Η πείνα έπληξε το 6,5% του πληθυσμού της Λατινικής Αμερικής και της Καραϊβικής το 2022, με άλλα λόγια 43,2 εκατομμύρια ανθρώπους, ελαφρώς λιγότερους απ’ ό,τι την περασμένη χρονιά (7%), όμως ποσοστό που συνέχισε να είναι υψηλότερο σε σύγκριση με την κατάσταση που επικρατούσε προτού εκδηλωθεί η πανδημία του νέου κορονοϊού, το 2019 (5,6%), αποκάλυψε μελέτη που έδωσαν στη δημοσιότητα χθες Πέμπτη υπηρεσίες του ΟΗΕ.
«Οι αριθμοί όσον αφορά την πείνα στην περιοχή μας παραμένουν ανησυχητικοί. Βλέπουμε πως απομακρυνόμαστε ολοένα περισσότερο από την υλοποίηση της ατζέντας ‘Πείνα μηδέν’ ως το 2030», προειδοποίησε ο Ουρουγουανός Μάριο Λουβέτκιν, αναπληρωτής γενικός διευθυντής του FAO (του Οργανισμού Τροφίμων και Γεωργίας των Ηνωμένων Εθνών).
Σύμφωνα με τη μελέτη, στην εκπόνηση της οποίας συμμετείχαν επίσης ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας (ΠΟΥ) και το Ταμείο των Ηνωμένων Εθνών για την Παιδική Ηλικία (UNICEF), «ο αντίκτυπος της πανδημίας, της κλιματικής κρίσης και του πολέμου στην Ουκρανία» επηρέασε την κατάσταση στην περιφέρεια, όπως και «η επιβράδυνση των οικονομιών, οι μισθολογικές ανισότητες και ο πληθωρισμός», ειδικά σε «βασικά διατροφικά είδη».
Κάπου 247,8 εκατομμύρια άνθρωποι (το 37,5% του πληθυσμού της Λατινικής Αμερικής και της Καραϊβικής) διολίσθησαν το 2022 σε κατάσταση διατροφικής ανασφάλειας, με άλλα λόγια δεν είχαν αδιάλειπτη πρόσβαση σε τρόφιμα, ή πέρναγε τουλάχιστον μια μέρα προτού φάνε κάτι.
Ταυτόχρονα, η περιφέρεια βρέθηκε αντιμέτωπη με μεγέθυνση του προβλήματος της παιδικής παχυσαρκίας.
Ενώ «το 2022 σε παγκόσμιο επίπεδο η παχυσαρκία έπληττε το 5,6% των παιδιών κάτω των 5 ετών, στη Λατινική Αμερική και στην Καραϊβική η συχνότητα ήταν 8,6%», με άλλα λόγια πλήττονταν 4,2 εκατομμύρια παιδιά, σύμφωνα με τη μελέτη.
Το κόστος μιας υγιεινής δίαιτας είναι υψηλότερο στην περιφέρεια (4,08 δολάρια κατ’ άτομο) από ό,τι παγκοσμίως (3,66).
Μεταξύ του 2020 και του 2021, αυξήθηκε κατά 5,3%, εξαιτίας των υγειονομικών περιοριστικών μέτρων, της διατάραξης των αλυσίδων εφοδιασμού και της έλλειψης ανθρωπίνων πόρων.