Ο καλύτερος τρόπος κατασυκοφάντησης της χρηματοοικονομίας είναι αυτός που μετέρχονται οι απολαμβάνοντες τα οφέλη της. Χρόνια τώρα, ο υπογράφων παρακολουθεί τις διάφορες αναλύσεις νομπελιστών οικονομολόγων, διεθνούς φήμης δισεκατομμυριούχων και κοινωνικο-πολιτικών ειδημόνων, οι οποίοι στην συντριπτική τους πλειοψηφία καταφέρονται κατά της οικονομίας της αγοράς, της απληστίας, του νεοφιλελευθερισμού και, γενικά, κατά θεσμών και εννοιών που έχουν στο επίκεντρό τους την ελευθερία.
Γράφει ο Αθανάσιος Παπανδρόπουλος
Και αυτό συμβαίνει γιατί η ελευθερία, ως έννοια και ως πρακτική, πάντα ενοχλεί τους κατέχοντες πολιτική εξουσία και τους ιδιοκτήτες απόλυτων αληθειών. Εσχάτως δε πληθαίνουν και τα αναθέματα κατά της χρηματοοικονομίας, για λόγους σκοπιμότητας όπως θα δούμε στη συνέχεια.
Αναλύοντας έτσι την τελευταία τραπεζική κρίση στη Σίλικον Βάλλευ, όπως και την χρηματοοικονομική κρίση του 2008, με τις επιπτώσεις της, τα αίτιά της και την προϊστορία της, αρχίσαμε να θέτουμε στον εαυτό μας ερωτήματα τα οποία προκύπτουν από αριθμούς, γεγονότα και δράσεις που κάθε άλλο παρά άμεση σχέση έχουν με την οικονομία της αγοράς και τις εφαρμογές της στον δυτικό κόσμο.
Κατ' αρχήν, διαβάζοντας εκ νέου θαυμάσια βιβλία ιστορικών της οικονομίας —όπως ο Γάλλος Φερνάν Μπρωντέλ, ο Ελβετός Πωλ Μπάϊροχ, ο Αμερικανός Νάϊλς Φέργκιουσον, ο Καναδός Πιερ Λεμιέ, ο Γερμανός Σ. Κιντλεμπέργκερ— καταλήξαμε σε ένα πρώτο βασικό συμπέρασμα. Αυτό που λέει ότι οι διεθνείς ροές κεφαλαίων είναι τόσο παλιές όσο και το χρήμα.
Επίσης, η ιστορία μάς λέει ότι, τα τόσο προσφιλή στις ελληνικές κυβερνήσεις ομόλογα, με την σύγχρονη σημασία τους εμφανίστηκαν τον 160 αιώνα. Oι τότε Ευρωπαίοι βασιλείς δεν χρηματοδοτούσαν τους πολέμους τους μόνον με την μεταφορά πολύτιμων μετάλλων από την Αμερική στις Κάτω Χώρες, μέσω Ισπανίας, αλλά βασίζονταν και στην ανάπτυξη μιας διεθνούς αγοράς από asientos και yuros για να συμπληρώνουν το μόνιμο χάσμα που υπήρχε ανάμεσα στα φορολογικά έσοδα και τις στρατιωτικές δαπάνες. Κατά τον Νάϊλς Φέργκιουσον, ήδη από την βασιλεία της Ελισάβετ Α', σημαντικό μέρος του αγγλικού κρατικού χρέους χρηματοδοτούνταν επίσης από την Αμβέρσα —παρόλο που, ως γνωστόν, το Λονδίνο άρχισε να αναπτύσσεται σε ξεχωριστό διεθνές οικονομικό κέντρο στην διάρκεια του 17ου αιώνα.
Έως τα μέσα του 180υ αιώνα, σημειώθηκε επίσης εκτεταμένη ενοποίηση μεταξύ των αγορών του Λονδίνου και του Άμστερνταμ. Oι μετοχές στην Ολλανδική και Βρεταννική Εταιρεία Ανατολικών Ινδιών, στην Τράπεζα της Αγγλίας, στην Εταιρεία της Νότιας Θάλασσας και τα μεταγενέστερα κρατικά χρεόγραφα αποτελούσαν το αντικείμενο συναλλαγών με ελάχιστες διαφορές στην τιμή ή χρονικές καθυστερήσεις και στα δύο οικονομικά κέντρα.
Οι φούσκες της δεκαετίας του 1720 διογκώθηκαν και έσκασαν σε όλα τα μεγάλα οικονομικά κέντρα με αξιοσημείωτο συγχρονισμό.
Από τις παραπάνω ιστορικές αναφορές προκύπτει, έτσι, ξεκάθαρα ότι η ιστορία των χρηματοοικονομικών λειτουργιών είναι πολύ παλιά και εξυπηρετούσε σε μέγιστο βαθμό κρατικά και στρατιωτικά συμφέροντα.
Αν δε παρακολουθήσει κανείς από πιο κοντά την εξέλιξη του χρηματοοικονομικού καπιταλισμού, θα διαπιστώσει τον ρόλο που έπαιξαν στις διαστροφές του όχι τόσο οι «κερδοσκόποι» και οι άπληστοι τραπεζίτες —που σίγουρα αρκετοί από αυτούς δεν απαλλάσσονται ευθυνών— όσο οι κυβερνήσεις, οι κεντρικές τράπεζες, επιχειρήσεις, λόμπυ και ορισμένες εταιρείες αξιολογήσεως. Κυβερνήσεις και κεντρικές τράπεζες είχαν ολέθριες παρεμβάσεις στα πιστωτικά συστήματα, τα οποία ουσιαστικά χρηματοδοτούσαν τις δικές τους πολιτικές.
Από τα επίσημα στοιχεία διεθνών οργανισμών προκύπτει ότι το 2021 ο δημόσιος τομέας αντιστοιχούσε στο 78% των διεθνών ομολόγων.
Σήμερα, δεν αποκλείεται το ποσοστό αυτό να ξεπερνά το 85%. Επίσης, το 2021 οι ξένοι επενδυτές κατείχαν το 70% του ακαθάριστου αμερικανικού ομοσπονδιακού χρέους, έναντι 12% το 1983.
Για το μεγαλύτερο διάστημα της δεκαετίας τού 1990, οι ξένες αγορές αμερικανικών μακροπρόθεσμων ομολόγων (treasuries) έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο στην χρηματοδότηση για την εξισορρόπηση του αμερικανικού ελλείμματος ισοζυγίου εμπορικών συναλλαγών με το εξωτερικό —το οποίο το 2021 άγγιξε το μέγιστο επίπεδό του από το 1960 (3,9% του ΑΕΠ).
Παρόμοιες εξελίξεις σημειώθηκαν και στις περισσότερες αναπτυσσόμενες χώρες, γεγονός που αποδεικνύει ότι τα τριάντα τελευταία χρόνια η κατανομή των πόρων διεθνών ήταν περισσότερο αποτελεσματική, αφού οι αποταμιεύσεις διοχετεύονταν εκεί όπου η οριακή αποδοτικότητα των επενδυτικών προγραμμάτων του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα ήταν υψηλότερη. Έτσι, χάρη στις ροές κεφαλαίων, δινόταν η ευκαιρία σε μία αναπτυσσόμενη χώρα να χρηματοδοτεί το ανισοζύγιό της μεταξύ εγχώριας αποταμιεύσεως και επενδύσεως.
Έπρεπε, όμως, οι αυξημένες εισροές κεφαλαίου —οι οποίες ουσιαστικά αποτελούν εξωτερικό δανεισμό— να χρηματοδοτήσουν εισαγωγές υψηλής τεχνολογίας και έργα υποδομής, και όχι την ικανοποίηση καταναλωτικών προτύπων των συντεχνιών, των εργατοπατέρων και των πελατών του πολιτικού συστήματος, όπως συνέβη στην Ελλάδα.
Κοντολογίς, είναι απαραίτητο το άνοιγμα των κεφαλαιαγορών στο διεθνές επενδυτικό κοινό να συνδυασθεί με αυξημένη επενδυτική δραστηριότητα και βελτίωση της παραγωγικότητας της οικονομίας.
Σε αντίθετη περίπτωση, οδηγεί σε προσωρινή άνοδο της αξίας των περιουσιακών στοιχείων, μετοχών ή ακινήτων, που μπορεί να καταλήξει σε φαινόμενα «φούσκας», όπως συνέβη σε αρκετές από τις αποκαλούμενες αναδυόμενες αγορές, αλλά και στην Ελλάδα.
Στην χώρα μας, η δανειστική «φούσκα» δημοσίου και ιδιωτικού τομέως «διόγκωσε» φαινομενικά τον πλούτο των νοικοκυριών, τα οποία ενίσχυσαν την κατανάλωση, πιέζοντας προς τα πάνω τις τιμές των τελικών προϊόντων. Ενίσχυσε επίσης και την παραοικονομία, δίνοντας ώθηση στην διαφθορά και σε άλλες κοινωνικές στρεβλώσεις.
Και αυτές οι τελευταίες, στο μέτρο που ο ελληνικός κρατισμός θα εμποδίζει κάθε μεταρρύθμιση, (όπως στη δραματική περίπτωση του ΟΣΕ), θα βαθαίνουν και θα εξαρθρώνουν και τα τελευταία ίχνη παραγωγικής δομής που έχουν απομείνει στην χώρα.
Αποκαλυπτικό είναι, από την άποψη αυτή, το γεγονός ότι παρά την κρίση δημοσίου χρέους που πνίγει την Ελλάδα, στο ΑΕΠ της, η κρατική ποσοστιαία συμμετοχή τα πέντε τελευταία χρόνια αυξήθηκε κατά τρεις ποσοστιαίες μονάδες και ξεπερνά πλέον αισθητά το 55%! Κατά τα λοιπά, φταίει ο «νεοφιλελευθερισμός».