Μία σαφής δήλωση του υφυπουργού Υποδομών κ. Νίκου Ταχιάου για το ενδεχόμενο ανάκτησης από το κράτος των πριμ έγκαιρης παράδοσης που είχαν δοθεί σε εργολήπτες, οι οποίοι πλέον καθυστερούν την αποπεράτωση των έργων τους, έχει ανάψει «φωτιές» στην κατασκευαστική αγορά.
Ο λόγος; Οι οικονομικές επιπτώσεις που θα μπορούσε να έχει αυτό το διόλου απίθανο σενάριο σε εργολάβους, που έχουν μεν λάβει πριμ, καθυστερούν δε, τα έργα τους, λόγω σοβαρών οικονομικών ανοιγμάτων ή και προβλημάτων ρευστότητας. Μάλιστα, δεν είναι καθόλου λίγοι αυτοί που «φωτογραφίζουν» ως ένα από τα έργα αυτά την γραμμή 4 του Μετρό της Αθήνας, το οποίο γνωρίζει σημαντικές καθυστερήσεις ως προς την κατασκευή του και απομακρύνεται όλο και περισσότερο από το αρχικό, συμβατικό του χρονοδιάγραμμα αποπεράτωσης.
Όλα ξεκίνησαν την περασμένη Παρασκευή, όταν, μιλώντας από το βήμα της Βουλής, ο κ. Ταχιάος έκανε μία όχι και τόσο συνηθισμένη τοποθέτηση: «Εάν υπάρχουν εργοληπτικές επιχειρήσεις, που στο μυαλό τους έχουν ότι παίζουμε κρυφτούλι μία με τις προκαταβολές των έργων, μία με τα πριμ ή με διάφορα claims, δηλαδή με διάφορες απαιτήσεις που προκύπτουν στα έργα, μακριά από εμάς αυτή η διαχείριση. Δεν θα το επιτρέψουμε αυτό».
Ο υφυπουργός Υποδομών κατέστησε σαφές ότι οι εργολάβοι, που έχουν λάβει πριμ, αλλά με δική τους υπαιτιότητα, καθυστερούν τα έργα τους, θα κληθούν να επιστρέψουν τα πριμ πίσω στο κράτος, όποιο και αν είναι το ποσό της σύμβασης. «Θα καταπέσουν εγγυητικές, θα συμψηφιστεί με τους επόμενους λογαριασμούς, αλλά κανένας δεν θα καρπωθεί από το ελληνικό δημόσιο χρήματα τα οποία δεν δικαιούται σε μια αμοιβαία σχέση, η οποία αφορούσε την έγκαιρη εκτέλεση του έργου το οποίο είχε αναλάβει», τόνισε χαρακτηριστικά.
Η επιστροφή των πριμ μπορεί να γίνει βάσει νόμου που είχε φέρει η προηγούμενη κυβέρνησης του κ. Κυριάκου Μητσοτάκη, δεδομένου ότι για το πριμ, ο εργολάβος έχει ήδη καταθέσει ισόποση εγγυητική επιστολή στο δημόσιο.
Η παρέμβαση του υφυπουργού Υποδομών ήρθε την ώρα που το Πανελλήνιο περιμένει να δει να υλοποιούνται τα μεγάλα έργα του Ταμείου Ανάπτυξης, που υπόσχονται να εκσυγχρονίσουν τις τεχνικές υποδομές της Ελλάδας και να αυξήσουν την ανταγωνιστικότητα και την ελκυστικότητα της οικονομίας της χώρας. Και αυτό, όπως αναφέρουν στελέχη του κατασκευαστικού κλάδου, προϋποθέτει την ύπαρξη υγιών εργοληπτικών εταιρειών που έχουν τις οικονομικές και τεχνικές δυνατότητες να υλοποιήσουν μεγάλα έργα υποδομής.