Ότι η κυβέρνηση θα μετατρέψει την πρόταση δυσπιστίας του κ. Ανδρουλάκη και των λοιπών «δημοκρατικών» δυνάμεων σε πρόταση εμπιστοσύνης είναι περίπου βέβαιο, η τυπική ανακοίνωση, δια στόματος Κυριάκου Μητσοτάκη, απομένει.
Γράφει ο Χρήστος Υφαντής
Η ίδια η πρόταση δυσπιστίας θεωρείται ήδη περίπου… γραφική, σε κάθε περίπτωση εξαιρετικά αδύναμη και πάντως χωρίς καμία ιδιαίτερη τύχη εντός του Κοινοβουλίου, αλλά και σε επίπεδο κοινωνίας των πολιτών.
Περισσότερο προσομοιάζει σε ένα «αμέτι, μουχαμέτι» μεταξύ των αποδέλοιπων της κεντροαριστεράς «για το ποιος κάνει κουμάντο στο μαγαζί», μετά από την προϊούσα υποχώρηση της μετοχής «Ανδρουλάκης», ως αποτέλεσμα του «αλύπητου ξύλου που έφαγε από τον Πιερρακάκη στη Βουλή στο νομοσχέδιο για τα παραρτήματα των ξένων πανεπιστημίων στην Ελλάδα» και την προσωρινή ενίσχυση του εισαγόμενου αριστερού τραμπισμού της Κουμουνδούρου.
Με τούτα και μ' εκείνα η χώρα οδηγείται στις εκλογές της 9ης Ιουνίου με αποκλειστικά εθνική ατζέντα πλέον και με διακύβευμα την επαναβεβαίωση της πολιτικής πρωτοκαθεδρίας Μητσοτάκη, ένα χρόνο μετά την θριαμβευτική εκλογή του, εξέλιξη που αν επιβεβαιωθεί από το αποτέλεσμα (μεταξύ μας άλλη οδός δεν υπάρχει) θα οδηγήσει στην απόλυτη εξαφάνιση κάθε ίχνους αντιπολίτευσης, ειδικά της αυτοαποκαλούμενης «δημοκρατικής και κεντροαριστερής», τα πολιτικά ψωμιά της οποίας κινδυνεύουν να φαγωθούν πολύ νωρίς.
Προφανώς, αυτός ο χαρακτήρας των εκλογών δεν ανταποκρίνεται ούτε στους σχεδιασμούς της κυβέρνησης, ούτε καν στις προτεραιότητες μιας ημιθανούς αντιπολίτευσης, στο χώρο της οποίας 3-4 επίδοξοι ηγετίσκοι μάχονται σκληρά πέριξ του 12% για να δικαιώσουν την ύπαρξη τους προσβλέποντας στις εκλογές του 2031, αυτές του 2027 μόνοι τους ήδη τις «έχασαν» (όπως και ο κ. Πιερρακάκης στη Βουλή διέβλεψε).
Η παγίδα στην οποία μέσα έπεσαν οι αντιπολιτευόμενοι προέκυψε από την δομική ανικανότητα του κ. Ανδρουλάκη να εμπνεύσει ένα κίνημα ανατροπής των συσχετισμών σε σύντομο χρόνο, ταυτόχρονα με μια ανακατανομή της πολιτικής εξουσίας στην αντιπολίτευση που θα τον έφερνε στην ηγετική θέση του συστημικού αντιπάλου του Κυριάκου Μητσοτάκη.
Το «πασοκικό Βατερλώ» στο νομοσχέδιο για τα μη κερδοσκοπικά παραρτήματα των ξένων πανεπιστημίων στην Ελλάδα γέννησε «τρέλα με κορδέλα» στη Χαριλάου Τρικούπη, ανάκατη με γκρίνια, αγωνία, απελπισία και εσωκομματική αμφισβήτηση σε ένα κύκλο στελεχών που ονειρεύονταν σύντομα υπουργικά κουστούμια και κατέληξαν (από τις παλαβομάρες του αρχηγού τους) να βλέπουν την πλάτη της Γεροβασίλη, του Πολάκη και του Παππά, την ώρα που είχαν πιστέψει πως «καβάλησαν» τον ΣΥΡΙΖΑ και πλέον ούριος άνεμος πνέει στα πανιά τους.
Στην απελπισία αυτή και στην ανάγκη «να απαντήσουμε για να μην καταστούμε πολιτικά γελοίοι» ερείδεται η ψυχοπαθολογία «να προκάνουμε, να το κάνουμε πρώτοι για να στριμώξουμε και τον Κασσελάκη», που οδήγησε σε μια «σαν έτοιμη από καιρό» ανακοίνωση, η έκδοση της οποίας ταυτίστηκε χρονικά με ένα δημοσίευμα και κατέληξε σε μια τραγωδία πριν καν ξεκινήσει η συζήτηση στη Βουλή.
Η δημόσια παρέμβαση του δήθεν αριστερού τραμπικού λαϊκιστή, από τη Θήβα που υπηρετεί (!) τη θητεία των 20 ημερών, για την οποία αιτήθηκε και έλαβε ήδη «πενταήμερος αγροτική άδεια επειδή ο πατέρας μου έχει ζώα», με την οποία ζητάει α. την «ήρεμη» παραίτηση Μητσοτάκη β. την διεξαγωγή εκλογών και γ. την αποστολή (από πού άραγε;) διεθνών παρατηρητών για να εγγυηθούν το αδιάβλητο των εκλογών κι όλα αυτά για μια χώρα που βρίσκεται στον σκληρό πυρήνα του ευρώ, γελοιοποίησε αμετάκλητα την κατάσταση και της προσέδωσε διαστάσεις γενικευμένου χαβαλέ, τον βλέπει ο Σεφερλής και να σκίζει τα πτυχία του στην θεατρική μπαλαφάρα!
Τι απομένει να γελάσει και το παρδαλό κατσίκι; Να σηκώσει το γάντι ο Κυριάκος Μητσοτάκης και να αποφασίσει «εκλογές εδώ και τώρα» με διακύβευμα την υπεράσπιση της αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας και των συνταγματικών θεσμών της από τους αριστερούς τραμπιστές, τους αμετανόητους σταλινικούς, τους σοσιαλδημοκράτες της δεκάρας, τον επιστολοδόχο του Ιησού και τα αποδέλοιπα της δεξιάς πολυκατοικίας και να καλέσει την κοινωνία των πολιτών να υπερασπιστεί τις κατακτήσεις της.
Δεν θα το κάνει, δεν έχει κανένα λόγο να το κάνει, αλλά… αν το έκανε τι θα γίνονταν;