Οι χρήστες στην Ελλάδα κατατάσσονται στην πρώτη θέση παγκοσμίως ως προς την έκθεσή τους σε κυβερνοαπειλές. Οι παγκόσμιες τάσεις δείχνουν ότι οι νέες ανιχνεύσεις κακόβουλου λογισμικού αυξήθηκαν κατά 14% το 2024, φτάνοντας τα 467.000 δείγματα καθημερινά.
Μέχρι στιγμής το 2024, οι λύσεις της Kaspersky κατόρθωσαν να προστατεύσουν τους χρήστες στην Ελλάδα από πάνω από 15 εκατομμύρια διαδικτυακές απειλές. Ακόμα, στις πιο συχνές απειλές περιλαμβάνονται τα περιστατικά γενικής εκμετάλλευσης, τα password stealers, τα spyware, το financial και banking κακόβουλο λογισμικό και τα ransomware.
Συγκεκριμένα, τα προϊόντα της Kaspersky μπλόκαραν 15.249.312 διαδικτυακές απειλές, 715.838 γενικά exploits, 583.904 επιθέσεις από password stealers, 422.395 περιπτώσεις spyware, 117.329 ανιχνεύσεις financial και banking κακόβουλου λογισμικού, καθώς και 25.650 επιθέσεις ransomware. Επιπλέον, καταγράφηκε αύξηση 21,5% σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος στις απόπειρες επιθέσεων μέσω του πρωτοκόλλου Remote Desktop Protocol (RDP), το οποίο επιτρέπει στους εργαζομένους να συνδέονται απομακρυσμένα στους εταιρικούς υπολογιστές τους. Η εξέλιξη αυτή αναδεικνύει την ανάγκη για ενισχυμένα μέτρα προστασίας από τις επιχειρήσεις, ειδικά σε μια περίοδο όπου η τηλεργασία έχει καθιερωθεί και στην Ελλάδα.
Η ευθυγράμμιση της Ελλάδας με τις παγκόσμιες τάσεις γίνεται επίσης ευκρινέστερη παρατηρώντας ότι οι χρήστες της εφαρμογής SubsCrab στην Ελλάδα ξοδεύουν κατά μέσο όρο €748 για συνδρομές σε διαδικτυακές υπηρεσίες, χρησιμοποιώντας 7,1 τέτοιες υπηρεσίες ανά άτομο. Στο top 5 της λίστας παγκόσμιων υπηρεσιών με τους περισσότερους εγγεγραμμένους χρήστες βρίσκεται το Netflix, το Spotify, το Disney+, το YouTube Premium και το Google One. Το ποσοστό αυτό είναι ελαφρώς χαμηλότερο από τον παγκόσμιο μέσο όρο των €895 για 12 τέτοιες υπηρεσίες.
Αναφορικά με τις επιχειρήσεις, αναλυτική έρευνα που πραγματοποίησε η Kaspersky φέτος τον Οκτώβριο σε 27 αγορές παγκοσμίως αποκάλυψε ενδιαφέροντα στοιχεία. Πάνω από τις μισές (51%) ανέφεραν ότι έγινε απόπειρα πρόσβασης από κακόβουλο λογισμικό στο δίκτυό τους, και μία στις πέντε (19%) υπέστη κλοπή δεδομένων. Το ποσοστό αυτό παρουσίασε σημαντικές διακυμάνσεις ανάλογα με το μέγεθος της εταιρείας — ενώ 11% των μεγάλων επιχειρήσεων υπέστη διαρροές δεδομένων σε κυβερνοεπιθέσεις, αυτό ήταν πολύ πιο συχνό στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις (28%), κάτι που δείχνει ότι οι μεγάλες εταιρείες επενδύουν μεγαλύτερο μέρος του προϋπολογισμού τους στην προστασία των δεδομένων τους σε σύγκριση με τις μικρότερες.
Παρόλα αυτά, μόνο το 10% των εταιρειών προστατεύουν όλους τους εταιρικούς σταθερούς υπολογιστές τους, και μόλις το 8% τα εταιρικά κινητά τηλέφωνα, αφήνοντας μεγάλο περιθώριο εκμετάλλευσης στους κυβερνοεγκληματίες. Παράλληλα με τα κενά στην προστασία των υποδομών, μόνο το 58% των μεγάλων και το 46% των μικρομεσαίων επιχειρήσεων χρησιμοποιούν επαγγελματικές υπηρεσίες εκπαίδευσης για τους εργαζομένους τους, καθιστώντας τις ευάλωτες στην εκμετάλλευση ανθρώπινου λάθους κατά τη διάρκεια επιθέσεων. Αυτό υποστηρίζουν και δεδομένα, βάσει των οποίων το 34% των επιτυχημένων επιθέσεων περιλάμβαναν συνειδητές ή ασυνείδητες ενέργειες εργαζομένων.
«Ενώ τα δεδομένα αυτά αναδεικνύουν τη σοβαρότητα των προκλήσεων που αντιμετωπίζουν οι εταιρείες, είναι ενθαρρυντικό ότι, για πρώτη φορά, το 100% των εταιρειών αναφέρουν ότι εφαρμόζουν (ή σχεδιάζουν ενεργά να εφαρμόσουν) προστασία endpoint για να θωρακίσουν τις υποδομές τους. Αν οι εταιρείες προσεγγίσουν με την ίδια σοβαρότητα τη διαχείριση των κινδύνων που προκύπτουν από ανθρώπινο παράγοντα, μέσω της κατάλληλης εκπαίδευσης και επιμόρφωσης των εργαζομένων, θα μπορέσουν να επικεντρωθούν περισσότερο στις δραστηριότητες και τους στόχους τους με λιγότερες διακοπές», πρόσθεσε ο Βασίλης Βλάχος.