Η Τζάστιν Λι είναι ταμίας σε τράπεζα, με σταθερό μισθό.
Ποτέ ως τώρα δεν είχε βρεθεί στη θέση να σκέφτεται διπλά και τριπλά να βάλει βενζίνη στο σχεδόν άδειο ρεζερβουάρ του αυτοκινήτου της.
Ούτε είχε διανοηθεί ότι θα περίμενε υπομονετικά στη σειρά μπροστά από μια τράπεζα τροφίμων κοντά στο σπίτι της, στο Νόρφολκ της Βιρτζίνια.
Όμως αυτό ακριβώς κάνει τις τελευταίες εβδομάδες, καθώς οι τιμές βασικών τροφίμων και αγαθών έχουν εκτοξευθεί στα ύψη, το ίδιο και οι τιμές των καυσίμων.
Στην ίδια κατάσταση βρίσκονται σήμερα εκατομμύρια χαμηλόμισθοι και συνταξιούχοι Αμερικανοί, που μετά βίας τα βγάζουν πλέον πέρα.
Το φαινόμενο είχε καταγραφεί και εν μέσω πανδημίας, όταν περίπου 60 εκατομμύρια πολίτες αναγκάστηκαν να αναζητήσουν βοήθεια σε τράπεζες τροφίμων, πολλοί εξ αυτών έχοντας χάσει το εισόδημά τους.
Στα τέλη του περασμένου έτους, καθώς η οικονομία είχε πια ξανανοίξει μαζί με την αγορά εργασίας, η ζήτηση στις τράπεζες τροφίμων επέστρεψε σε κανονικά επίπεδα.
Όμως αυτή η ανάπαυλα κράτησε τελικά μόνο για λίγο…
Τα τρόφιμα είναι ένα από τα είδη που επλήγησαν περισσότερο από τον πληθωρισμό-ρεκόρ των τελευταίων 40 ετών που καταγράφεται από τις αρχές του έτους στις ΗΠΑ.
Συνδυαστικά, δε, με τις αυξήσεις σε άλλα βασικά είδη, στα καύσιμα, μέχρι και στο κόστος στέγασης -από τις δόσεις δανείων, έως τα ενοίκια- «συνθλίβουν» τα νοικοκυριά με χαμηλό εισόδημα.
Τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία της ΜΚΟ Feeding America για την εξάλειψη της πείνας -από τις μεγαλύτερες στις ΗΠΑ- δείχνουν ότι η ζήτηση για επισιτιστική βοήθεια αυξήθηκε τον Μάρτιο στο 65% των 200 και άνω τραπεζών τροφίμων που λειτουργεί ανά την αμερικανική επικράτεια το εν λόγω δίκτυο.
Οι προβλέψεις για τους επόμενους μήνες είναι ωστόσο ακόμη πιο ζοφερές…
Το ένα μετά το άλλο, τα ομοσπονδιακά προγράμματα οικονομικής στήριξης έναντι των επιπτώσεων της COVID-19 λήγουν, καθιστώντας έτσι ευάλωτα στην επισιτιστική επισφάλεια ακόμη περισσότερα νοικοκυριά.
Η κρίση πληθωρισμού λειτουργεί εν τω μεταξύ ως ντόμινο, επηρεάζοντας και τις ίδιες τις τράπεζες τροφίμων, σε μια κρίσιμη συγκυρία που μεγαλώνει η ζήτηση, αλλά περιορίζεται η προσφορά τους.
Ήδη πολλές αναφέρουν ότι δυσκολεύονται να καλύψουν τις αυξηένες ανάγκες. Στα ράφια τους, τα προϊόντα πλέον περιορίζονται σε ποικιλία και σε ποσότητα.
Το κρέας, για παράδειγμα, τείνει να γίνει δυσεύρετο. Ακόμη όμως και άλλα βασικά είδη, όπως τα δημητριακά και τα ζυμαρικά, ολοένα και λιγοστεύουν.
Εν μέρει αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι οι δωρεές τροφίμων έχουν μειωθεί πολύ, ακόμη και από τους παραγωγούς.
Τα προβλήματα στην εφοδιαστική αλυσίδα και η αύξηση των ηλεκτρονικών πωλήσεων σε καταστήματα τροφίμων έχουν μειώσει τις ποσότητες περισσευούμενων τροφίμων που μέχρι πρότινος διέθεταν στις τράπεζες τροφίμων.
Ολοένα και λιγότεροι ιδιώτες έχουν πια τη δυνατότητα να συνδράμουν με δικές τους δωρεές.
Οι ίδιες οι τράπεζες τροφίμων βρίσκονται και αυτές ταυτόχρονα αντιμέτωπες με το αυξημένο κόστος.
Με τα κονδύλια που διαθέτουν μπορούν να αγοράσουν λιγότερα προϊόντα από το εμπόριο, απ’ ότι στο παρελθόν.
Τον προϋπολογισμό τους εν τω μεταξύ «ψαλιδίζει» το αυξημένο κόστος των καυσίμων και οι αυξήσεις στους μισθούς των οδηγών, τους οποίους ωθεί προς τα πάνω ο ανταγωνισμός στη διεκδίκησή τους με ιδιωτικές επιχειρήσεις.
Σε αντίθεση όμως με αυτές, οι τράπεζες τροφίμων δεν έχουν τη δυνατότητα να μετακυλήσουν το αυξημένο κόστος στους πελάτες…
Ως εκ τούτου στρέφονται τώρα σε φθηνότερα προϊόντα, μέχρι και σε αποθέματα έκτακτης ανάγκης.
Αρκετές έχουν αρχίσει να περιορίζουν τη συχνότητα επισκέψεων ανά άτομο ή και την ποσότητα του φαγητού που διανέμουν, προκειμένου να μπορέσουν να καλύψουν τις ανάγκες περισσότερων ανθρώπων.
Το πρόβλημα συνολικότερα στις ΗΠΑ έχει προσλάβει τέτοιες διαστάσεις, που ο πρόεδρος Τζο Μπάιντεν ανακοίνωσε για τον Σεπτέμβριο Διάσκεψη για την Πείνα, τη Διατροφή και την Υγεία στις ΗΠΑ, την πρώτη που οργανώνεται στη χώρα από το 1969.
Αν και το Κογκρέσο και το αμερικανικό υπουργείο Γεωργίας αποδέσμευσαν περισσότερα κεφάλαια και ποσότητες τροφίμων για την αντιμετώπιση της αυξημένης επισιτιστικής επισφάλειας καθ’ όλη τη διάρκεια της πανδημίας, τα μεγάλα δίκτυα τραπεζών τροφίμων τονίζουν ότι τώρα απαιτείται πρόσθετη βοήθεια απέναντι σε ένα διπλό πια πρόβλημα: τον υψηλό πληθωρισμό και την αυξημένη ζήτηση.
Προσώρας, το υπουργείο Γεωργίας ανακοίνωσε τη διάθεση επιπλέον 2 δισεκατομμυρίων δολαρίων για την ενίσχυση της εφοδιαστικής αλυσίδας, που δέχεται αλλεπάλληλα πλήγματα από την πανδημία και τώρα και από την ενεργειακή κρίση, με αποτέλεσμα να υπάρχουν ελλείψεις σε βασικά αγαθά και να ωθούνται οι τιμές προς τα πάνω.
Η κίνηση είναι η τελευταία μιας σειρά μέτρων στήριξης από την κυβέρνηση Μπάιντεν, με στόχο να ενισχυθούν μικροί παραγωγοί και τοπικές τράπεζες τροφίμων.
Όμως ο καλπάζων πληθωρισμός περιορίζει τώρα το εύρος της βοήθειας και οι ομοσπονδιακές προμήθειες έχουν μειωθεί στο μισό συγκριτικά με πέρυσι.
Όμως πλέον η επισιτιστική επισφάλεια τείνει πια να γίνει μόνιμο σύμπτωμα της ευρύτερης ανισότητας στη χώρα, υπογραμμίζει η πρόεδρος του δικτύου Feeding America, Κέιτι Φιτζέραλντ.
Οι μισθοί δεν αρκούν ειδικά για όσους δεν έχουν πτυχίο κολεγίου ή πανεπιστημίου, την ώρα που το κόστος για στέγαση, υγειονομική περίθαλψη και εκπαίδευση έχει εκτοξευθεί εδώ και καιρό στα ύψη.
Το φιλανθρωπικό επισιτιστικό σύστημα δεν συνιστά λύση, ούτε και σχεδιάστηκε για να αντισταθμίσει τόσο μεγάλες ανισότητες, επισημαίνει η Φιτζέραλντ.
Εδώ και δεκαετίες «αποτελούσε ένα σύστημα έκτακτης ανάγκης για ανθρώπους που πραγματικά δεν είχαν άλλη επιλογή», λέει στο δημόσιο ραδιόφωνο των ΗΠΑ.
«Σήμερα όμως βλέπουμε πολλούς ανθρώπους -με θέσεις εργασίας και σταθερές δουλειές- να βασίζουν τον μηνιαίο προϋπολογισμό τους στις δωρεές τροφίμων».
«Κι όταν συμβαίνει κάτι τέτοιο», παρατηρεί, «κάτι δεν πάει καλά σε αυτή τη χώρα»…