγών στις ΗΠΑ, ο όγκος τους παραμένει κατά 151 δισεκατομμύρια μεγαλύτερος από αυτόν προς την Κίνα. Αυτό σημαίνει ότι ο κύριος όγκος του ευρωπαϊκού εμπορίου με την Κίνα αφορά εισαγωγές, που έχουν φτάσει τα 383,5 δισεκατομμύρια ευρώ.
Το αποτέλεσμα είναι δύο αντίθετες εικόνες ως προς το εμπορικό ισοζύγιο. Για την ΕΕ το εμπορικό ισοζύγιο με τις ΗΠΑ παραμένει ιδιαίτερα θετικό αγγίζοντας τα 150,9 δισεκατομμύρια ευρώ, ελάχιστα πιο κάτω από τα 151,8 δισεκατομμύρια ευρώ του 2019. Και όλα αυτά εν μέσω πανδημίας και υποχώρησης της οικονομικής δραστηριότητας και στις ΗΠΑ.
Αντίθετα, το εμπορικό ισοζύγιο με την Κίνα παραμένει ιδιαίτερα αρνητικό αγγίζοντας για το 2020 τα 181 δισεκατομμύρια ευρώ, αρκετά πιο πάνω από τα164,7 δισεκατομμύρια ευρώ του 2019. Παρότι ένα μέρος αυτής της τάσης μπορεί να αποδοθεί στις αυξημένες εισαγωγές προστατευτικού προσωπικού εξοπλισμού εξαιτίας της πανδημίας, εντούτοις το βασικό στοιχείο είναι η αποτύπωση μιας άνισης σχέσης.
Ταυτόχρονα, τα στοιχεία αυτά αποτυπώνουν και ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι χώρες που συναλλάσσονται με την Κίνα, δηλαδή τη δυσκολία ακόμη μεγαλύτερης εισόδου σε ιδιαίτερα μεγάλη αγορά. Σύμφωνα με αναλυτές όπως ο Daniel Gros το γεγονός ότι το ΑΕΠ της Κίνας είναι πια στο 80% αυτού των ΗΠΑ αλλά οι εξαγωγές της ΕΕ στην Κίνα απέχουν πολύ από το να πετύχουν αυτή την αναλογία, δείχνει ότι εξαγωγικά η Ευρώπη δεν είναι τόσο εξαρτημένη από τις ΗΠΑ. Ωστόσο, τα στοιχεία δείχνουν επίσης ότι το 2020 οι ευρωπαϊκές εξαγωγές υποχώρησαν προς όλους τους μείζονες εμπορικούς εταίρους με την εξαίρεση της Κίνας, της Τουρκίας και της Νότιας Κορέας.
Η σημασία της ευρωκινεζικής συμφωνίας για τις επενδύσεις
Στις 30 Δεκεμβρίου οι εκπρόσωποι της Κίνας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης ολοκλήρωσαν τις διαπραγματεύσεις για τη Συνολική Συμφωνία για τις Επενδύσεις (Comprehensive Agreement on Investment) και στις 22 Ιανουαρίου δόθηκαν στη δημοσιότητα σημαντικά αποσπάσματά της. Η συμφωνία δεν έχει ακόμη τεθεί σε ισχύ γιατί προϋποθέτει να εγκριθεί από το ευρωπαϊκό κοινοβούλιο.
Η επιτάχυνση της διαδικασίας έγινε γιατί η Κίνα ιδιαίτερα επιθυμούσε να ολοκληρώσει τη συμφωνία πριν το τέλος της γερμανικής προεδρίας στην ΕΕ, καθώς εκτιμούσε ότι η κυβέρνηση της Άνγκελα Μέρκελ θα υιοθετούσε μια πιο «πραγματιστική» προσέγγιση.
Όμως, και από τη μεριά των διαπραγματευτών της ΕΕ υπήρχε διάθεση ολοκλήρωσης της διαπραγμάτευσης, γιατί υπήρχε ανάγκη να υπάρξει ένα θετικό οικονομικό μήνυμα στο τέλος μιας δύσκολης χρονιάς και ταυτόχρονα να υπάρξει ένα θετικό κεκτημένο και απέναντι στην προοπτική μιας πιθανής επανεκκίνησης της διαπραγμάτευσης με τις ΗΠΑ για τη συμφωνία εμπορίου και επενδύσεων, διαπραγμάτευση από την οποία είχε αποχωρήσει ο Ντόναλντ Τραμπ.
Η διαδικασία διαπραγμάτευσης ανάμεσα στην ΕΕ και την Κίνα αφορούσε όλα τα κρίσιμα ζητήματα σε σχέση με τις επενδύσεις ανάμεσα στις δύο πλευρές με την έμφαση να δίνεται στο να υπάρχουν κοινοί κανόνες παιχνιδιού (level playing field). Αυτό σήμαινε επικέντρωση στην απελευθέρωση των αγορών, στο να μην έχουν επιπλέον πλεονεκτήματα στην κινεζική αγορά οι κινεζικές κρατικές επιχειρήσεις, να αντιμετωπιστεί το ζήτημα με τις υποχρεωτικές μεταφορές τεχνολογίας και τεχνογνωσίας και με τη διαφάνεια ως προς τις κρατικές επιδοτήσεις.
Ο λόγος είναι ότι ενώ η Ευρωπαϊκή Ένωση υπήρξε σε γενικές γραμμές ανοιχτή στις κινεζικές επενδύσεις, από την άλλη οι ξένες επιχειρήσεις στην Κίνα συναντούν διάφορες δυσκολίες.
Τα βασικά κέρδη της ευρωπαϊκής πλευράς αφορούν κυρίως το άνοιγμα συγκεκριμένων κλάδων, ενώ η Κίνα κέρδισε την πρόσβαση στην ευρωπαϊκή αγορά πώλησης ενέργειας.
Από την άλλη, πλευρά το βασικό πολιτικό αγκάθι της διαπραγμάτευσης αφορούσε τα ανθρώπινα δικαιώματα, με ιδιαίτερη έμφαση στο γεγονός ότι η Κίνα έχει κατηγορηθεί ότι χρησιμοποιεί εξαναγκαστική εργασία των μελών της μειονότητας των Ουιγούρων που βρίσκεται στο στόχαστρο των κινεζικών αρχών.
Το ζήτημα αυτό αποτελεί και τα βασικό πολιτικό ερώτημα σε σχέση με τη συμφωνία. Παρότι η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν μπόρεσε να πετύχει όλα όσα ήθελε στη διαπραγμάτευση, όλοι συμφωνούν ότι στο οικονομικό τμήμα της διαπραγμάτευσης εξασφάλισε κρίσιμα σημεία που θα σημαίνουν περισσότερες ευρωπαϊκές επενδύσεις στην Κίνα. Ωστόσο, ως προς τα ανθρώπινα δικαιώματα οι δεσμεύσεις της Κίνας είναι πιο συμβολικές και περισσότερο προοπτικές παρά άμεσες.
Τελείωσε η «χρυσή εποχή» της παγκοσμιοποίησης;
Η Ευρωπαϊκή Ένωση δείχνει να κινείται σε μια κατεύθυνση διαφορετική από αυτή των ΗΠΑ που βλέπουν την Κίνα περισσότερο ως ανταγωνιστή παρά ως εταίρο. Δεν είναι τυχαίο ότι παραμονές της ολοκλήρωσης των διαπραγματεύσεων έγιναν διαβήματα από την πλευρά της ομάδας του Μπάιντεν (που δεν είχε ακόμη αναλάβει τα καθήκοντά του), ώστε να καθυστερήσει η συμφωνία και να υπάρξει καλύτερος συντονισμός ανάμεσα σε ΗΠΑ και ΕΕ.
Ας μην ξεχνάμε ότι οι ΗΠΑ έχουν κάνει εκτεταμένη προσπάθεια να περιορίσουν τα επενδυτικά ανοίγματα της Κίνας, επικεντρώνοντας ιδιαίτερα σε πεδία όπως η υψηλή τεχνολογία, θέτοντας ρητά ζήτημα αποκλεισμού της Κίνας από π.χ. τις επενδύσεις στα δίκτυα 5G και προχωρώντας σε προσπάθεια αποκλεισμού κρίσιμων μεγάλων κινεζικών επιχειρήσεων όπως η Huawei από την αγορά των τσιπ υψηλής τεχνολογίας που ακόμη δεν μπορούν να κατασκευαστούν στην Κίνα.
Εάν σε αυτά προσθέσουμε και τον τρόπο που τόσο η ΕΕ όσο και οι ΗΠΑ θέτουν το ζήτημα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, γίνεται σαφές ότι απέχουμε αρκετά από τη χρυσή εποχή της παγκοσμιοποίησης, τότε που είχε κυριαρχήσει η αντίληψη ότι αρκούσε η απελευθέρωση των αγορών και των επενδύσεων για να γίνουν οι κοινωνίες πιο δημοκρατικές και φιλελεύθερες.
Πλέον οι σχέσεις είναι πολύ πιο ανταγωνιστικές και σε αρκετές περιπτώσεις, ιδίως σε σχέση με πρωτοβουλίες των ΗΠΑ, πολιτικά επιχειρήματα και οικονομικοί υπολογισμοί συνδυάζονται.
Η Ευρώπη δεν θέλει ακόμη ένα νέο οικονομικό «σιδηρούν παραπέτασμα»
Από ορισμένες απόψεις η αμερικανική πολιτική απέναντι στην Κίνα παραπέμπει συχνά στη διαμόρφωση ενός κόσμου όπου η Κίνα κατά το δυνατόν θα συναντά ολοένα και περισσότερα εμπόδια στην οικονομική της επέκταση και θα αναδιπλώνεται περισσότερο σε ένα πεπερασμένο φάσμα χωρών.
Βέβαια την ίδια στιγμή και ο βαθμός οικονομικής αλληλεξάρτησης ανάμεσα σε Κίνα και ΗΠΑ παραμένει ιδιαίτερα υψηλός και οι περισσότεροι σύμμαχοι δεν δείχνουν διατεθειμένοι να ακολουθήσουν έναν τέτοιο δρόμο.
Σε μια εποχή μεταβατική για την παγκόσμια οικονομία, στην προοπτική της εξόδου από μια υγειονομική και οικονομική κρίση που έδειξε ότι η Κίνα μπορούσε και την πανδημία να χειριστεί πιο αποτελεσματικά και σε ανάκαμψη να επιστρέψει ταχύτερα, είναι προφανές ότι αρκετές χώρες δεν θέλουν να απολέσουν τα οφέλη που υπόσχονται οι αναβαθμισμένες οικονομικές σχέσεις με την Κίνα, ιδίως όταν αυτές περιλαμβάνουν και καλύτερη πρόσβαση στη μεγάλη κινεζική αγορά. Αυτό μπορεί να εξηγήσει και τον τρόπου που μέχρι στιγμής η Ευρώπη έχει προκρίνει περισσότερο το δρόμο του ρεαλισμού και του οικονομικού υπολογισμού.