Ο κ. Μάριο Ντράγκι φεύγει, η κυρία Κριστίν Λαγκάρντ έρχεται, τα προβλήματα όμως παραμένουν και είναι της ίδιας υφής. Κάποιοι βέβαια δεν θέλουν ούτε να τα δουν, ούτε να τα ακούσουν, ούτε να τα αντιμετωπίσουν.
Αυτή η συμπεριφορά δεν αλλάζει το τοπίο. Ήδη από τα μέσα του 2018, ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ), προειδοποιούσε ότι το κλίμα χαλάει. Έτσι στις αρχές του 2019, οι προβλέψεις του για ανάπτυξη 3,7% άρχισαν να πέφτουν πολύ πιο χαμηλά.
Του Αθ. Χ. Παπανδρόπουλου
Το καλοκαίρι δεν προσέφερε ανακούφιση εξαιτίας των αυξανόμενων εμπορικών εντάσεων, της πιθανότητας Brexit χωρίς συμφωνία και της νέας μεταβλητότητας στις αγορές. Από μόνο του το Brexit αποτυπώνει το μέγεθος των κινδύνων: αν η Μεγάλη Βρετανία ξεκινούσε να εμπορεύεται με την Ευρωπαϊκή Ένωση με βάση τους κανόνες του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου, το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν των 27 κρατών μελών της E.E. θα συρρικνώνονταν κατά περίπου 3/4 της ποσοστιαίας μονάδας σε λίγα χρόνια, με μεγαλύτερη υποχώρηση σε κάποιες χώρες και επιμέρους τομείς.
Η Ένωση γενικά λοιπόν και η ευρωζώνη ειδικότερα, συμπεριλαμβανομένης και της χώρας μας έχουν πρόβλημα. Η ύφεση είναι πάνω από τα κεφάλια τους και το ενδεχόμενό της θα υπάρχει για αρκετό καιρό ακόμα.
Ομιλητές στην ετήσια σύνοδο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας νωρίτερα αυτό το καλοκαίρι αξιολόγησαν τα πρώτα 20 χρόνια του ευρώ, κρίνοντάς το με σημεία αναφοράς το αποτέλεσμα, τους θεσμούς και την χάραξη πολιτικής. Η κοινή εκτίμηση ήταν ότι τα αποτελέσματα, σε όρους σύγκλισης βιοτικού επιπέδου ήταν άνισα. Ακριβώς γιατί άνισοι είναι και οι όροι ανάπτυξης στις διάφορες χώρες-μέλη.
Ωστόσο, η ευρωζώνη ενίσχυσε τους θεσμούς της και την πολιτική εργαλειοθήκη. Κοιτώντας πίσω με αυτό τον τρόπο, μπορεί να βοηθήσει να ξεμπερδέψουμε τα λάθη πολιτικής από τους θεσμικούς περιορισμούς. Και θα γίνει ευκολότερο να διαμορφωθεί πολιτική στήριξη για κοινή δράση σε όλη την ευρωζώνη στο μέλλον.
Από την νομισματική πλευρά, η ΕΚΤ υπήρξε εντυπωσιακή και συνεχίζει να παλεύει με τον πεισματικά χαμηλό πληθωρισμό.
Υπήρξε .ουσιαστική στο να βγάλει την ευρωζώνη από την οικονομική κρίση και την κρίση χρέους και εκπλήρωσε τον ρόλο της ως δανειστή τελευταίας καταφυγής, προσφέροντας ρευστότητα στις τράπεζες. Κι όμως, η κεντρική τράπεζα δεν ήταν τόσο γρήγορη στην αντίδραση απέναντι στην επιβράδυνση της οικονομίας. Δεν ξεκίνησε πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης (QE), επιπλέον της μεγαλύτερης στήριξης στη ρευστότητα και αρνητικά επιτόκια, παρά τον Μάρτιο του 2015. Γιατί χρειάστηκε τόσο η ΕΚΤ για να ξεκινήσει το QE όταν η ανάπτυξη ήταν αναιμική, ο πληθωρισμός υποχωρούσε και άλλες κεντρικές τράπεζες είχαν ήδη αυξήσει τον ισολογισμό τους;
Υπήρχαν θεσμικοί λόγοι για την καθυστέρηση. Υπήρξαν επίσης ανησυχίες για την ασυμμετρία με τις εντολές της κεντρικής τράπεζας που αφορούν την σταθερότητα των τιμών.
Μια ισχυρότερη συναίνεση, όμως, του διοικητικού συμβουλίου και πολιτική στήριξη από τους υπουργούς Οικονομικών του Eurogroup, ενώ παράλληλα γίνονταν σεβαστή η ανεξαρτησία της ΕΚΤ, θα επέτρεπε γρηγορότερη αντίδραση στις νέες εξελίξεις.
Αυτό είναι σήμερα και το πιο σοβαρό πρόβλημα της Ευρωζώνης, την ώρα που και η Ελλάδα επανέρχεται στις αγορές. Ο κ. Μάριο Ντράγκι ανέλαβε ήδη νέες πρωτοβουλίες ποσοτικής χαλάρωσης, οι οποίες για να έχουν τα καλύτερα δυνατά αποτελέσματα χρειάζονται και κάποιες δημοσιονομικές πρωτοβουλίες. Ας ελπίσουμε ότι θα γίνουν από την κυρία Λαγκάρντ εγκαίρως.