Μεγαλύτερο αντίκτυπο των αυξημένων επιτοκίων βλέπει για τη νότια Ευρώπη η ING φέτος, σε αντίθεση με τις βόρειες χώρες, καθώς, όπως εξηγεί, με βάση τις έρευνές της, οι τιμές των περιουσιακών στοιχείων και οι επενδύσεις στο νότο έχουν ξεπεράσει τις επιδόσεις στο βορρά. Αλλά η ραγδαία μείωση του δανεισμού τώρα υποδηλώνει ότι αυτό πρόκειται να αλλάξει, κυρίως επειδή το χρέος αυξάνεται ραγδαία.
Οι χώρες της Νοτίου Ευρώπης απέφυγαν έως τώρα τις επιπτώσεις από τις επιτοκιακές αυξήσεις της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, διαψεύδοντας τις προβλέψεις ότι θα αντιμετωπίσουν σημαντικά προβλήματα. Όμως, αυτό θα αλλάξει μέσα στο 2024, προειδοποιεί η ING, καθώς ο αντίκτυπος από τις περσινές αυξήσεις επιτοκίων θα είναι σε αυτές τις οικονομίες μεγαλύτερος από ό,τι στις χώρες του Βορρά.
Τα μέχρι στιγμής στοιχεία δείχνουν ότι η μετάδοση της πιο σφικτής νομισματικής πολιτικής ήταν ισχυρότερη στον Βορρά από ό,τι στον Νότο. Στο χρηματιστήριο, ο Euro Stoxx 50 γύρισε πτωτικά τον Δεκέμβριο του 2021, καθώς οι μακροπρόθεσμες αποδόσεις άρχισαν να αυξάνονται σε όλο τον κόσμο. Έκτοτε, οι αγορές της Γερμανίας και της Γαλλίας έχουν ενισχυθεί κατά 5% και το χρηματιστήριο της Ολλανδίας σημειώνει πτώση 1,4%. Αντίθετα, στην Ισπανία οι μετοχές σημειώνουν άνοδο 16%, στην Ιταλία 11%, στην Ελλάδα 45% και στην Πορτογαλία 15%.
Παρόμοια είναι η εικόνα και στις αγορές ακινήτων, όπου Γερμανία, Ολλανδία και Γαλλία εμφανίζουν πτώση στις τιμές των κατοικιών από τα πρόσφατα υψηλά τους, ενώ η Ιταλία, η Ισπανία, η Πορτογαλία και η Ελλάδα εξακολουθούν να κινούνται ανοδικά.
Η ING μιλά για αξιοσημείωτη εκτίναξη των επενδύσεων στη Ν. Ευρώπη, αν και αναγνωρίζει ότι και άλλοι παράγοντες συμβάλλουν σε αυτό, όπως για παράδειγμα τα χρήματα του Ταμείου Ανάκαμψης, το κυνήγι των αποδόσεων και οι επιτυχημένες μεταρρυθμίσεις. Αλλά και πάλι, οι επενδύσεις αυξήθηκαν στις χώρες της Ν. Ευρώπης κατά 15% από τα τέλη του 2020, ενώ στις χώρες του πυρήνα η αντίστοιχη αύξηση είναι μικρότερη του 5%.
Σύμφωνα με την ING, όλα αυτά θα αλλάξουν, καθώς οι αναλυτές εντοπίζουν αυξανόμενες ενδείξεις ότι η μετάδοση της νομισματικής πολιτικής θα είναι λιγότερο ευνοϊκή για τον Νότο μέσα στο 2024.
Συγκεκριμένα, οι όγκοι των δανείων μειώνονται αυτή τη στιγμή στις περισσότερες χώρες της Ν. Ευρώπης. Και ενώ τα επιτόκια στα επιχειρηματικά δάνεια δεν διαφέρουν σημαντικά ανάμεσα στις χώρες της Ευρωζώνης, εκείνα στα στεγαστικά δάνεια εμφανίζουν διαφορές. Στις χώρες που έχουν περισσότερα στεγαστικά δάνεια κυμαινόμενου επιτοκίου, το μέσο επιτόκιο έχει αυξηθεί, ενώ αντίθετα, σε Ολλανδία και Γερμανία, όπου τα στεγαστικά δάνεια σταθερού επιτοκίου είναι ο κανόνας, το μέσο επιτόκιο έχει σημειώσει ελάχιστη αύξηση. Έτσι, ενώ στην Ολλανδία έχει αυξηθεί από το 2,3 στο 2,5%, στη Γαλλία έχει κινηθεί από το 0,8 στο 4%.
Η επιβάρυνση των στεγαστικών δανείων θα μπορούσε να αποτυπωθεί στη διόρθωση της αγοράς κατοικίας (στην Ισπανία οι αγοραπωλησίες ήταν ήδη μειωμένες κατά 15% σε ετήσια βάση τον Νοέμβριο) αλλά και στην αποδυνάμωση της κατανάλωσης.
Στο μέτωπο των επιχειρήσεων, οι πληρωμές τόκων των γερμανικών και ολλανδικών εταιρειών δεν έχουν επηρεαστεί, αλλά στην Ισπανία, την Ιταλία και τη Γαλλία, έχουν αυξηθεί στα υψηλότερα επίπεδα των τελευταίων τουλάχιστον επτά ετών.
Το ίδιο ισχύει και για τις κυβερνήσεις. Ενώ οι περισσότερες χώρες έχουν επιμηκύνει τη μέση ωρίμανση του χρέους τους, τα υψηλότερα επιτόκια αρχίζουν να οδηγούν σε υψηλότερες πληρωμές, σημειώνει η ING, φέρνοντας σαν ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα την Ιταλία.
Με την μετακύλιση των χρεών, η επιβάρυνση θα αυξάνεται, με την ING να προειδοποιεί ότι αυτό θα κάνει πιο πιεστικές τις συζητήσεις για λιτότητα. Βέβαια, ο οίκος τονίζει πως η χώρα που δείχνει τον δρόμο για τη δημοσιονομική σύσφιγξη είναι η Γερμανία, επομένως δεν πιστεύει ότι αυτή τη φορά οι προσπάθειες λιτότητας θα κινηθούν στο παραδοσιακό δίπολο Βορρά-Νότου.
«Ακόμα και εάν τα επιτόκια της ΕΚΤ έχουν κορυφώσει και ενδεχομένως να δούμε μειώσεις επιτοκίων αργότερα μέσα στο έτος, το 2024 θα είναι η χρονιά όπου οι πλήρεις επιπτώσεις από τη νομισματική σύσφιγξη των τελευταίων 18 μηνών θα ξεδιπλωθούν», καταλήγουν οι αναλυτές του οίκου. «Ενώ οι χώρες της Ν. Ευρωζώνης φάνηκε να εκπλήσσουν, αψηφώντας τις δυσμενείς επιπτώσεις της σύσφιγξης της νομισματικής πολιτικής πέρυσι, φοβόμαστε ότι δεν θα δούμε κάτι παρόμοιο το 2024».