Ένα από τα θέματα που απασχόλησε το δημόσιο διάλογο την προηγούμενη εβδομάδα ήταν το λεκτικό ατόπημα του υποψηφίου τότε, νέου προέδρου σήμερα, του ΣΥΡΙΖΑ, Στέφανου Κασσελάκη που αποκάλεσε το κατεχόμενο τμήμα της Κύπρου από την Τουρκία, «κρατίδιο».
Γράφει ο Παντελής Περιβολάρης
Ο ρόλος όλων ημών που ασχολούμαστε με την επιστήμη της ιστορίας είναι να μεταφέρουμε μετά από ιστορική, επιστημονική έρευνα την ιστορική αλήθεια για σημαντικά γεγονότα του παρελθόντος. Ο κ. Κασσελάκης συνελήφθη αδιάβαστος και αφού ένας πολιτικός που αναλαμβάνει το τέταρτο σημαντικότερο πολιτειακό αξίωμα της Ελλάδας, δεν γνωρίζει ιστορία, δεν γνωρίζει από διεθνείς σχέσεις, δεν μπορούμε να απαιτούμε από τους απλούς πολίτες να ξέρουν. Συνεπώς από τούτο το βήμα θα προσπαθήσω, όσο μπορώ πιο περιεκτικά να περιγράψω τι συνέβη από τις 15 Νοεμβρίου του 1983 και έπειτα όταν o Τουρκοκύπριος ηγέτης, Ραούφ Ντεκτάς ανακοίνωσε την ανακήρυξη ανεξάρτητου τουρκοκυπριακού κράτους προκαλώντας σφοδρές αντιδράσεις στην ελληνική και ελληνοκυπριακή πλευρά.
Η ελληνική Κυβέρνηση αμέσως ανακοίνωσε την προσφυγή της στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ. Ο Ανδρέας Παπανδρέου με τηλεγραφήματά του σε όλους τους ηγέτες των μεγάλων δυτικών δυνάμεων, στα μέλη του Κογκρέσου, σε διάφορα ευρωπαϊκά κόμματα κατήγγειλε την παράνομη ανακήρυξη του «κράτους Ντεκτάς».
Η ανακήρυξη του «ψευδοκράτους» δεν ήταν κάτι που έπεσε ως «κεραυνός εν αιθρία». Ως σενάριο για πιθανές αντιδράσεις, το είχε η Κυβέρνηση Παπανδρέου. Ο πρέσβης Ζαχαράκις περιγράφει: «Στις 4 Νοεμβρίου, ο Καψής[1], υπαινίχθηκε στην Αγγλίδα Υφυπουργό Εξωτερικών, Γιάνγκ, ότι είναι πιθανή στρατιωτική ενίσχυση της Κύπρου από την Ελλάδα σε περίπτωση ανακήρυξης του ψευδοκράτους. Οι Άγγλοι θορυβήθηκαν και μου διεμήνυσαν στη Λευκωσία ότι κάτι τέτοιο ενδέχεται να προκαλέσει σύρραξη, που η Ελλάς δεν θα είναι σε θέση να αντιμετωπίσει. Ενημέρωσα τον Καψή ο οποίος μου τηλεφώνησε, μετά από μισή ώρα, για να μου τονίσει ότι είχε μιλήσει off the record, ότι πράγματι τρομοκράτησε την Young, η οποία δεν τόλμησε να σχολιάσει! Ωστόσο, η κρυπτοταινία με το σχετικό τηλεγράφημά μου κατεστράφη»[2].
Στην Αθήνα επικρατεί πυρετός προκειμένου να συντονιστούν οι ενέργειες που απαιτούνται στο διεθνές περιβάλλον έτσι ώστε να μην αναγνωριστεί το αποκαλούμε «ψευδοκράτος του Ντεκτάς» από καμία χώρα.
Οι ενέργειες Παπανδρέου, συντονισμένες με τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κωνσταντίνο Καραμανλή, αλλά και με την Κυπριακή Δημοκρατία, έχουν αποτέλεσμα από την πρώτη μέρα κιόλας της κρίσης. Αγγλία, Ιρλανδία, Σουηδία, Ολλανδία, Γαλλία, Δ. Γερμανία, Γιουγκοσλαβία, Ιταλία, Αυστρία και ο γενικός γραμματέας του ΟΗΕ, κ. Ντε Κουεγιάρ καταδίκασαν την αποσχιστική κίνηση του Ντεκτάς. Σύσσωμη η Δύση συντάσσεται με τις ελληνικές θέσεις οι Έλληνες πολίτες αντιμετωπίζουν την πρόκληση ενωμένοι, με υπερηφάνεια, αισιοδοξία και αποφασιστικότητα. Οι χειρισμοί αποφέρουν αποτελέσματα. Στις 18 Νοεμβρίου 1983 το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ υιοθέτησε ψήφισμα σύμφωνα με το οποίο η ανακήρυξη του «ψευδοκράτους» ήταν άκυρη. Ήταν το ψήφισμα 541/1983[3].
Η αποδοκιμασία του Ντενκτάς στο Συμβούλιο Ασφαλείας είναι καθολική όπως αναφέρει ο ελληνικός Τύπος:
«Ομόφωνη μέχρι και τη στιγμή της απόφασης – καταπέλτη του Συμβουλίου Ασφαλείας ήταν η καταδίκη του ψευδοκράτους ήταν η καταδίκη του ψευδοκράτους του Ντενκτάς από τους διαφόρους ομιλητές. Εξαίρεση η «συγκρατημένα φιλοτουρκική» στάση του Πακιστάν. Ο αντιπρόσωπος της Σοβιετικής Ένωσης Όλεγκ Τρογιανόφσκι, στην ομιλία του στο Συμβούλιο Ασφαλείας, αντιτάχθηκε στην «καταβρόχθιση ή το διαμελισμό της Κύπρου από οποιαδήποτε χώρα» και υπογράμμισε πως: «Η χωριστική ενέργεια σε μία περιοχή, που τελεί υπό ξένη στρατιωτική κατοχή, το μόνο που θα μπορούσε να κάνει θα ήταν να επιδεινώσει την κατάσταση, σε μία εποχή που έχουν τεθεί σε λειτουργία νέες πρωτοβουλίες για την επανάληψη των διακοινοτικών συνομιλιών. Και κατέληξε στην πρόταση:
*Το Συμβούλιο Ασφαλείας να ζητήσει από τους Τουρκοκύπριους, την ανάκληση της απόφασης και να επιβεβαιώσει το απαράδεκτο κάθε ανάμειξης από έξωθεν δυνάμεις.
*Να αποσυρθούν τα ξένα στρατεύματα και να διαλυθούν όλες οι ξένες στρατιωτικές βάσεις στην Κύπρο.
-Θεωρείται η ανακήρυξη του κράτους του Ντεντκάς νομίμως άκυρη και αιτείται η ανάκλησή της»[4].
Μία ημέρα νωρίτερα η Ελλάδα πετυχαίνει μεγάλη νίκη στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, όπου 86 Ευρωβουλευτές τάσσονται κατά του ψευδοκράτους, τρεις μόνο υπέρ και υπήρξαν δύο αποχές.
Ο Παπανδρέου συνεχίζει το διπλωματικό του μαραθώνιο και στον Αραβικό κόσμο, με τον οποίο διατηρεί παραδοσιακά καλές σχέσεις. Γιατί ο Ανδρέας Παπανδρέου έστειλε αυτή την επιστολή; Διότι ήλπιζε ότι οι Αραβικές χώρες, στις οποίες η Ελλάδα πάντοτε έδινε την υποστήριξή της, θα στέκονταν στο πλευρό της Κυπριακής Δημοκρατίας. Η ελπίδα του δεν διαψεύστηκε.
Όμως, δεν έφτανε μόνο η απόφαση του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ. Έπρεπε να βρεθούν πρακτικά μέτρα για την εφαρμογή της. Γι’ αυτό ο Παπανδρέου θα ξεκινήσει ένα κύκλο επαφών με το Γάλλο πρόεδρο Φρανσουά Μιττεράν και τον πρωθυπουργό Πιέρ Μορουά στο Παρίσι. Με τον Γερμανό καγκελάριο Χέλμουτ Κολ, τον υπουργό Εξωτερικών Χανς Ντίντριχ Γκένσερ, τον πρόεδρο των σοσιαλδημοκρατών, τέως καγκελάριο και πρόεδρο της Σοσιαλιστικής Διεθνούς Βίλι Μπράντ στη Βόνη, με τον πρόεδρο της Κομισιόν Γκαστό Τορν, τον πρόεδρο του Ευρωκοινοβουλίου Πίτερ Ντάνκε και τον πρωθυπουργό του Βελγίου Πιέρ Μαρτένς στις Βρυξέλες με σκοπό να επιβληθούν κυρώσεις στην Άγκυρα με πρακτικά μέτρα για να υποχρεωθεί στην εφαρμογή της απόφασης του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ[5].
Στις 24 Νοεμβρίου 1983 η Επιτροπή των Υπουργών Εξωτερικών του Συμβουλίου της Ευρώπης «καταδικάζει την τουρκοκυπριακή ηγεσία, θεωρεί την ανακήρυξη νομικά άκυρη και ζητεί την ανάκλησή της»[6].
Ο Παπανδρέου στην συνάντησή του με τον Σπύρο Κυπριανού στις 30 Νοεμβρίου έκανε λόγο για επιτυχή αποτελέσματα, τονίζοντας: «Έχουμε τη μεγάλη αυτή επιτυχία, την αναγνώριση δηλαδή από όλες τις χώρες του κόσμου, από Ανατολή και Δύση, Βορρά και Νότο, ότι πρέπει να καταδικαστεί αυτή η πράξη, ότι αυτή η πράξη πρέπει να ανακληθεί, να ανατραπεί και καμία από τις χώρες αυτές δεν πρόκειται να αναγνωρίσει το ψευδοκράτος του Ντενκτάς, δηλαδή, της Τουρκίας[7]». Στις 6 Δεκεμβρίου του 1983 η σύνοδος κορυφής της ΕΟΚ με ψήφισμά της κάλεσε την Άγκυρα να ανακαλέσει την αναγνώριση του ψευδοκράτους του Ντενκτάς[8]. Ακολούθησε ένα ακόμα καταδικαστικό ψήφισμα στον ΟΗΕ, το ψήφισμα 550 στις 11 Μαΐου του 1984 με το οποίο ζητήθηκε από τη διεθνή κοινότητά η απομόνωση του «ψευδοκράτους»[9].
Το κρίσιμο ερώτημα είναι αν όλη αυτή νέα πολιτική που είχε ξεκινήσει ο Παπανδρέου το 1981 είχε ως παρενέργεια την ίδρυση του «ψευδοκράτους» από τον Ντεκτάς. Ορισμένοι ιστορικοί υποστηρίζουν ότι οι κινήσεις του Παπανδρέου δεν ωφέλησαν στα ελληνοτουρκικά[10]. Ο καταλληλότερος να απαντήσει είναι ο Γεώργιος Ιακώβου, ο επί σειρά ετών Υπουργός Εξωτερικών της Κύπρου, ο οποίος ήταν επικεφαλής της Κυπριακής διπλωματίας εκείνο το διάστημα. Ο βετεράνος πολιτικός και διπλωμάτης τονίζει: «Όχι, το ψευδοκράτος θα γινόταν. Ήταν στους σχεδιασμούς της Τουρκίας από πολύ καιρό νωρίτερα. Ο Ντεκτάς προηγουμένως είχε κάνει ένα τοπικό κράτος με θεσμούς, με Υπουργούς κλπ. Ήταν ολοφάνερο. Και ήταν κάτι που δεν μας ξάφνιασε. Εγώ είχα αναλάβει Υπουργός στις 23 Σεπτεμβρίου και στις 15 Οκτωβρίου είχα υποβάλει σημείωμα ότι οι Τούρκοι θα ανακηρύξουν κράτος στη Βόρειο Κύπρο»[11].
Εκείνες τις κρίσιμες ημέρες της ανακήρυξης του «ψευδοκράτους» η Κυπριακή και η Ελληνική πλευρά είχαν δύο στόχους για να μην δημιουργήσει αρνητικά τετελεσμένα η ενέργεια της Τουρκικής πλευράς:
Να μην υπάρξει ντόμινο αναγνωρίσεων. Το Μπαγκλαντές αναγνώρισε για λίγες ώρες και ανακάλεσε. Σύμφωνα με τον πρέσβη επί τιμή Λεωνίδα Χρυσανθόπουλο η Ελλάδα απείλησε ότι θα παγώσει τη συμφωνία ΕΟΚ – Μπαγκλαντές και γι’ αυτό ανακάλεσε την αναγνώριση[12]. Ο Γιώργος Ιακώβου υποστηρίζει ότι οι δικές του ενέργειες είχαν αποτέλεσμα να ανακληθεί η αναγνώριση: «Είχα γνωρίσει τον Υπουργό Εξωτερικών του Μπαγκλαντές, του τηλεφώνησα, βγήκε στο τηλέφωνο και μου είπε πως δεν είχε μπει καν ως θέμα στο Υπουργικό Συμβούλιο. Το θέμα τελείωσε εκεί»[13]. Ο Τύπος της εποχής αναφέρει ότι την 17η Νοεμβρίου η ελληνική κυβέρνηση διέκοψε τις διπλωματικές σχέσεις με το Μπαγκλαντές γιατί αναγνώρισε το ψευδοκράτος του Ντεκτάς[14].
Να εκδώσει καταδικαστικό ψήφισμα το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ. Εκεί υπήρξε ένα θρίλερ. Ο Γιώργος Ιακώβου τονίζει: «Πρόεδρος του Συμβουλίου ήταν η Μάλτα. Αναζητήσαμε το μόνιμο αντιπρόσωπο. Στην αρχή μας κορόιδευαν. Δεν μπορούσαν να βρουν το Μιντόφ[15]. Ήταν σχεδόν μεσάνυχτα και μας έλεγαν ότι είχε πάει για ιππασία στην ηλικία του. Τηλεφώνησα στον Ανδρέα, που ήταν φίλος του και τον αναζήτησε και αυτός. Τελικά μίλησα με τον τότε Υπουργό Εξωτερικών της Μάλτας και τους πείσαμε να συγκαλέσουν το Συμβούλιο Ασφαλείας που εξέδωσε το ψήφισμα που θέλαμε. Εγώ δεν είχα καμία αμφιβολία για τις δεσμεύσεις του Ανδρέα για το Κυπριακό».
Όλες αυτές οι ενέργειες του Παπανδρέου και της ελληνοκυπριακής πλευράς ήταν πετυχημένες και αυτό αποδεικνύεται από τον τρόπο με τον οποίο βλέπουν τρίτοι τον αντίκτυπο της ανακήρυξης του ψευδοκράτους. Φοιτητές που επισκέφτηκαν την Κύπρο αναφέρουν: «Η Τουρκία ήταν η μόνη χώρα που αναγνώρισε το Τουρκοκυπριακό κράτος, η Κυπριακή Δημοκρατία, δηλαδή, οι ελληνοκύπριοι διατήρησαν τη διεθνώς αναγνωρισμένη κυριαρχία ολόκληρης της νήσου και η επιτυχία της ελληνικής και ελληνοκυπριακής να μην αναγνωριστεί το «ψευδοκράτος» είχε ως αποτέλεσμα τον de facto αποκλεισμό της τουρκοκυπριακής κοινότητας από τα διεθνή φόρουμ»[16].
Ουδέποτε αναγνωρίστηκε η αποσχιστική κίνηση του Ραούφ Ντεκτάς από κανένα κράτος πλην τους Τουρκίας. Και αυτό η Ελλάδα και η Κύπρος το πέτυχαν δίνοντας έναν τιτάνιο διεθνή αγώνα, από τους πετυχημένους στην ιστορία της ελληνικής και κυπριακής εξωτερικής πολιτικής. Είναι αδιανόητο, λοιπόν, ο οποιοσδήποτε μετέχει στο δημόσιο λόγο να λέει ανιστόρητα πράγματα. Διότι κάθε δική μας απόφαση ή ενέργεια ή δήλωση που οδηγεί σε αναγνώριση του ψευδοκράτους και που ενισχύει τους καταμαρτυρούμενους και δηλωμένους σκοπούς της Τουρκίας να αναγνωριστούν τα παράνομα τετελεσμένα συμπεριλαμβανομένων των εποίκων και να καταργηθεί η Κυπριακή δημοκρατία για να επιβληθεί ένα καθεστώς τουρκικής συγκυριαρχίας και επικυριαρχίας, θα επιφέρει μεγάλες περιπέτειες στο ένα δέκατο του Ελληνισμού, στο Ελλαδικό και πολλά άλλα στρατηγικά και γεωπολιτικά.
*Ο Παντελής Περιβολάρης είναι δημοσιογράφος, επιστήμων του ελληνικού πολιτισμού, ιστορικός, συγγραφές και υποψήφιος διδάκτορας διεθνών σχέσεων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο. Από τις εκδόσεις Παπαζήση κυκλοφορεί η ιστορική μελέτη του «Η Αλλαγή και η αλλαγή στο Κυπριακό, Ανδρέας Παπανδρέου και Κύπρος 1981-1989».
ΠΗΓΗ: philenews.com
[1] Υφυπουργός Εξωτερικών στην Κυβέρνηση Παπανδρέου.
[2] Χ. Ζαχαράκης, «Άκρως απόρρητο ειδικού χειρισμού», Αθήνα, (2008), σελ. 224.
[3] Βερέμης (1998), σελ. 171.
[4] «Έθνος» 18 Νοεμβρίου 1983, σελ. 5.
[5] «Έθνος» 21 Νοεμβρίου 1983, σελ. 2.
[6] «Καθημερινή» 25 Νοεμβρίου 1983, σελ. 1.
[7] Ανακοινωθέν Γραφείου Δημοσίων Πληροφοριών της Τετάρτης 30 Νοεμβρίου 1983, αναρτημένο στο https://www.piopressreleases.com.cy/easyconsole.cfm/page/search, τελευταία επίσκεψη στις 29-3-2021.
[8] «Καθημερινή», 6 Δεκεμβρίου 2021, σελ. 1
[9] Βερέμης (1998), σελ. 171.
[10] Κωστής (2019), σελ. 820.
[11] Συνέντευξη Ιακώβου στον Παντελή Περιβολάρη, που ηχογραφήθηκε στις 6-4-2021.
[12] Λ. Χρυσανθόπουλος, «Η αναγνώριση του ψευδοκράτους από τρίτα κράτη», Αθήνα, (2020), αναρτημένο στο https://professors-phds.com/2020/11/26/30788/, τελευταία επίσκεψη στις 11-4-2021.
[13] Συνέντευξη Ιακώβου.
[14] «Έθνος» 17 Νοεμβρίου 1983, σελ. 14.
[15] Ο Ντομ Μιντόφ ήταν Πρωθυπουργός της Μάλτας από το 1995 έως και το 1958 και από το 1971 έως και το 1984. Γεννήθηκε το 1916 και έφυγε από τη ζωή το 2012.
[16] Α. Mazer, «Preparing the People for Compromise: Confidence-Building
Measures and the Prospects for a “Yes” Vote», στο «Cyprus: Understanding Conflict», Washington, (2009), σελ. 27.