Η αύξηση του πληθωρισμού, που δείχνει να υποχωρεί ως προς το γενικό δείκτη αν και ο «δομικός πληθωρισμός» διατηρείται ισχυρός στις περισσότερες αναπτυγμένες οικονομίες, συνήθως γεννά την εντύπωση ότι υπάρχει και μια παράλληλη αύξηση των αποδοχών και του «μισθολογικού κόστους».
Σε αυτή την εικόνα συντελεί και το γεγονός ότι οι Κεντρικές Τράπεζες των αναπτυγμένων οικονομιών κυρίως επικεντρώνουν στην αύξηση των επιτοκίων που κυρίως έχει ως στόχο να διαμορφώσει μια «υφεσιακή» δυναμική στην οικονομία, να οδηγήσει σε αύξηση της ανεργίας, υποχώρηση των μισθών και τελικά και των τιμών των προϊόντων.
Άλλωστε, για δεκαετίες η ρητορική για την αύξηση του πληθωρισμού είχε επέμεινε ότι αιτία του πληθωρισμού ήταν οι υψηλοί μισθοί που υποτίθεται ότι «εκβιαστικά» εξασφάλιζαν τα συνδικάτα.
Ωστόσο, μια ματιά στα πραγματικά δεδομένα δείχνει ότι σήμερα η κατάσταση είναι κάπως διαφορετική. Για παράδειγμα οι αυξήσεις των τιμών των προϊόντων έχουν να κάνουν με αυξήσεις των τιμών για λόγους διατήρηση η διεύρυνσης των περιθωρίων κέρδους των επιχειρήσεων παρά με αυξήσεις στο μισθολογικό κόστος.
Οι πραγματικοί μισθοί υποχωρούν
Αυτό ακριβώς έρχεται να υπογραμμίσει μια πρόσφατη έκθεση του ΟΟΣΑ για την κατάσταση της απασχόλησης παγκοσμίως όπου στο κεφάλαιο για τους μισθούς επισημαίνει ότι ενώ το 2022 οι ονομαστικοί μισθοί ανέβηκαν στις χώρες-μέλη του οργανισμού, η αύξηση αυτή υπολειπόταν της συνολικής αύξησης του πληθωρισμού με αποτέλεσμα να έχουμε τελικά μειώσεις του πραγματικού μισθού.
Ειδικότερα, στο πρώτο τρίμηνο του 2023 η αύξηση των μισθών ήταν μεγαλύτερη σε όλες σχεδόν τις χώρες-μέλη του οργανισμού σε σχέση με τα επίπεδα πριν από την πανδημία, φτάνοντας, στις 34 χώρες για τις οποίες υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία, το 5,6%. Ωστόσο, κατά μέσο όρο οι πραγματικοί μισθοί και αποδοχές μειώθηκαν κατά 3,8% και υποχώρησή τους παρατηρήθηκε σε 30 χώρες μέλη.
Το αποτέλεσμα διαδοχικών μειώσεων των πραγματικών μισθών είναι ότι στο τέλος του 2022 οι πραγματικοί μισθοί ήταν κάτω από τα επίπεδα που ήταν στο τελευταίο τρίμηνο του 2019 κατά -2,2% κατά μέσο όρο σε 24 από τις 24 χώρες. Ακόμη και στις υπόλοιπες χώρες το μεγαλύτερο μέρος της ονομαστικής αύξησης των μισθών εξανεμίστηκε εξαιτίας του πληθωρισμού.
Μάλιστα έχει ενδιαφέρον ότι τα στοιχεία του ΟΟΣΑ δείχνουν ότι κυρίως καταγράφονται μειώσεις των πραγματικών αποδοχών στις αμοιβές των σχετικά καλύτερα αμειβόμενων θέσεων, ενώ οι μειώσεις ως προς τις χαμηλές αποδοχές είναι κάπως μικρότερες και σε ορισμένες περιπτώσεις υπάρχουν και πραγματικές αυξήσεις. Για παράδειγμα στην Ελλάδα αυτό φαίνεται στην επίπτωση που έχουν οι αυξήσεις στον κατώτατο μισθό.
Όλα αυτά δεν σημαίνουν ότι η κατάσταση στην αγορά εργασίας δεν παίζει ρόλο. Οι αυξήσεις των ονομαστικών μισθών σε ορισμένες περιπτώσεις αποτυπώνουν το γεγονός ότι οι αγορές εργασίες είναι σχετικά «σφιχτές», δηλαδή χωρίς μεγάλα ποσοστά ανεργίας. Ωστόσο, αποδεικνύεται ότι η ταυτόχρονη αύξηση του πληθωρισμού δεν αφήνει αυτές τις ονομαστικές αυξήσεις να γίνουν και πραγματικές.
Αυξήσεις των κερδών πάνω από τις αυξήσεις των κερδών
Η έκθεση του ΟΟΣΑ κάνει ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες διαπιστώσεις ως προς τη σχέση ανάμεσα σε κόστος εργασίας και κέρδη.
Τα στοιχεία του οργανισμού δείχνουν ότι την τελευταία τριετία το μοναδιαίο κόστος εργασίας έχει αυξηθεί στις περισσότερες χώρες του ΟΟΣΑ καθώς η αύξηση των ονομαστικών μισθών είναι μεγαλύτερη από την αύξηση της παραγωγικότητας.
Ωστόσο την ίδια στιγμή και τα μοναδιαία κέρδη επίσης αυξήθηκαν στις περισσότερες χώρες κάτι που δείχνει ότι οι περισσότερες επιχειρήσεις επέλεξαν να αυξήσουν τις τιμές στα προϊόντα τους σε κλίμακα που υπερκάλυπτε την αύξηση του κόστους εργασίας και των πρώτων υλών.
Μάλιστα, τα στοιχεία του ΟΟΣΑ δείχνουν ότι στις περισσότερες χώρες τα μοναδιαία κέρδη αυξήθηκαν πάνω από τα μοναδιαία κόστη εργασίας και το 2021 και το 2022.
Αυτό είχε δύο βασικές επιπτώσεις. Η πρώτη ήταν η αύξηση των κερδών να είναι συγκριτικά καθοριστικότερος παράγοντας της αύξησης των τιμών. Η δεύτερη ότι tο μερίδιο των μισθών στο συνολικό εθνικό εισόδημα να υποχωρεί
Εάν τώρα δούμε τις αλλαγές στο πραγματικό μοναδιαίο κόστος εργασίας, δηλαδή τη διαφορά ανάμεσα στις αλλαγές στο μοναδιαίο κόστος εργασίας και τις αλλαγές στις τιμές παραγωγού, προκύπτει ότι το πραγματικό μοναδιαίο κόστος εργασίας υποχώρησε σε 18 χώρες-μέλη του ΟΟΣΑ.
Σύμφωνα με τους οικονομολόγους του ΟΟΣΑ η ταυτόχρονη αύξηση του μοναδιαίου κόστους εργασίας και των μοναδιαίων κερδών δεν είναι κάτι το συνηθισμένο. Συνήθως, η αύξηση της μίας παραμέτρου γίνεται σε βάρος της άλλης. Όμως, φαίνεται ότι η ιδιαίτερη οικονομική συγκυρία που δημιουργήθηκε μετά την πανδημία όπου συνυπήρχε μια μεγάλη αύξηση της ζήτησης, σε συνδυασμό με παραμέτρους που οδηγούσαν σε αυξήσεις των τιμών, όπως ήταν οι διαταραχές στις εφοδιαστικές αλυσίδες και μετά οι τιμές ενέργειας εξαιτίας του πολέμου στην Ουκρανία έκαναν τις επιχειρήσεις πιο αποφασιστικές σε αυξήσεις των τιμών που δεν ενσωμάτωναν μόνο τις αυξήσεις του κόστους παραγωγής αλλά και διεύρυναν τα πραγματικά περιθώρια κέρδους τους.
Επιπλέον τα στοιχεία του ΟΟΣΑ δείχνουν ότι η τάση αύξησης των κερδών περισσότερο από τις αυξήσεις των μισθών είναι κάτι που καταγράφεται σε ένα πλατύ φάσμα κλάδων.
Κρίση κόστους ζωής
Όλα αυτά διαμορφώνουν το έδαφος για την κρίση κόστους ζωής που καταγράφεται σε αρκετές χώρες-μέλη του ΟΟΣΑ. Είναι σαφές ότι δεν έχουμε να κάνουμε με ένα σπιράλ αύξησης των τιμών των προϊόντων που κατεξοχήν τροφοδοτείται από τους μισθούς, αλλά από μια αύξηση των μισθών που καθώς διαρκώς υπολείπεται της αύξησης των τιμών, στην πραγματικότητα σημαίνει μια διαρκή αύξηση του κόστους ζωής για τους μισθωτούς, ιδίως τα λιγότερο καλά αμειβόμενα τμήμα της μισθωτικής εργασίας. Αυτό συνεπάγεται –και η έκθεση του ΟΟΣΑ το υπογραμμίζει– την ανάγκη για αύξηση της αγοραστικής δύναμης των μισθωτών για να αποφευχθεί η κοινωνική κρίση, σημειώνοντας, όμως, ταυτόχρονα ότι υπάρχει το περιθώριο οι επιχειρήσεις που διεύρυναν τα περιθώρια κέρδους τους το προηγούμενο διάστημα να απορροφήσουν τυχόν αυξήσεις των μισθών χωρίς αυτό να μεταφραστεί σε αύξηση των τιμών.
Ενδιαφέρον έχουν και οι προτάσεις που κάνουν οι οικονομολόγοι του ΟΟΣΑ για το πώς θα μπορούσε να μειωθεί ο αντίκτυπος του πληθωρισμού στους εργαζομένους και για το πώς η αναγκαία αύξηση των αποδοχών τους δεν θα μεταφραστεί σε επιπλέον πληθωρισμό.
Αυτό μπορεί να περιλαμβάνει πέραν της έμφαση στις συλλογικές συμβάσεις και την αναδιαπραγμάτευσή τους, καθώς η έκθεση διαπιστώνει ότι ακόμη και σε χώρες με μεγάλη παράδοση στις συλλογικές διαπραγματεύσεις οι μισθοί υπολείπονται των αυξήσεων του κόστους ζωής, άμεσες μεταβιβάσεις ή παρεμβάσεις στις τιμές, όπως εν μέρει έγινε για την ενεργειακή κρίση, την προσπάθεια η αύξηση των μισθών να μην μεταφράζεται και σε αύξηση του φορολογικού βάρους, αλλά και την προσπάθεια τα κάθε λογής κοινωνικά επιδόματα να μπορούν να προσαρμόζονται στις αλλαγές των τιμών και να μην υπολείπονται αυτών. Και βέβαια, καταλήγοντας η έκθεση επισημαίνει ότι μια κρίσιμη πλευρά για να αυξηθούν οι πραγματικοί μισθοί είναι να υπάρχουν σταθερές αυξήσεις στην παραγωγικότητα της εργασίας.