Για χρόνια η ανισότητα αντιμετωπίστηκε ως μια περίπου φυσιολογική διάσταση της οικονομίας. Μέσα από μια μικρή αλλά καθοριστική σημασιολογική μετατόπιση η αναγκαία απουσία ομοιομορφίας και η αναπόφευκτη διαφορά ανάμεσα στους ανθρώπους μεταφράστηκε σε μια νομιμοποίηση της αυξανόμενης κοινωνικής ανισότητας. Ουσιαστικά, το «όλοι διαφορετικοί» μεταφράστηκε σε «όλοι άνισοι».
Ως ένα βαθμό αυτό δικαιολογήθηκε και ως αναγκαία διάσταση μιας αποτελεσματικής οικονομικής πολιτικής. Όλο το σχήμα των trickle-down economics οικοδομήθηκε γύρω από την αντίληψη ότι το μόνο αποτελεσματικό κίνητρο για την οικονομική μεγέθυνση είναι η επιδίωξη να μεγιστοποιηθεί το ατομικό οικονομικό όφελος. Κατά συνέπεια, ο μόνος τρόπος να δουν και οι ασθενέστεροι τη θέση τους να βελτιώνεται είναι να επιδιώξουμε αυτού του είδους την οικονομική μεγέθυνση, ακόμη και εάν στην πραγματικότητα τα αποτελέσματά της θα κατανεμηθούν ακόμη πιο άνισα. Οι πλούσιοι θα πρέπει να γίνουν πλουσιότεροι, εάν πρόκειται οι φτωχοί να κάπως λιγότερο φτωχοί.
Ενδεικτικό της ανισότητας το γεγονός ότι το 2016 το ανώτερο εισοδηματικά 10% του πληθυσμού είχε το 37% του συνολικού εθνικού εισοδήματος στην Ευρώπη, το 41% στην Κίνα, το 46% στη Ρωσία, το 47% στις ΗΠΑ και στον Καναδά. Σε ετήσια βάση το ανώτερο 1% του παγκόσμιου πληθυσμού αποσπά περίπου κάτι παραπάνω από το 20% του συνολικού παγκόσμιου εισοδήματος, ενώ το κατώτερο 50% του παγκόσμιου πληθυσμού εξακολουθεί να αποσπά λιγότερο από το 10% του παγκόσμιου εισοδήματος.
Τα τελευταία χρόνια στις Ηνωμένες Πολιτείες το ποσοστό του πλούτου που κατέχει το ανώτερο εισοδηματικά 10% των νοικοκυριών αυξήθηκε από το 60,8% στο 70%. Ακόμη χειρότερα, το ποσοστό του πλούτου που ανήκει στο πιο εύπορο 1% του πληθυσμού αυξήθηκε από το 17,2% στο 26%.
Η πανδημία της ανισότητας
Όλες οι ενδείξεις είναι ότι η πανδημία έχει φέρει μια ένταση των κοινωνικών ανισοτήτων. H Παγκόσμια Τράπεζα, που έχει έναν αρκετά συντηρητικό ορισμό της φτώχειας (1,9 δολάρια την ημέρα σε ισοτιμία αγοραστικής δύναμης του 2011), υποστηρίζει ότι το 2020 προστέθηκαν στους φτωχούς του πλανήτη ανάμεσα στα 88 και τα 110 εκατομμύρια άνθρωποι. Οι αριθμοί γίνονται αρκετά μεγαλύτεροι, εάν χρησιμοποιήσουμε άλλους ορισμούς της απόλυτης φτώχειας (π.χ. τα 3,2 ή τα 5,5 δολάρια ημερησίως).
Η πανδημία κάνει τα πράγματα πολύ χειρότερα καθώς κατεξοχήν επηρεάζει τους ανθρώπους που αντιμετώπιζαν ήδη τις επιπτώσεις της φτώχειας και της ανισότητας. Τα περιοριστικά μέτρα σημαίνουν ότι πλήθος εργασίες μπαίνουν σε καθεστώς αναστολής, ή ότι κλείνουν οι αντίστοιχες επιχειρήσεις, ενώ μέσα σε συνθήκες ύφεσης είναι πολύ πιθανό να χαθούν αρκετές θέσεις εργασίας.
Στις ΗΠΑ αυτό ήρθε να συναντηθεί με ένα υπόβαθρο ανισότητας που είχε ήδη επιδεινωθεί και συναντιόταν και με τις επιπτώσεις του ρατσισμού. Το 2018 το μέσο εισόδημα των λευκών νοικοκυριών ήταν 66.943 δολάρια, των ασιατικής καταγωγής 87.194 δολάρια, ενώ των ισπανόφωνων 51.4590 και των Μαύρων 41.362 δολάρια.
Η ανισότητα δεν περιοριζόταν στα εισοδήματα. Το 69,3% των λευκών και το 73,1% των ασιατών είχαν ιδιωτική ασφάλιση, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για τους μαύρους ήταν 55,4% και για τους ισπανόφωνους 49,6%.
Η ανισότητα αυτή τώρα επιτείνεται. Ένας χαρακτηριστικός δείκτης είναι το που υπήρξαν οι περισσότερες απώλειες θέσεων εργασίας. Στις ΗΠΑ οι μετρήσεις δείχνουν ότι οι μεγαλύτερες απώλειες θέσεων εργασίας στην περίοδο από τον Φεβρουάριο έως τον Μάιο του 2020 έγιναν στις μεσαίου μισθού εργασίες (-14,2%) και τις χαμηλού μισθού (-19,8%). Αντίθετα, στις εξειδικευμένες και υψηλόμισθες δουλειές οι απώλειες θέσεων εργασίας περιορίστηκαν στο -3,6%.
Ως αποτέλεσμα ήταν κυρίως τα φτωχότερα κοινωνικά στρώματα που αυτή τη στιγμή αντιμετωπίζουν και τις μεγαλύτερες επιπτώσεις από την πανδημία. Στις ΗΠΑ, που αυτή τη στιγμή είναι αντιμέτωπες με μια νέα έξαρση της πανδημίας, τα φτωχότερα στρώματα και ιδίως οι μαύροι πλήρωσαν συγκριτικά σημαντικά μεγαλύτερο τίμημα σε ζωές.
Η ανάγκη να αντιμετωπιστεί η ανισότητα
Η ένταση της ανισότητας και της επισφάλειας έχει συνδεθεί και με τα φαινόμενα αυξανόμενης δυσαρέσκειας, διαμαρτυρίας και απονομιμοποίησης του πολιτικού συστήματος σε διάφορες χώρες.
Δεν είναι τυχαίο έτσι ότι σχολιάζοντας τις εξελίξεις στις ΗΠΑ η αρθρογράφος των Financial Times Gillian Tett επεσήμαινε ότι η συζήτηση δεν πρέπει να περιοριστεί σε όσα αφορούν την «εξέγερση» των οπαδών του Τραμπ ή το εάν θα απαγγελθούν κατηγορίες κατά του προέδρου, αλλά θα πρέπει να αναμετρηθεί και με την ανισότητα του πλούτου που διαρκώς επιδεινώνεται.
Υπενθυμίζοντας τη θεωρία του Walter Scheidel για το πώς οι πόλεμοι, οι μεγάλες αναταραχές αλλά και οι επιδημίες συχνά λειτουργούν ως καταλύτες για πολιτικές που οδηγούν σε μεγαλύτερη ισότητα, με πιο πρόσφατο παράδειγμα τον Β΄ ΠΠ, η Tett θεωρεί ότι είμαστε αντιμέτωποι με μια ανάλογη πρόκληση.
Αυτό στις ΗΠΑ θα μπορούσε να προωθηθεί από τη νέα κυβέρνηση του Τζο Μπάιντεν, εάν υλοποιήσει ένα φάσμα προεκλογικών δεσμεύσεων για περισσότερες επενδύσεις στις υποδομές που θα δημιουργήσουν θέσεις εργασίας, για πακέτα οικονομικών ενισχύσεων που θα βοηθήσουν κυρίως τα νοικοκυριά και τις μικρές επιχειρήσεις, για επέκταση των μέτρων για τους ανέργους, για ενθάρρυνση των Πολιτειών και των εταιρειών να υιοθετήσουν το κατώτατο ωρομίσθιο των 15 δολαρίων και να αναιρέσουν μερικές από τις μεγάλες φοροαπαλλαγές που προωθήθηκαν επί Τραμπ.
Φυσικά, το εάν και κατά πόσο θα προωθηθούν όλα αυτά είναι ερώτημα. Αρκεί να αναλογιστούμε ότι δυο θητείες του Μπαράκ Ομπαμα, την επαύριον της μεγάλης κρίσης του 2008 δεν οδήγησαν σε αντιστροφή της τάσης για μεγαλύτερη ανισότητα.