O διεθνής οίκος αξιολόγησης Moody’s την προηγούμενη εβδομάδα αναβάθμισε από σταθερές σε θετικές τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας, αλλά διατήρησε και αυτή τη φορά την πιστοληπτική αξιολόγησή σε Ba1, αναφέροντας ως ένα από τους λόγους ότι τα δημογραφικά μεγέθη της χώρας μας είναι εξαιρετικά δυσμενή.
Στο δημογραφικό αναφέρθηκε και στην προηγούμενη αξιολόγηση τον περασμένο Μάρτιο λέγοντας ότι «η Ελλάδα αντιμετωπίζει ένα εξαιρετικά δυσμενές δημογραφικό πρόβλημα λόγω της γήρανσης του πληθυσμού, το οποίο επιδεινώνεται από τη μετανάστευση μεγάλου μέρους μορφωμένων νέων στα χρόνια της κρίσης. Το μερίδιο του πληθυσμού σε ηλικία εργασίας στο σύνολο του πληθυσμού αναμένεται ότι θα συρρικνωθεί κατά σχεδόν εννέα ποσοστιαίες μονάδες έως το 2050, σύμφωνα με τις προβλέψεις της Eurostat. Αυτός είναι ο βασικός λόγος πίσω από τη συγκριτικά αδύναμη μακροπρόθεσμη δυνητική ανάπτυξη, την οποία η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προέβλεψε για την Ελλάδα σε 1,1% για την περίοδο 2022-2070 στην Έκθεση για τη Γήρανση του 2024».
Του Γεωργίου Μέργου*
Η Ελλάδα αντιμετωπίζει σήμερα βαθιά δημογραφική κρίση, κρίση ίσως μεγαλύτερων διαστάσεων από την πρόσφατη δημοσιονομική κρίση, που απειλεί όχι μόνο την κοινωνική, οικονομική και δημοσιονομική της σταθερότητα, αλλά και την εθνική της ασφάλεια. Η χώρα βιώνει δημογραφική μετατόπιση ιστορικών διαστάσεων, που χαρακτηρίζεται από μείωση του ποσοστού γεννήσεων, γήρανση πληθυσμού και συρρίκνωση της συμμετοχής του εργατικού δυναμικού στον πληθυσμό. Αυτή η αλλαγή, που οφείλεται σε μια περίπλοκη αλληλεπίδραση κοινωνικών, οικονομικών και πολιτιστικών παραγόντων, έχει σημαντικές επιπτώσεις στην αγορά εργασίας, στη δημοσιονομική σταθερότητα, στο ασφαλιστικό, καθώς και στο γεωπολιτικό ρόλο της χώρας στην Νοτιο-ανατολική Ευρώπη γενικότερα. Όπως φαίνεται και στο κατωτέρω διάγραμμα, το πρόβλημα της Ελλάδος είναι ίσως το οξύτερο σε ολόκληρη της Ευρώπη.
Για την εκτίμηση των επιπτώσεων απαιτείται προηγούμενη κατανόηση της αιτιολογίας του δημογραφικού προβλήματος. Στο επίκεντρο της δημογραφικής κρίσης της χώρας βρίσκεται η μείωση του συντελεστή γονιμότητας, δηλαδή του ποσοστού γεννήσεων. Για δεκαετίες, το ποσοστό γεννήσεων στη χώρα μας έχει πέσει κάτω από τα επίπεδα αντικατάστασης, δηλαδή τον αριθμό γεννήσεων που απαιτούνται για να διατηρηθεί σταθερό το μέγεθος του πληθυσμού χωρίς μετανάστευση. Ιδιαίτερα, ο συντελεστής γονιμότητας, που είναι κάτω από 1,5 παιδί ανά γυναίκα, σε συνδυασμό με την αύξηση του προσδόκιμου ζωής, οδηγεί σε γήρανση του πληθυσμού με το ποσοστό των ηλικιωμένων πολιτών να ξεπερνά ταχύτατα αυτό των νεότερων γενεών.
Οι επιπτώσεις της γήρανσης του πληθυσμού είναι βαθιές και πολύπλευρες. Από τη μία πλευρά, το υψηλότερο προσδόκιμο ζωής είναι επιθυμητό και αποτελεί απόδειξη βελτίωσης της υγειονομικής περίθαλψης και του βιοτικού επιπέδου. Από την άλλη πλευρά, όμως, ασκεί σημαντική πίεση στο ασφαλιστικό σύστημα, τις υπηρεσίες υγειονομικής περίθαλψης και στα προγράμματα κοινωνικής πρόνοιας που έχουν σχεδιαστεί για μια πολύ νεότερη δημογραφική δομή. Επιπλέον, η συρρίκνωση του εργατικού δυναμικού σημαίνει ότι λιγότερα άτομα συνεισφέρουν στην οικονομία μέσω της παραγωγικότητας, της φορολογίας και των ασφαλιστικών εισφορών, γεγονός που δημιουργεί προβλήματα για τη επίτευξη ικανοποιητικού ρυθμού οικονομικής ανάπτυξης και τη χρηματοδότηση του ασφαλιστικού συστήματος.
Ο δημοσιονομικός αντίκτυπος του δημογραφικού προβλήματος είναι ήδη εμφανής. Η δημόσια δαπάνη για συντάξεις και υγειονομική περίθαλψη, καθώς το ποσοστό των συνταξιούχων αυξάνεται, προβλέπεται να αυξηθεί σημαντικά. Το συνταξιοδοτικό σύστημα της Ελλάδος, πού χρηματοδοτείται από τις τρέχουσες εισφορές των εργαζομένων, βρίσκεται υπό πίεση γιατί έχει μειωθεί σημαντικά ο λόγος «αριθμός εργαζομένων προς αριθμό συνταξιούχων». Αυτή η ανισορροπία απειλεί την οικονομική βιωσιμότητα του ασφαλιστικού συστήματος και η επίλυσή του προϋποθέτει επώδυνες μεταρρυθμίσεις όπως αύξηση των ορίων συνταξιοδότησης, προσαρμογή των ποσοστών εισφορών ή εισαγωγή επιλογών ιδιωτικής συνταξιοδότησης.
Οι δαπάνες υγειονομικής περίθαλψης αυξάνονται λόγω των μεγαλύτερων αναγκών υγειονομικής περίθαλψης των ηλικιωμένων. Ως αποτέλεσμα, ο προϋπολογισμός αντιμετωπίζει δύσκολες επιλογές για τη χρηματοδότηση του συστήματος υγείας, συμπεριλαμβανομένων των μεταρρυθμίσεων που στοχεύουν στη βελτίωση της αποτελεσματικότητας, στην ανακατανομή πόρων και στην ενθάρρυνση πρακτικών υγιούς γήρανσης.
Επιπλέον, η μείωση του συντελεστή γονιμότητας και η συρρίκνωση του εργατικού δυναμικού συμβάλλει στην επιβράδυνση του ρυθμού οικονομικής ανάπτυξης και στη μείωση των φορολογικών και ασφαλιστικών εσόδων. Η μείωση του πληθυσμού σε ηλικία εργασίας σημαίνει λιγότερα άτομα πληρώνουν φόρους εισοδήματος και συνεισφέρουν σε προγράμματα κοινωνικής ασφάλισης. Αυτό περιορίζει την ικανότητα του κράτους για χρηματοδότηση των δημόσιων υπηρεσιών, των έργων υποδομής και άλλων επενδύσεων κρίσιμων για την οικονομική ανάπτυξη και την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας.
Οι οικονομικές συνέπειες της δημογραφικής κρίσης εκτείνονται πολύ πέρα από τις άμεσες δημοσιονομικές πιέσεις. Η προβλεπόμενη μείωση του πληθυσμού μεταφράζεται σε μείωση της καταναλωτικής ζήτησης και δυνητικά ασθενέστερη οικονομία. Οι επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν ήδη προκλήσεις όσον αφορά την εξεύρεση ειδικευμένου εργατικού δυναμικού και την προσαρμογή στις δημογραφικές αλλαγές. Ήδη παρατηρείται σοβαρό πρόβλημα στην αγορά εργασίας με μεγάλες ελλείψεις σε εργατικό δυναμικό σε όλους σχεδόν τους κλάδους. Παρατηρείται η αντίφαση από τη μία πλευρά να παραμένει ακόμα υψηλός ο δείκτης ανεργίας (περίπου 10%), ιδιαίτερα στους νέους, και από την άλλη πλευρά οι επιχειρήσεις να μην μπορούν να καλύψουν τις ανάγκες τους σε προσωπικό, από ανειδίκευτους εργάτες στον αγροτικό τομέα έως τεχνίτες και εξειδικευμένους επιστήμονες με σοβαρές επιπτώσεις στην παραγωγικότητα και το ρυθμό ανάπτυξης της χώρας. Μια συρρικνούμενη εγχώρια αγορά εργασίας εμποδίζει την οικονομική δραστηριότητα και περιορίζει τις ευκαιρίες για ανάπτυξη και επενδύσεις των επιχειρήσεων.
Μακροπρόθεσμα, η δημογραφική κρίση αποτελεί επίσης σοβαρή απειλή της γεωπολιτικής επιρροής και της εθνικής της ασφάλειας, ιδιαίτερα για τη θέση της χώρας στην Νοτιο-Ανατολική Ευρώπη. Καθώς γειτονικές χώρες, όπως η Τουρκία, με νεότερο πληθυσμό συνεχίζουν να αναπτύσσονται, επεκτείνουν την οικονομία τους και αναζητούν ζωτικό χώρο, η Ελλάδα προβλέπεται να αντιμετωπίσει αυξημένο οικονομικό ανταγωνισμό, μειωμένη γεωπολιτική επιρροή και πιθανόν εθνικούς κινδύνους.
Η διατήρηση μιας ζωντανής οικονομίας και η διασφάλιση βιώσιμης ανάπτυξης απαιτούν επώδυνες μεταρρυθμίσεις και καινοτόμες πολιτικές για την αντιμετώπιση της δημογραφικής κρίσης, ενισχύοντας παράλληλα την παραγωγικότητα, την επιχειρηματικότητα και την τεχνολογική πρόοδο για ενίσχυση του ρυθμού ανάπτυξης.
Η αντιμετώπιση της δημογραφικής κρίσης απαιτεί μια πολύπλευρη προσέγγιση που θα συνδυάζει καινοτομικές πολιτικές και κοινωνικές πρωτοβουλίες, καθώς και οικονομικές μεταρρυθμίσεις. Απαιτείται η διερεύνηση το ταχύτερο δυνατόν εναλλακτικών μέτρων για την αντιμετώπιση των αρνητικών επιπτώσεων της δημογραφικής κρίσης και την προώθηση της βιώσιμης ανάπτυξης. Το δημογραφικό είναι ένα πολυδιάστατο πρόβλημα που απαιτεί τον συντονισμό υπηρεσιών από πολλούς κοινωνικούς φορείς και θεσμική θωράκιση, ώστε οι πολιτικές που θεσπίζονται να μην ανατρέπονται από τον εκλογικό κύκλο. Για τον ίδιο λόγο, πολύ σημαντικό ρόλο στη χάραξη και υλοποίηση των σχετικών πολιτικών έχει και η συμμετοχή της ευρύτερης κοινωνίας.
Πρώτο μέλημα και πρωταρχικής σημασίας είναι η κάμψη και εάν είναι δυνατόν η πλήρης αντιστροφή της διαρροής εργατικού δυναμικού, μορφωμένου και τεχνικού, προς την υπόλοιπη Ευρώπη. Ταυτόχρονα ο πλέον αποτελεσματικός τρόπος για να αντιμετωπισθεί το δημογραφικό πρόβλημα είναι μια πολυδιάστατη μεταναστευτική πολιτική προσέλκυσης εργατικού δυναμικού με συγκεκριμένα δημογραφικά χαρακτηριστικά, και όχι η συνέχιση της σημερινής παθητικής μεταναστευτικής πολιτικής. Η λύση αυτή δεν είναι πρωτότυπη, την έχουν εφαρμόσει πολλές άλλες χώρες πριν από εμάς.
Η συγκρότηση διακομματικής κοινοβουλευτικής επιτροπής για το δημογραφικό το 2017 ήταν ένα σημαντικό πρώτο βήμα στην κατεύθυνση αναγνώρισης της σημασίας του δημογραφικού προβλήματος και στον προσδιορισμό πολιτικών για την επίλυσή του που απολαμβάνουν ευρείας πολιτικής συναίνεσης. Ωστόσο, η υλοποίηση αυτών των πολιτικών απαιτεί μεγαλύτερη συνέχεια και επιπλέον θεσμούς, με σκοπό τη διευκόλυνση του συντονισμού, της στοχοθεσίας, της υλοποίησης, της αξιολόγησης και της περαιτέρω βελτίωσης των σχετικών πολιτικών.