Πώς τα παραδοσιακά γιαπωνέζικα νοικοκυριά του περασμένου αιώνα μας διδάσκουν οικονομική διαχείριση.
Μα τι άλλο θα σκαρφιστούν αυτοί οι Γιαπωνέζοι; Η αλήθεια είναι ότι τόσο οι Κινέζοι, όσο και οι Γιαπωνέζοι, είναι δυο λαοί με βαθιές παραδόσεις και μεγάλους πολιτισμούς, στοιχεία τα οποία περνάνε μέχρι και σήμερα στην κουλτούρα των ανθρώπων τους. Κάπως έτσι δημιουργήθηκε και το kakeibo, το οποίο βασίζεται σε μια ιαπωνική φιλοσοφία ζωής που ονομάζεται nagomi, το οποίο αν και δεν έχει άμεση μετάφραση, επικεντρώνεται στις έννοιες της ισορροπίας, της αρμονίας και της βιωσιμότητας και στο πώς να φέρουμε αυτές τις ιδιότητες στη ζωή μας.
Περίπου το 1904, η Hani Motoko, η πρώτη γιαπωνέζα δημοσιογράφος και αργότερα εκδότρια μηνιαίου γυναικείου περιοδικού, επινόησε αυτή την τεχνική, με στόχο να προτείνει στις νοικοκυρές στην Ιαπωνία τρόπους διαχείρισης των μηνιαίων τους εξόδων. Η Motoko ήθελε να βοηθήσει τις γυναίκες της εποχής της, οι οποίες συχνά ζούσαν με περιορισμένο προϋπολογισμό, να επιτύχουν τους οικονομικούς στόχους της ζωής τους και των αποταμιεύσεών τους. Για τον σκοπό αυτό δημιούργησε ένα σύστημα προϋπολογισμού που συνδυάζει τη χρησιμότητα, την απλότητα και την προσοχή, όλα μέσα από το πρίσμα της επίγνωσης.
Η τεχνική του Kakeibo φαίνεται ωστόσο να έχει έρθει στο επίκεντρο της καθημερινότητάς μας, μέσω της γενιάς Gen Z, η οποία υιοθετεί τη φιλοσοφία της και την εφαρμόζει στον οικονομικό της σχεδιασμό και πλάνο. Είτε μέσω βιβλίων και podcast, είτε μέσω των ομώνυμων εφαρμογών στο app store, η νέα γενιά μας μαθαίνει, μέσω του Kakeibo, πώς να σπαταλάμε συνειδητά τα χρήματά μας.
Ξοδεύω σωστά, αποταμιεύω σωστά, ζω σωστά. Αυτό είναι το μότο του Κakeibo, της μεθόδου που συνεχώς κερδίζει φανατικό κοινό, αφού συνδέει την κατανόηση των αξιών της ζωής μας με τους οικονομικούς μας στόχους. Το Kakeibo (προφέρεται “kah-keh-boh”) σημαίνει απλά “λογαριασμός νοικοκυριού” στα τοπικά ιαπωνικά και ουσιαστικά επιτρέπει στα άτομα να έχουν επίγνωση των καταναλωτικών τους συνηθειών και τα βοηθά στην επίτευξη των στόχων αποταμίευσης. Το τελευταίο διάστημα αυτή η μέθοδος αποκτά όλο και περισσότερη αναγνώριση από το κοινό παγκοσμίως, κυρίως γιατί υιοθετεί την ενσυνειδητότητα γύρω από τη σπατάλη των χρημάτων μας και τις καταναλωτικές μας συνήθειες εν γένει.
Η φιλοσοφία αυτή επικεντρώνεται στις προσεκτικές, σκόπιμες δαπάνες και στη βελτίωση της σχέσης μας με τα χρήματα. Είναι σαν έναν οικονομικό διαλογισμό, μέσα από τον οποίο καλούμαστε να κατανοήσουμε γιατί κάνουμε κάθε αγορά. Τα παραπάνω βγάζουν ουσιαστικά την ψυχρή αντιμετώπιση των οικονομικών μας έξω από την συνάρτηση και εστιάζουν κυρίως στην ανθρώπινη ψυχολογία γύρω από αυτά. Βοηθά τους ανθρώπους να ξεπεράσουν τα περιττά και να αποκαλύψουν την ουσία των οικονομικών τους και τον τρόπο χρήσης τους. Αυτό το επιτυγχάνει δείχνοντας στους χρήστες όχι μόνο τι κάνουν με τα χρήματά τους, αλλά και πώς μπορούν να χρησιμοποιήσουν αυτά τα χρήματα για να ξοδεύουν καλά, να αποταμιεύουν καλά και, τελικά, να ζουν καλά.
Το Kakeibo ξεκινά με μια άσκηση προσοχής. Η τεχνική μάς ζητά ουσιαστικά να σκεφτούμε τέσσερις ερωτήσεις αυτοαναστοχασμού. Αυτές είναι οι εξής:
Πόσα εισπράττετε τον μήνα;
Πόσα θα θέλατε να αποταμιεύσετε;
Πόσα ξοδεύετε αυτή τη στιγμή;
Πού θα θέλατε να βελτιωθείτε;
Αυτές οι ερωτήσεις όχι μόνο δημιουργούν οικονομικούς στόχους, αλλά φέρουν τη συνειδητοποίηση ότι τα χρήματα είναι ένα μέσο για τη διευκόλυνση μιας ικανοποιητικής ζωής – και όχι μια σειρά από τακτικές και στρατηγικές που αποσκοπούν στον έλεγχό της.
Καταγράφοντας ενσυνείδητα τα έξοδά μας
Θεμελιώδης αρχή του Kakeibo είναι η καταγραφή των εσόδων και δαπανών μας, άλλωστε η φόρμουλα του θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και ως ένα “ημερολόγιο προϋπολογισμού”. Στην αρχή του μήνα, υπολογίζουμε το προβλεπόμενο εισόδημά μας και αφαιρούμε τα πάγια έξοδά μας (πράγματα όπως το ενοίκιο, οι υπηρεσίες κοινής ωφέλειας και άλλοι λογαριασμοί). Ο,τι απομένει είναι τα χρήματα που έχουμε για ξόδεμα ή εξοικονόμηση εκείνο τον μήνα. Στη συνέχεια, κάθε φορά που ξοδεύουμε χρήματα, πρέπει να το καταγράφουμε στο “ημερολόγιό”, ταξινομώντας τα σε μία από τις τέσσερις κατηγορίες:
Απαραίτητα (βενζίνη, είδη υγιεινής και είδη supermarket).
Μη απαραίτητα (ταινίες, εστιατόρια, ταξίδια, διασκέδαση).
Πολιτισμός (βιβλία, επισκέψεις σε μουσεία, σεμινάρια).
Απροσδόκητα (επισκέψεις σε γιατρούς, επισκευές αυτοκινήτων και δώρα φίλων).
Με την κατανομή των δαπανών σε αυτές τις τέσσερις κατηγορίες, απλοποιούμε τον προϋπολογισμό μας, ώστε να βλέπουμε ανά πάσα στιγμή τη μεγάλη εικόνα. Αν για παράδειγμα το καινούργιο ζευγάρι παπουτσιών που αγοράσαμε είναι για διασκέδαση, πάνε στην κατηγορία των μη απαραίτητων. Αν είναι απαραίτητη προϋπόθεση για τη δουλειά μας όμως, πηγαίνουν στα βασικά. Μπορούμε έτσι να έχουμε άμεση επίβλεψη του πώς ξοδεύουμε τα χρήματά μας και πού;
Στο τέλος του μήνα επανεξετάζουμε τις δαπάνες μας, υπολογίζουμε πόσα ξοδέψαμε σε κάθε κατηγορία καθώς και πόσα εξοικονομήσαμε. Στη συνέχεια συγκρίνουμε τα αποτελέσματα με τους στόχους που έχουμε θέσει για τον εαυτό μας. Αποταμιεύσαμε όσα νομίζαμε; Μήπως κάποιες από τις μη απαραίτητες αγορές μάς φαίνονται εκ των υστέρων περιττές ή μήπως κάποιες απροσδόκητες αγορές είχαν και απροσδόκητα υψηλές τιμές;
Τα παραπάνω μας φέρνουν πιο κοντά στην αληθινή εικόνα των οικονομικών μας – όσο σκληρή κι αν είναι αυτή. Ωστόσο δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι χρηματικοί στόχοι που βάζουμε δεν χρειάζεται να είναι τόσο αυστηροί, όσο βιώσιμοι, έτσι ώστε να μην νιώθουμε συνεχώς ότι ανήκουμε στο προφίλ του σπάταλου ενήλικα. Αντίθετα, πολλές φορές χρειαζόμαστε μερικές μη απαραίτητες αγορές για να αποφορτιστούμε το Σαββατοκύριακο, αρκεί και αυτές να γίνονται με συνειδητότητα.