Στις τράπεζες και την έκτακτη φορολόγηση που πρότεινε ο πρόεδρος της αξιωματικής αντιπολίτευσης Νίκος Ανδρουλάκης, αναφέρθηκε ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης από το βήμα της Βουλής, στο πλαίσιο της συζήτησης για το σχέδιο νόμου του υπουργείου Εργασίας για τον κατώτατο μισθό.
«Υπάρχουν προβλήματα που χρειάζονται αντιμετώπιση, για όλα αυτά τα ζητήματα έχουμε ζητήσει από τις τράπεζες να αντιδράσουν – η αντίδρασή τους δεν μας ικανοποιεί, άρα να περιμένετε παρέμβαση από την κυβέρνηση σε αυτή την κατεύθυνση», τόνισε χαρακτηριστικά. «Πυροτεχνήματα, όπως η έκτακτη φορολόγηση των τραπεζών δεν θα δώσουν απάντηση», είπε και ζήτησε από τα κόμματα της αντιπολίτευσης να κάνουν υπομονή για να δουν τις προτάσεις της κυβέρνησης επί του θέματος.
Αναφέρθηκε επιπλέον σε πρόσφατη έκθεση του ΟΟΣΑ, που καταγράφει ότι «η πραγματική αύξηση μισθών στην Ελλάδα είναι μεγαλύτερη από τον μέσο όρο των χωρών του ΟΟΣΑ».
Θα τηρήσουμε στο ακέραιο τη δέσμευση για αύξηση του κατώτατου μισθού
«Το νομοσχέδιο (για τον κατώτατο μισθό) κλείνει μία δύσκολη εποχή για τη χώρα, μία εποχή περικοπών», τόνισε ο πρωθυπουργός. Απευθυνόμενος προς τον ΣΥΡΙΖΑ, είπε ότι όταν ανέλαβε η κυβέρνηση του, ο κατώτατος μισθός βρισκόταν στα 650 ευρώ, ενώ μέσα σε μία πενταετία έχει φτάσει στα 830 ευρώ.
Ο κ. Μητσοτάκης σημείωσε χαρακτηριστικά ότι πρέπει «ο κατώτατος μισθός να μην συνιστά μέσο επιβίωσης, αλλά αρχή μίας επαγγελματικής πορείας».
Πρόσθεσε δε ότι «δεσμευθήκαμε« και θα «τηρήσουμε στο ακέραιο την υπόσχεσή μας», ότι το 2027 ο κατώτατος μισθός θα φτάσει στα 950 ευρώ.
Τόνισε ότι -την ίδια περίοδο- ο μέσος μισθός θα ανέλθει στα 1.500 ευρώ – «κάτι που όχι μόνο θα το πετύχουμε, θα το ξεπεράσουμε κι όλας». Ανέφερε δε ότι «η Ελλάδα είναι στην 11η θέση στον κατώτατο μισθό και όχι στην τελευταία, όπως συχνά ισχυρίζονται κάποιοι».
«Αυτό καταδεικνύει ότι οι πολιτικές αυξήσεων του κατώτατου μισθού και η στήριξη των πιο αδύναμων εργαζομένων έχουν επιφέρει αποτελέσματα και ως προς τα συγκριτικά στοιχεία σε σχέση με τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές χώρες».
Ο κ. Μητσοτάκης υπογράμμισε ότι «πρέπει να λαμβάνουμε υπόψη τις πραγματικές αντοχές των επιχειρήσεων», σημειώνοντας ότι η ανεργία -τώρα- βρίσκεται σχεδόν στο 9%.
Χαρακτήρισε την τακτική της κυβέρνησης «πολιτική διαρκούς στήριξης των εισοδημάτων των πολιτών – μία πολιτική που απαντά στο πρόβλημα της ακρίβειας».
Απαντώντας στην πρόταση Ανδρουλάκη για μείωση του ΦΠΑ, επικαλέστηκε το παράδειγμα της Ισπανίας, που -όπως είπε- «οδήγησε σε μία πρόσκαιρη μείωση των τιμών, αλλά σωρρευτικά οι τιμές αυξήθηκαν».
«Τέτοιες ενέργειες δεν ευνοούν τους καταναλωτές, αλλά τους μεσάζοντες», πρόσθεσε και συμπλήρωσε ότι δεν μπορούν να μειωθούν τμηματικά οι τιμές του ΦΠΑ («δεν μπορείτε για παράδειγμα να πάρετε κάποια προϊόντα από το 24% και να τα πάτε στο 22%»).
«Ο δημόσιος διάλογος δεν έχει περιθώρια για ακοστολόγητα συνθήματα», επισήμανε.