Η «κλινικού» τύπου αντιπολίτευση που ασκεί ο ΣΥΡΙΖΑ με αποκορύφωμα την πανδημία είναι δηλωτική της διαταραγμένης ριζοσπαστικότητας που επιτρέπει στους εκφραστές της να περιφρονούν τους πολιτικούς αντιπάλους τους στο όνομα μιας υποτιθέμενης ηθικής ανωτερότητας της Αριστεράς.
Το «ηθικό πλεονέκτημα» του Αλέξη Τσίπρα στα χρόνια των μνημονίων- κυρίως όταν η «πρώτη φορά Αριστερά» συνάντησε το «αναγκαίο καλό» του Πάνου Καμμένου στην Kυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ- εκφράστηκε με μια αρρωστημένη επιθετικότητα, προσβολές, συκοφαντίες και διώξεις πολιτικών αντιπάλων.
Η έκφραση «radical chic», επινοήθηκε από τον Αμερικανό δημοσιογράφο Tom Wolfe (1930-2018) μετά από ένα πάρτυ στο σπίτι του διάσημου μαέστρου Leonard Bernstein στη Νέα Υόρκη που οργανώθηκε για να υποστηρίξει τους «Μαύρους Πάνθηρες».
Μία κωμική και συνάμα γκροτέσκο εικόνα, όπου οι οικοδεσπότες φιλοξένησαν για να δηλώσουν την συμπαράστασή τους όσους θεωρούσαν «ταξικούς εχθρούς».
Αν το σκεφθεί κανείς δεν απέχει αυτή η εικόνα από την ελληνική πραγματικότητα σε ό,τι αφορά την πολιτισμική υπεροχή της Αριστεράς έναντι των πολιτικών δυνάμεων που εκφράζουν τη φιλελεύθερη αστική δημοκρατία.
Ο ριζοσπαστισμός του ΣΥΡΙΖΑ αξιοποίησε την οικονομική κρίση (όπως επιχειρεί να κάνει και με την πανδημική κρίση) εισβάλλοντας υπό μορφή τεχνητού ιού από το περιθώριο στην κεντρική πολιτική σκηνή, μεταμορφώθηκε ad usum στο εκλογικό σώμα ώστε να διεισδύσει στις πιο μετριοπαθείς και μικροαστικές κοινωνικές τάξεις, και συγχρόνως στους νέους που έλκονται από νεωτεριστικές ιδέες και αξίες όπως της Αριστεράς και της οικολογίας, αλλά σε μια καταναλωτική κοινωνίας συνεχίζουν να είναι υπερκαταναλωτές και να απολαμβάνουν τα αγαθά του καπιταλισμού.
Παρατηρώντας το ΣΥΡΙΖΑ του τότε και το ΣΥΡΙΖΑ του σήμερα, τον Αλέξη Τσίπρα πρωθυπουργό και τον Αλέξη Τσίπρα αρχηγό της αξιωματικής αντιπολίτευσης, είναι ευδιάκριτη η αιτία της επιθετικότητας την οποία περικλείει η «κλινικού» τύπου αντιπολίτευση που συχνά καταλήγει σε παραληρηματικές ανακοινώσεις που έχουν στόχο προσωπικά τον Κυριάκο Μητσοτάκη.
Η ρίζα αυτής της επιθετικότητας οφείλεται στο αίσθημα ενοχής ενός πολιτικού χώρου που έχοντας αποκηρύξει τις επαναστατικές αξίες του μαρξισμού- λενινισμού, επιχειρεί δια του μίσους την υπεραναπλήρωση.
Η αντιπολίτευση του ΣΥΡΙΖΑ χρησιμοποιεί τις λέξεις ως εργαλείο χειραγώγησης, επιδίδεται στη τεχνική της πραγματοποίησης ψεμάτων, ποινικοποιεί τον πολιτικό λόγο και τον στρέφει κατά της κυβέρνησης, ενώ έχοντας ως σύνεργα τον λαϊκισμό και την δημαγωγία δυσφημεί συστηματικά κάθε κυβερνητική δράση και πρωτοβουλία.
Επί της ουσίας, όμως, ο ΣΥΡΙΖΑ είναι μια «αρρωστημένη» κατάσταση που προσπαθεί να ξεπεράσει το αίσθημα ενοχής, όπως ακριβώς κάποιος που αισθάνεται τύψεις που έβγαλε τη φόρμα εργασίας για να φορέσει ένα καλοραμμένο κοστούμι.
Χαρακτηριστικό γνώρισμα της ψυχοπαθολογίας του “radical chic” ΣΥΡΙΖΑ, το πνευματικό κενό του πραγματικού περιεχομένου, η έλλειψη στοιχειώδους επαφής με την πραγματικότητα, η τυφλή, παράδοξη και ενδιαφέρουσα υποταγή στην εξουσία, μετριότητα, αλλά και η χρήση μιας ξεπερασμένης αντιδεξιάς ρητορικής, απτό δείγμα μιας αντιπολίτευσης χωρίς επιχειρήματα, χωρίς προτάσεις και φανατικά προσκολλημένης σε μια παράλληλη αφήγηση της πραγματικότητας.
Το παρελθόν και το παρόν σε μια διαρκή αντίφαση με όλους τους μηχανισμούς άμυνας σε λειτουργία σε συσκευασία πρότασης για το μέλλον με την «εγγύηση» του «radical chic» ΣΥΡΙΖΑ.
ΠΗΓΗ: tomanifesto.gr