Το 37% της ιδιωτικής δαπάνης στην υγεία, δεν αφορά πρωτοβάθμια περίθαλψη, όπως συνηθιζόταν επί 30-40 χρόνια, αλλά πλέον, αφορά αγορά φαρμάκων.
Αυτή η ιδιωτική συμμετοχή των ασθενών στα φάρμακα, προκαλεί καταστροφικές δαπάνες υγείας στα νοικοκυριά, πράγμα ανήκουστο.
Τα παραπάνω τόνισαν ο κοσμήτορας του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου και καθηγητής Πολιτικής Υγείας Κυριάκος Σουλιώτης και ο επίκουρος καθηγητής του Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής Κώστας Αθανασάκης, αντίστοιχα, στο Πανελλήνιο Συνέδριο για τα Οικονομικά και τις Πολιτικές Υγείας 2022 στο πλαίσιο συζήτησης για τις «συνεργατικές λύσεις για τη διασφάλιση της βιωσιμότητας της φαρμακευτικής δαπάνης και της πρόσβασης σε θεραπείες».
Ο κ. Αθανασάκης επεσήμανε την ανάγκη για μακροπρόθεσμα μέτρα στο σύστημα καθώς «η χρηματοδότηση της φαρμακευτικής δαπάνης από το κράτος με 2 δις. ευρώ, ένα ποσό που αντιστοιχεί στο 1,5% του ΑΕΠ, προφανώς δεν μπορεί να λυθεί χωρίς κάποιος να υποστεί απώλεια.
Ο στόχος είναι η μη προστατευμένη αγορά φαρμάκου (σ.σ. τα φάρμακα εκτός πατέντας και τα γενόσημά τους) να κάνει χώρο για την πραγματική καινοτομία, στο πλαίσιο μιας εθνικής πολιτικής φαρμάκου».
Αντίστοιχα από την πλευρά του ο κ. Σουλιώτης σημείωσε πως η αγοραστική δύναμη του Έλληνα για υπηρεσίες υγείας φτάνει τα 1.600 ευρώ, όταν αντίστοιχα ο μέσος Ευρωπαίος μπορεί να δαπανήσει 3.500 ευρώ. Και εξήγησε πως η υγεία στην Ελλάδα κοστίζει λιγότερο, γιατί υποχρηματοδοτείται. Ο ίδιος επεσήμανε την ανάγκη επενδύσεων, που δεν είναι μόνο ελληνικό πρόβλημα, για να τονίσει στη συνέχεια ότι δεν μπορεί να αγνοείται η απασχόληση και η έρευνα, τομείς που ενισχύονται από τη φαρμακοβιομηχανία.
Στην ίδια συζήτηση, ο Αναπληρωτής Καθηγητής της Σχολής Χημικών Μηχανικών του Ε.Μ.Π. Άγγελος Τσακανίκας, υπογράμμισε ότι το σύστημα είναι ώριμο τώρα να συζητηθεί το πρόβλημα, καθώς η χώρα έχει αποφασίσει ως το 2027 να επενδύσει 9 μεγάλους τομείς με αναπτυξιακό περιεχόμενο, μεταξύ των οποίων και η υγεία.
Από την πλευρά της φαρμακοβιομηχανίας, ο πρόεδρος του ΣΦΕΕ Ολύμπιος Παπαδημητρίου αναφέρθηκε το τεράστιο ύψος των υποχρεωτικών επιστροφών, όπου οι τιμές των φαρμάκων είναι τελικά στο 50% κάτω των τιμών που έχουν εγκριθεί στο Δελτίο Τιμών Φαρμάκων, κάνοντας το σύστημα μη βιώσιμο.
Υπογράμμισε ότι δεν λαμβάνεται καμία μέριμνα για το θέμα της ζήτησης με εισαγωγή θεραπευτικών πρωτοκόλλων, φακέλου ασθενούς, διαλειτουργικότητας των ηλεκτρονικών συστημάτων κλπ, τη στιγμή που ως το τέλος του 2023 μόνο οι γονιδιακές θεραπείες που αναμένεται να εγκριθούν υπολογίζονται σε 30, και με τον υπάρχοντα προϋπολογισμό δεν μπορούμε να συζητούμε για την αποζημίωσή τους.
Ο κ. Παπαδημητρίου τόνισε την ανάγκη επιμερισμού της ευθύνης για την αύξηση της φαρμακευτικής δαπάνης και με τους άλλους εταίρους, εξαιτίας της αύξησης της γήρανσης και νοσηρότητας του πληθυσμού, τη συμμετοχή του ιατρικού σώματος, την τήρηση ή όχι των συνταγογραφικών οδηγιών.
Κλείνοντας χαρακτήρισε ετεροβαρή τα κίνητρα επενδύσεων για παραγωγή φαρμάκων έναντι των κλινικών μελετών, λέγοντας πως παρότι είναι ευκολότερη η προσέλκυση κλινικών μελετών από την πλειονότητα των εταιρειών, εντούτοις η απορρόφηση των κινήτρων του Ταμείου Ανάκαμψης φτάνουν μόλις το 5% για κλινικές μελέτες.
Από την πλευρά των ελληνικών φαρμακευτικών ο πρόεδρος της ΠΕΦ Θεόδωρος Τρύφων, έθεσε θέμα απώλειας της αξιοπιστίας της φαρμακοβιομηχανίας απέναντι στην Κυβέρνηση, επειδή οι εταιρείες συνεχίζουν να υπάρχουν, παρά τις επιστροφές που φτάνουν μέχρι και το 70%, και τις οποίες χαρακτήρισε απαράδεκτες. Συνεχίζοντας τόνισε ότι η αναζήτηση τρόπου χρηματοδότησης των νέων φαρμάκων αποτελεί πανευρωπαϊκό πρόβλημα, καθώς 7 στα 10 φάρμακα δεν θεωρούνται καινοτόμα. Από την άλλη όμως, η κάλυψη με παλαιά φάρμακα σε χαμηλότερες τιμές, χρειάζεται την εισαγωγή κινήτρων για την χρήση τους. Πρόσθεσε πως είναι απαράδεκτο επίσης, η πολιτεία να προωθεί νέες μειώσεις τιμών στο πλαίσιο της ετήσιας ανατιμολόγησης, τη στιγμή που τα έτη 2012-2018 είδαμε μειώσεις 60-80%, χωρίς όμως να υπάρξει μείωση της φαρμακευτικής δαπάνης.
Κατέληξε λέγοντας πως η Ελλάδα δεν πρέπει να ξεχάσει ότι διαθέτει μεγάλη εγχώρια παραγωγική βάση στα φάρμακα, τη στιγμή που συζητείται ο επαναπατρισμός της παραγωγής τους στην Ευρώπη, σε μια χώρα που έχει υποστεί αποβιομηχάνιση και η φαρμακοβιομηχανία αποτελεί τομέα με υψηλό δείκτη προστιθέμενης αξίας.
Εκ μέρους του Pharma Innovation Forum, η κ. Έλενα Χουλιάρα, υπογράμμισε ότι ο υπάρχων προϋπολογισμός είναι εξαιρετικά ανεπαρκής, και επιπρόσθετα με αυθαίρετους υπολογισμούς, διαχωρίστηκαν τα ποσοστά του clawback για τα ακριβά και μη φάρμακα. Έθεσε θέμα συνυπευθυνότητας με την πολιτεία και πλαφόν στο clawback – ενδεχομένως μέχρι ποσοστού 50% – τονίζοντας ότι χρειάζονται ουσιαστικά μέτρα για να μην «κρύβεται» το clawback τεχνητά, με την μετατροπή του σε rebate ή άλλου είδους υποχρεωτικές εκπτώσεις. Καταλήγοντας, επισήμανε ότι η συνέχιση της μειωμένης χρηματοδότησης, αναπόφευκτα θα έχει επιπτώσεις στην εισαγωγή νέων καινοτόμων φαρμάκων στη φαρμακευτική περίθαλψη των ασθενών.