Η παγκόσμια αγορά τέχνης βίωσε ένα από τα χειρότερα έτη της τελευταίας δεκαετίας, με τις πωλήσεις να υποχωρούν κατά 12% σε αξία το 2024, σύμφωνα με νέα έκθεση της Art Basel και της UBS.
Η κρίση ήταν διεθνής. Στις ΗΠΑ, οι πωλήσεις υποχώρησαν κατά 9% σε ετήσια βάση, ενώ στην Κίνα καταγράφηκε πτώση 31%, φτάνοντας στα χαμηλότερα επίπεδα από το 2009. Η Γαλλία σημείωσε πτώση στις πωλήσεις κατά 10%, η Γερμανία 4%, η Ιταλία 10% και η Νότια Κορέα 15%. «Δεν μπορώ να ωραιοποιήσω τα ευρήματα», δηλώνει η Κλερ Μακ Άντριου, ιδρύτρια της εταιρείας ερευνών Arts Economics και συγγραφέας της έκθεσης. «Ήταν μια δύσκολη χρονιά σε όλες τις μεγάλες αγορές».
Πρόκειται για τη δεύτερη συνεχόμενη χρονιά με αρνητικό πρόσημο στον χώρο της τέχνης, ο οποίος φαίνεται να περνά κρίση ταυτότητας. Οι συλλέκτες αντιδρούν στις υπερβολικά φουσκωμένες τιμές, ενώ η σύγχρονη τέχνη αντιμετωπίζεται πλέον ως χωρίς ξεκάθαρη κατεύθυνση. Οι αγοραστές απομακρύνονται από «καυτά» ονόματα καλλιτεχνών, που μέχρι πρόσφατα θεωρούνταν άτρωτοι.
Η μόνη θετική εξέλιξη στην έκθεση αφορά τον όγκο συναλλαγών, ο οποίος αυξήθηκε κατά 3% σε ετήσια βάση, κυρίως λόγω της αύξησης πωλήσεων αντικειμένων χαμηλότερης τιμής, παραδείγματος χάρη, έξι ψηφίων ή και χαμηλότερα. «Αυτό που παρατηρούμε είναι μια διαδικασία εκδημοκρατισμού της αγοράς τέχνης», εξηγεί ο Πολ Ντονοβάν, επικεφαλής οικονομολόγος της UBS Global Wealth Management. «Οι πωλήσεις αυξάνονται αριθμητικά, αλλά η συνολική αξία τους δεν ακολουθεί ανάλογη πορεία».
Αλλαγή σκυτάλης στους συλλέκτες
Αν και οι πωλήσεις μειώθηκαν, «περίπου 58 δισ. δολάρια αξίας έργων τέχνης πουλήθηκαν πέρσι», σύμφωνα με τον Νόα Χόροβιτς,CEO της Art Basel. Ωστόσο, προσθέτει ότι η αγορά παραμένει ιδιαίτερα ευαίσθητη στην ψυχολογία: «Ο ένας κοιτάει τον άλλο για να… διαβάσει τα σημάδια, για το πού κατευθύνεται η αγορά – και τα σημάδια δεν είναι ενθαρρυντικά».
Ένας δείκτης αυτής της αβεβαιότητας είναι η υψηλή «ανακύκλωση» πελατών. Παρότι οι έμποροι τέχνης πούλησαν 6% λιγότερο σε αξία σε σχέση με το 2023, έτος κατά το οποίο ήδη είχε ήδη παρατηρηθεί πτώση 3% σε σχέση με το 2022, το 44% των αγοραστών ήταν νέοι πελάτες. Αυτό δείχνει ότι μεγάλο μέρος της παραδοσιακής πελατειακής βάσης έχει αποσυρθεί.
«Πολλοί από τους συλλέκτες που καθόρισαν τον ρυθμό της αγοράς την τελευταία 30ετία είτε έχουν αποβιώσει, είτε δεν αγοράζουν πια με την ίδια ένταση, ενώ τα παιδιά τους έχουν διαφορετικά ενδιαφέροντα», σχολιάζει ο Χόροβιτς.
Η κατάρρευση των υψηλών τιμών
Σύμφωνα με το Bloomberg, όταν εμφανίζονται νέοι αγοραστές, φαίνεται πως δεν έχουν τη διάθεση να ξοδέψουν, όσο οι προκάτοχοί τους. Οι δημόσιες και ιδιωτικές πωλήσεις των μεγάλων οίκων δημοπρασιών υποχώρησαν κατά 20% σε αξία, παρότι ο αριθμός των συναλλαγών αυξήθηκε κατά 4%.
Το ίδιο μοτίβο επικρατεί και στις γκαλερί. Mία μέση γκαλερί πούλησε 75 έργα μέσα στο 2024, ίδιος αριθμός με το 2023. Όμως, οι μεγάλες γκαλερί είχαν μόλις 89 σημαντικούς πελάτες, από 164 το προηγούμενο έτος – πτώση άνω του 45%. Το 1/3 των πωλήσεών τους ήταν κάτω από 50.000 δολάρια, ενώ το 60% κάτω από 250.000 δολάρια. Μόνο το 2% των συναλλαγών τους ξεπέρασε το 1 εκατ., σε σχέση με 4% το 2021.
Η έκθεση έρχεται σε μια περίοδο που η αγορά τέχνης αντιμετωπίζει επιπλέον πιέσεις από ενδεχόμενους δασμούς και την αστάθεια των χρηματαγορών.
Παράλληλα, το λειτουργικό κόστος των γκαλερί έχει αυξηθεί σημαντικά. Το 43% ανέφερε πως ήταν λιγότερο κερδοφόρες σε σχέση με πέρυσι, αυξημένο κατά 11% από το 2022. Και ενώ η έκθεση δημοσιεύεται από την Art Basel, τονίζεται η αυξανόμενη δυσαρέσκεια των εμπόρων για τις art fairs. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά: «Το κόστος συμμετοχής σε εκθέσεις έχει εκτοξευθεί, και παρότι αυξάνονται οι επισκέπτες, οι πραγματικοί αγοραστές μειώνονται».
Μαύρα σύννεφα στον ορίζοντα για το 2025
Ακόμα και πριν γίνουν πρωτοσέλιδα οι δασμοί, οι επαγγελματίες του κλάδου εμφανίζονταν ήδη απαισιόδοξοι για το 2025. Μόνο το 19% των μεγάλων dealers ανέμενε αύξηση των πωλήσεων. Συνολικά, το 47% ευελπιστεί σε σταθερότητα, το 33% προβλέπει άνοδο – μείωση 3% από πέρσι – και το 19% προβλέπει πτώση (αύξηση 3%).
Στα μεσαίου μεγέθους auction houses, μόλις το 15% προβλέπει αύξηση πωλήσεων, ενώ το 40% αναμένει πτώση. «Θα ήθελα να μπορούσα να πω κάτι πιο θετικό, αλλά αυτή είναι η πραγματικότητα της αγοράς αυτή τη στιγμή», καταλήγει η Μακ Άντριου. «Ίσως μας εκπλήξει και ανακάμψει».