Αντιμέτωπες με σοβαρά προβλήματα ρευστότητας, αυξημένα χρέη και υπέρογκα κόστη είναι οι περισσότερες επιχειρήσεις εστίασης στην Ελλάδα. Σύμφωνα με έρευνα του ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ σχεδόν 8 στις 10 επιχειρήσεις έχουν καθυστερημένες οφειλές προς το Δημόσιο ή σε ιδιώτες, ενώ το κόστος λειτουργίας έχει αυξηθεί κατά 41,7% του τελευταίους 12 μήνες.
Από τα μέσα του 2021 και μετά το κόστος λειτουργίας των επιχειρήσεων αυξήθηκε σημαντικά, ενώ όπως είναι επόμενο ο υψηλός πληθωρισμός απομείωσε τα πραγματικά εισοδήματα και κατ’ επέκταση την αγοραστική δύναμη των καταναλωτών.
Μέσα σε αυτό το δυσμενές περιβάλλον τα προβλήματα που είχαν συσσωρεύσει οι επιχειρήσεις εστίασης κατά τη διάρκεια της υγειονομικής κρίσης φαίνεται ότι εντάθηκαν, με κυριότερο εκείνο της εξυπηρέτησης των υποχρεώσεων τους.
Αυτό προκύπτει μετά από έρευνα που διεξήχθη από το ΙΜΕ ΓΣΕΒΕΕ σε 206 μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις εστίασης και καταδεικνύει πως τα δύσκολα για το κλάδο είναι μπροστά, παρά το γεγονός πως η καλή τουριστική περίοδος θα επιτρέψει την αναπλήρωση των απωλειών σε όσες επιχειρήσεις επωφελούνται από τον τουρισμό.
Ζημιές και μείωση τζίρου
Περισσότερες από 6 στις 10 επιχειρήσεις του δείγματος έκλεισαν το 2021 με ζημιές, ενώ ο αριθμός των πελατών καθώς και οι ποσότητες των παραγγελιών μειώθηκαν το πρώτο εξάμηνο του 2022 για το 52,9% και το 63,7% των επιχειρήσεων του δείγματος αντίστοιχα σε σχέση με το προηγούμενο εξάμηνο.
Την ίδια στιγμή το κόστος λειτουργίας των επιχειρήσεων εστίασης αυξήθηκε μεσοσταθμικά τους τελευταίους 12 μήνες κατά 41,7%, λόγω της αύξησης των σημαντικότερων από τα επιμέρους κόστη τους (ενέργειας, προμήθειας πρώτων υλών/εμπορευμάτων, καύσιμων, εργασίας, ενοικίου). Ειδικότερα, τους τελευταίους 12 μήνες αυξήθηκε μεσοσταθμικά :
- το κόστος ενέργειας κατά 87,2%,
- το κόστος προμήθειας πρώτων υλών και εμπορευμάτων κατά 37,9%,
- το κόστος καυσίμων κατά 50,8%,
- το κόστος εργασίας κατά 15%,
- το κόστος ενοικίου κατά 6,8%.
Περισσότερες από 8 στις 10 επιχειρήσεις του δείγματος αύξησαν τις τιμές τους κατά τους τελευταίους 12 μήνες.
Προβλήματα ρευστότητας
Περισσότερες από 1 στις 2 επιχειρήσεις του δείγματος αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα ρευστότητας. Συγκεκριμένα περισσότερες από 4 στις 10 επιχειρήσεις δήλωσαν ότι δεν έχουν καθόλου ταμειακά διαθέσιμα, ενώ περισσότερες από 1 στις 10 επιχειρήσεις δήλωσαν πως τα ταμειακά τους διαθέσιμα επαρκούν για λιγότερο από 1 μήνα.
Το αυξημένο κόστος λειτουργίας, η έλλειψη ρευστότητας και η μείωση της ζήτησης φαίνεται ότι έχουν οδηγήσει την συντριπτική πλειονότητα των μικρών και πολύ μικρών επιχειρήσεων του κλάδου της εστίασης σε αδυναμία εξυπηρέτησης των υποχρεώσεων τους.
Σχεδόν 8 στις 10 επιχειρήσεις του δείγματος έχουν καθυστερημένες οφειλές προς το Δημόσιο ή σε ιδιώτες. Για το 83,2% των επιχειρήσεων αυτών οι οφειλές δημιουργήθηκαν κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Ειδικότερα από το σύνολο των επιχειρήσεων εστίασης του δείγματος:
- το 46,6% έχει καθυστερημένες οφειλές προς τον πρώην ΟΑΕΕ,
- το 46,6% έχει καθυστερημένες οφειλές σε λογαριασμούς ενέργειας
- το 43,2% έχει καθυστερημένες οφειλές προς το πρώην ΙΚΑ,
- το 35,9% έχει καθυστερημένες οφειλές προς την εφορία,
- το 30,6% έχει καθυστερημένες οφειλές προς προμηθευτές,
- το 22,8% έχει καθυστερημένες οφειλές σε λοιπούς λογαριασμούς (τηλέφωνο, ύδρευση κ.α.),
- το 18,4% έχει καθυστερημένες οφειλές ενοικίου,
- το 16% έχει καθυστερημένες οφειλές προς τις τράπεζες.
Μεταξύ των προβλημάτων που έχει κληροδοτήσει η πανδημική κρίση στον κλάδο της εστίασης είναι και οι κενές θέσεις εργασίας. Περίπου 8 στις 10 επιχειρήσεις εστίασης του δείγματος έχουν κενές θέσεις εργασίας. Κατά μέσο όρο οι επιχειρήσεις του δείγματος έχουν 2 έως 3 κενές θέσεις εργασίας. Από τα στοιχεία φαίνεται πως η πλειονότητα των επιχειρήσεων του δείγματος έχει σοβαρές δυσκολίες να λειτουργήσει στο 100% της παραγωγικής της δυναμικότητας.