Αυτή η αποδεδειγμένη απέχθεια δεν είναι καθόλου περίεργο να οφείλεται σε «μετρήσεις επιπτώσεων» με αποτελέσματα εξαιρετικά αρνητικά για όποιον αποφασίσει να θέσει τον δάχτυλο επί των τύπων των ήλων και να ξεδιαλύνει την ήρα από το στάρι στον παρακμιακό και υποκοσμιακό χώρο του αθλήματος, με δεδομένο τον ακραία σκληρό πυρήνα της εξουσίας που του παρέχει η διεθνής ποδοσφαιρική «έννομη» τάξη (FIFA/UEFA), μέσω απειλών στις περιπτώσεις παραβίασης του διαβόητου «αυτοδιοίκητου».
Στην παραπάνω θεσμική ελευθεριότητα του οργανωμένου ποδοσφαίρου (σ.σ. και το έγκλημα είναι ισχυρό όταν είναι οργανωμένο) αν προσθέσει κανείς την δεδομένη δυναμική και τις δυνατότητες επιρροής στο πολιτικό και επικοινωνιακό σύστημα της χώρας μέρους των ισχυρών των μεγάλων ομάδων και τα συμφέροντα που διαμορφώνονται έχει σχεδόν ολοκληρωμένη μια εικόνα εξαιρετικά επικίνδυνη πολιτικά για όποιον αποφασίσει να εντάξει νέους όρους «για το παιχνίδι» και να αποκαταστήσει μια ελάχιστη ισονομία.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης κατανόησε στην ολότητα του το πρόβλημα και ξεκαθάρισε από την αρχή ( από το κυβερνητικό πρόγραμμα του 2019 ακόμη) πως δεν έχει κανένα λόγο να μπλέξει με συμμορίες που λυμαίνονται το χώρο, απέφυγε και αποφεύγει και στο πρόγραμμα του 2023 την παραμικρή αναφορά στο θέμα, μια δήθεν «Ολιστική Μελέτη» την οποία υπέγραψε αποδείχθηκε παγίδα (άραγε ποιος τον οδήγησε σε αυτή;) για την πρωθυπουργική του αξιοπιστία και πάπαλα!
Είναι τέτοιας έκτασης και έντασης η ήττα του πρωθυπουργού, όπως από το κείμενο της «Ολιστικής Μελέτης» προκύπτει, που η υπογραφή του (μαζί με αυτή του κ. Τσέφεριν, Προέδρου της UEFA), συνεπώς και η εξουσία που από αυτήν απορρέει, είναι υπό αίρεση και εξαρτάται από την καλή θέληση διάφορων στοιχηματζήδων, μερικών καφετζήδων, αρκετών επαγγελματιών άεργων και μελών διάφορων συμμοριών που δραστηριοποιούνται στο άθλημα και ελέγχουν απολύτως ολόκληρο το θεσμικό του οικοδόμημα.
Το πρόβλημα για τον κ. Μητσοτάκη ξεκινάει από τη στιγμή που έχει μπλέξει αξεδιάλυτα μέχρι στιγμής μια ολοκληρωμένη και αναγκαία θεσμική παρέμβαση στο ποδοσφαιρικό οικοδόμημα για να αποκαταστήσει μια απολύτως αναγκαία ισονομία με την παρούσα, σκληρή, εγκληματική και δολοφονική βία που εκδηλώνεται με αφορμή το ποδόσφαιρο (και όχι από αυτό), η οποία έχει λάβει διαστάσεις μάστιγας και έχει την ικανότητα «να σε βρίσκει» ακόμη και αν συστηματικά θέλεις να την αποφεύγεις ή να κρύβεις το κεφάλι σου στην άμμο.
Η βία, με τη μορφή οργανωμένων συμμοριών και εγκληματικών οργανώσεων που δραστηριοποιούνται με την κάλυψη «της ιδέας της ομαδάρας» σε κάθε είδους παράνομες δραστηριότητες (από την πρέζα και την προστασία, έως το οικονομικό έγκλημα) είναι παρούσα ανεξάρτητα από την ομάδα, το άθλημα τους αγώνες, τους διαιτητές, το αποτέλεσμα, το πρωτάθλημα, τη νίκη ή την ήττα.
Είναι η πασίγνωστη καθημερινή σκληρή και δολοφονική βία που διαπερνάει ολόκληρη την κοινωνία, σχεδόν την καθορίζει και τεστάρει τις αμυντικές της δυνατότητες, στο γήπεδο αυτή η βία αναδεικνύεται επειδή βρίσκει έδαφος να εκδηλωθεί σε ασφαλείς συνθήκες, «απενεχοποιημένη και νομιμοποιημένη» από τα χρώματα και την ιδές της ομαδάρας και επαρκώς προστατευμένη από τον «πρόεδρα που καθαρίζει για τα παιδιά αν κάτσει η στραβή και συλληφθούν», έναν τύπο συνήθως με λεφτά (νόμιμα ή μη, δεν έχει καμία σημασία) που διαπλέκεται συστηματικά με την ηγεσία των συνδέσμων οπαδών, χωρίς πάντα να καταφέρνει να τους ελέγχει, ειδικά εάν εμφανιστεί αντίπαλος με μεγαλύτερο πορτοφόλι.
Η βία στα γήπεδα είναι η βία των συμμοριών, τίποτε περισσότερο και τίποτε λιγότερο, συνεπώς κάθε απόπειρα να αντιμετωπιστεί είναι χαμένη από χέρι αν προτάσσει διάφορα ιδεολογήματα περί δήθεν «δικαιωμάτων», εξαιρετικά δημοφιλή στις κοινοβουλευτικές δημοκρατίες, αλλά εξαιρετικά αδύναμα να δώσουν λύση.
Μέσα κι έξω από τα γήπεδα λειτουργούν και κονομάνε (αυτό κανείς δεν πρέπει να το ξεχνάει) με κάθε παράνομο και υποκοσμιακό τρόπο ηγέτες και μέλη εγκληματικών οργανώσεων, όποιος λοιπόν αποφασίσει να σταθεί απέναντι τους χρειάζεται από την αρχή να έχει ξεκαθαρίσει τους ρόλους και τις προτεραιότητες και να έχει πάρει αποφάσεις.
Δεν δείχνει έτοιμος να παίξει σε αυτό το γήπεδο ο Κυριάκος Μητσοτάκης και ορθώς (;) αποφεύγει να εμπλακεί, σε περιπτώσεις σαν κι αυτές ο χειρότερος σύμβουλος είναι η παρατεταμένη ιδεοληπτική προσέγγιση και ο ακραίος δικαιωματισμός απέναντι σε μια πολύ σκληρή πραγματικότητα και μερικές εκατοντάδες επίδοξους (ου μην και κανονικούς) δολοφόνους με επιχειρηματική κάλυψη από ψηλά.
Το κακό για τον πρωθυπουργό είναι πως η βία των συμμοριών που χρησιμοποιούν για τη δράση τους το ποδόσφαιρο εκδηλώνεται πάντα σε επίπεδο κοινωνίας, το γήπεδο δεν είναι περίκλειστο ή ουδετεροποιημένο, έρχεται και φεύγει χωρίς να ρωτήσει, είναι επικοινωνιακά ισχυρότατη και πολιτικά μη διαχειρίσιμη, όσο και αν ο ίδιος κάνει ότι περνάει από το χέρι του για να μην τον ακουμπήσει.
Στην ουσία το μέγα θέμα των συμμοριών (υπό το πρόσχημα του ποδοσφαίρου) είναι πως αισθάνονται πανίσχυρες και υπεράνω του νόμου, συσσωρεύουν σημαντική «καύσιμη ύλη» ανεξέλεγκτα, είναι νομιμοποιημένες σε μεγάλο μέρος της κοινής συνείδησης, διαθέτουν σημαντικό ιδεολογικό φορτίο με αιχμή του δόρατος τον ακραίο δικαιωματισμό και την αριστερολογία της αντίστασης στο αστικό κράτος, ενώ δεν είναι καθόλου αμελητέα η διείσδυση τους ακόμη και στις διωκτικές αρχές, τη λειτουργία των οποίων πολλές φορές επηρεάζουν σημαντικά.
Για πόσο διάστημα ακόμη θα έχει το κεφάλι του στην άμμο και θα παριστάνει πως δεν βλέπει το πρόβλημα είναι άγνωστο. Το βέβαιο είναι πως οι μαχαιροβγάλτες είναι εκεί, παρέα με πρεζέμπορους και διάφορους προστάτες και δεν πρόκειται να φύγουν με ευχές και «Ολιστικές Μελέτες» της κακιάς ώρας.
Υ.Γ. Για την αντιμετώπιση της βίας στα γήπεδα υπάρχουν δεκάδες ιδέες και προτάσεις με βάση την κοινή ποδοσφαιρική εμπειρία ετών, δυστυχώς δεν υπάρχει κανένας να τις ακούσει επειδή για να τις υιοθετήσει χρειάζεται να σπάσει αυγά και να γίνει «κακός» για τμήμα της επιχειρηματικής τάξης που δραστηριοποιείται στο άθλημα.
Οπότε, περί ορέξεως κολοκυθόπιτα!!