Η ανέγερση νέων ακινήτων στην Ευρώπη έχει μειωθεί σημαντικά, δεδομένης της αύξησης του κόστους, ενώ η γραφειοκρατία και οι ολοένα και αυστηρότεροι ενεργειακοί κανόνες καθυστερούν τις κατασκευές. Δεδομένης της έλλειψης κατοικιών, η κατάσταση ενδέχεται σύντομα να επηρεάσει την ανάπτυξη και να εντείνει τις πολιτικές συγκρούσεις, τη στιγμή που επηρεάζονται ολοένα και περισσότεροι ψηφοφόροι.
Oι χώρες οι οποίες έχουν επηρεαστεί περισσότερο είναι και οι πλουσιότερες. Ο αριθμός των νέων αδειών οικοδόμησης στη Γερμανία έχει μειωθεί κατά 27% το α’ εξάμηνο του 2023, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό στη Γαλλία βρίσκεται στο 28% και στη Βρετανία στο 25% για ολόκληρο το έτος.
Η Σουηδία αντιμετωπίζει τη μεγαλύτερη πτώση από την κρίση της δεκαετίας του ‘90, με τις νέες οικοδομές να είναι λιγότερο από το 1/3 της ζήτησης.
Η κρίση επηρεάζει τόσο τις μονοκατοικίες όσο και τις πολυκατοικίες. Η μεγαλύτερη γερμανική εταιρεία κατασκευών Vonovia SE, για παράδειγμα, έχει σταματήσει την ανέγερση νέων οικοδομών, ενώ στη Σουηδία, ένα σημαντικό βιομηχανικό πρότζεκτ για την παραγωγή μπαταριών ηλεκτρικών αυτοκινήτων κινδυνεύει αφού οι εργαζόμενοι δεν βρίσκουν χώρους διαμονής.
Η όλη κατάσταση σημαίνει πως πολλές ευρωπαϊκές κυβερνήσεις δεν έχουν καταφέρει να κρατήσουν τις προεκλογικές τους υποσχέσεις. Η Σουηδία έχει συνταγματικό κανονισμό να παρέχει κατοικίες σε προσιτές τιμές, αλλά η προσφορά ενοικιαζόμενων διαμερισμάτων δεν έχει καταφέρει να φτάσει τη ζήτηση εδώ και δεκαετίες, οδηγώντας τις τιμές στα ύψη και πολλούς κατοίκους στη μαύρη αγορά των υπενοικιαζόμενων. Στην Βρετανία, η κατασκευή νέων κατοικιών έχει κυμανθεί 300.000 υπό τον ετήσιο στόχο της κυβέρνησης.
Στη Γερμανία, τα προσιτά διαμερίσματα αποτέλεσαν κύριο πυλώνα της προεκλογικής καμπάνιας του Καγκελάριου Όλαφ Σολτς, αλλά οι οικονομολόγοι υπολογίζουν πως η κυβέρνηση δε θα καταφέρει να επιτύχει τον στόχο των 400.000 νέων κατοικιών ετησίως μέχρι το 2026 το νωρίτερο.
Οι ελλείψεις στην αγορά ακινήτων συνεχίζουν και εντείνουν την κοινωνική ανισότητα, εξαναγκάζοντας πολλούς καταναλωτές να πληρώνουν ολοένα και μεγαλύτερα ενοίκια. Παράλληλα, η προσέγγιση πολλών γηγενών προς τους μετανάστες θα επιδεινωθεί, αφού τους θεωρούν, πια, ανταγωνιστές όσον αφορά τον περιορισμένο αριθμό κατοικιών. Στην πόλη Λόρραχ της νότιας Γερμανίας, δεκάδες Γερμανοί κάτοικοι αναγκάστηκαν να μετακομίσουν και να δώσουν τα διαμερίσματά τους σε πρόσφυγες.
Τα πράγματα δεν είναι τόσο άσχημα στην Πορτογαλία και την Ισπανία, όπου οι νέες κατασκευές βρίσκονται άνω του μέσου όρου του 2015 μετά από την κρίση χρέους η οποία είχε «παγώσει» τις αντίστοιχες αγορές ακινήτων. Παρ’ όλα αυτά, υπάρχουν ακόμα σημαντικές ελλείψεις, ενώ το πρόγραμμα της χρυσής βίζας της Πορτογαλίας και λοιπές προσπάθειες προσέλκυσης ξένων επενδυτών έχουν αυξήσει τις τιμές κατακόρυφα.
Το όλο πρόβλημα προέρχεται από λανθασμένες κινήσεις των κυβερνήσεων. Όπως αναφέρει το Bloomberg, η αγορά ακινήτων επηρεάζεται από τις επενδύσεις αλλά αποτελεί και ρυθμιζόμενο βασικό αγαθό. Ο συνδυασμός αυτός περιορίζει τις επενδύσεις αυτές και αυξάνει τη μεταβλητότητα στον τομέα, πολλές φορές κάνοντας την κατασκευή νέων κατοικιών μη κερδοφόρα για τις εργολαβικές.
Οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις κάποτε λάμβαναν μεγαλύτερο ρόλο όσον αφορά την αγορά ακινήτων. Μεγάλο μέρος των σουηδικών ακινήτων κατασκευάστηκαν μεταξύ του 1965 και του 1974 βάσει προγραμματισμού της σουηδικής πολιτείας. Στην Γερμανία, πόλεις όπως το Βερολίνο αναγκάστηκαν να κατασκευάσουν τεράστιες πολυκατοικίες για την εξυπηρέτηση των Γερμανών οι οποίοι συγκεντρώνονταν στα αστικά κέντρα μετά τον Α’ ΠΠ.
Όλα αυτά, όμως, αποτελούν πια ιστορία. Στην Γερμανία, η ανάγκη εκβιομηχάνισης και ιδιωτικοποίησης εντάθηκε μετά από την επανένωση της χώρας, κάτι το οποίο οδήγησε πολλές πόλεις σε αναγκαστική πώληση των κτιρίων αυτών για την αποπληρωμή χρεών. Σημειωτέον πως στα τέλη του 1980, η Γερμανία είχε 4 εκατομμύρια κοινωνικές κατοικίες. Ο αριθμός αυτός μειώθηκε υπό του 1 εκατομμυρίου μέχρι το 2020. Παρόμοια ήταν και η κατάσταση στην Βρετανία, όπου πολλά κτίρια πουλήθηκαν στους κατοίκους τη δεκαετία του 1980.
Η Ανατολική Γερμανία, η οποία αποτελεί και την κύρια εκλογική βάση του ακροδεξιού κόμματος AfD, για παράδειγμα, έχει χαμηλότερο ποσοστό ιδιόκτητων κατοικιών από την Δυτική με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την αύξηση των ποσοστών του κόμματος και την αντιμετώπιση των μεταναστών από την κοινωνία.
Στην Σκελεφτέα της βόρειας Σουηδίας, το πλάνο ενίσχυσης της παραγωγικής ικανότητας της μονάδας της Northvolt AB αντιμετωπίζει προβλήματα λόγω της αγοράς ακινήτων, αφού η εταιρεία προσλαμβάνει 100 άτομα κάθε μήνα τα οποία, όμως, δυσκολεύονται να βρουν χώρο διαμονής, δεδομένου ότι η πόλη έχει συνολικό πληθυσμό μόλις 36.000 κατοίκους.
Τα προβλήματα αυτά έχουν, μεν, οδηγήσει σε πολλαπλές εκκλήσεις για στήριξη από το κράτος, αλλά οι περισσότερες κυβερνήσεις δεν θέλουν να προχωρήσουν σε νέο κύκλο εξόδων μετά από την πανδημία και λόγω της πληθωριστικής κρίσης. Το αποτέλεσμα αυτής της κατάστασης είναι ένα κύμα κατάρρευσης πολλών εταιρειών της αγοράς ακινήτων, οι οποίες επιδεινώνουν το πρόβλημα.
Στην Βρετανία, περίπου 45.000 εργολαβικές έχουν βάλει «λουκέτο» την τελευταία πενταετία, ενώ στην Σουηδία, 1.145 εταιρείες του κλάδου έχουν κάνει αίτηση πτώχευσης το πρώτο 10μηνο του 2023, αύξηση της τάξης του 35% από το 2022 σύμφωνα με δεδομένα της Creditsafe.
To κόμμα της βρετανικής αντιπολίτευσης των Εργατικών έχει υποσχεθεί πακέτο μεταρρυθμίσεων για την επιτάχυνση του συστήματος και την ανέγερση 1,5 εκατομμυρίων κατοικιών, ενώ η πορτογαλική κυβέρνηση σκοπεύει να προχωρήσει σε απλοποίηση της γραφειοκρατίας και αύξηση του αριθμού των οικοπέδων για την ανέγερση κατοικιών. Παρόμοια ήταν και η δέσμευση της γερμανικής κυβέρνησης αν και πολλοί αναλυτές δεν αναμένουν βελτίωση των συνθηκών.