Υπέρ της διατήρησης του κατώτατου μισθού στα σημερινά επίπεδα των 650 ευρώ τάσσονται οι περισσότερες εργοδοτικές οργανώσεις στις εκθέσεις που υπέβαλλαν για τον προσδιορισμό του νέου κατώτατου μισθού, όπως προβλέπει η διαδικασία η οποία θα ολοκληρωθεί στα μέσα Ιουλίου.
Τη Δευτέρα οι κοινωνικοί εταίροι, εργοδοτικοί φορείς και ΓΣΕΕ θα πραγματοποιήσουν προφορική διαβούλευση (διαδικτυακά) την οποία συντονίζει ειδική τριμελής επιτροπή με επικεφαλής τον πρόεδρο του ΟΜΕΔ, καθηγητή Δ. Παπαδημητρίου προκειμένου να εκφράσουν τις θέσεις τους.
Οι εργοδοτικοί φορείς προτείνουν «πάγωμα» επικαλούμενοι τα δυσμενή οικονομικά μεγέθη που απορρέουν από την κρίση της πανδημίας, τονίζοντας ότι μια ενδεχόμενη αύξηση είναι εκτός πραγματικότητας και θα εντείνει τον κίνδυνο να εκτοξευτεί η ανεργία.
Μόνο ο ΣΕΒ αφήνει ένα ελάχιστο περιθώριο για αύξηση πιθανόν 1% όπως συνέβη και σε άλλα κράτη – μέλη της ΕΕ με στόχο την ανάταση της ψυχολογίας της αγοράς, τονίζοντας στην έκθεσή του ότι «τουλάχιστον για όσο διαρκούν οι άμεσες αρνητικές επιδράσεις της πανδημίας, το 2021 δεν κρίνεται σκόπιμο να γίνουν αλλαγές στο επίπεδο του κατώτατου μισθού, ειδικά μεγάλης κλίμακας».
Παράλληλα ο ΣΕΒ επανέρχεται στο θέμα της κατάργησης των παγωμένων τριετιών κάνοντας λόγο για τον ορισμό του μισθού ως μία «μοναδική αξία» που προβλέπουν και οι διεθνείς καλές πρακτικές.
Ειδικά ο ΣΕΤΕ δείχνει αυξήσεις το 2022 με το βλέμμα στραμμένο στην άνοδο του ΑΕΠ!
Από την άλλη πλευρά, η ΓΣΕΕ προτείνει ο κατώτατος μισθός να αυξηθεί φέτος στα 751 ευρώ και στη συνέχεια στα 809 ευρώ που αντιστοιχεί στο 60% του διάμεσου μισθού του ΟΟΣΑ.
Αναλυτικά στις εκθέσεις τους οι φορείς επισημαίνουν:
ΣΕΒ: Ο Σύνδεσμος δεν κρίνει σκόπιμο να γίνουν αλλαγές στο επίπεδο του κατώτατου μισθού, ειδικά μεγάλης κλίμακας. Την ίδια ώρα προτείνει τη μείωση του μη μισθολογικού κόστους ειδικά σε σχέση με τη φορολογία της εργασίας και τις εισφορές κοινωνικής ασφάλισης, με μέτρα μόνιμης διάρκειας, ώστε να αυξηθεί το διαθέσιμο εισόδημα όσων αμείβονται με τον κατώτατο μισθό. Ως προς τη δομή του νομοθετημένου κατώτατου μισθού και ημερομισθίου, διαφαίνεται ότι ο απλοποιημένος ορισμός του ως μία «μοναδική αξία», αποτελεί σημαντική σύγκλιση προς τις διεθνείς καλές πρακτικές.
ΓΣΕΒΕΕ: Ως προς τις εκτιμήσεις των επιχειρήσεων για το επόμενο διάστημα η κατάσταση προδιαγράφεται ιδιαίτερα δυσοίωνη. Τα ποσοστά των επιχειρήσεων που εκτιμούν πως δεν θα μπορέσουν να ανταποκριθούν στις υποχρεώσεις το επόμενο διάστημα παρουσιάζουν σημαντική αύξηση σε όλες τις κατηγορίες υποχρεώσεων σε σύγκριση με την αντίστοιχη εξαμηνιαία έρευνα του Ιουλίου του 2020.
Σε αυτό το εξαιρετικά ρευστό περιβάλλον προέχει η διάσωση των επιχειρήσεων και η διατήρηση των θέσεων εργασίας. Ως εκ τούτου οποιαδήποτε μεταβολή που αυξάνει το κόστος λειτουργίας μπορεί να αποβεί καθοριστική τόσο για την βιωσιμότητα των επιχειρήσεων όσο και για την διατήρηση των θέσεων εργασίας.
ΕΣΕΕ: Σε αυτό το ρευστό και γεμάτο προκλήσεις οικονομικό και επιχειρηματικό περιβάλλον, η πρόθεση για ενδεχόμενη αύξηση του κατώτατου μισθού μοιάζει να μη λαμβάνει υπόψη της την ίδια την πραγματικότητα.
ΣΕΤΕ: Μια αύξηση του κατώτατου μισθού, ιδιαίτερα στις σημερινή συγκυρία που έχει δημιουργήσει η πανδημία, είναι εξαιρετικά πιθανό να επιφέρει είτε τη μείωση του ρυθμού αύξησης του ΑΕΠ και του ρυθμού μείωσης της ανεργίας, είτε και την περαιτέρω διόγκωση των ευέλικτων μορφών απασχόλησης και πιθανότατα της αδήλωτης και ανασφάλιστης εργασίας, με αποδοχές πολύ χαμηλότερες από τον κατώτατο μισθό και με σημαντικές αρνητικές δημοσιονομικές επιπτώσεις αλλά και δημιουργία καταστάσεων αθέμιτου ανταγωνισμού
Από τα ανωτέρω προκύπτει ότι στην τρέχουσα οικονομική συγκυρία και τις συνθήκες που έχει δημιουργήσει η πανδημία του Covid-19 δεν ενδείκνυται μια αύξηση του κατώτατου μισθού το 2021.
Από την άλλη πλευρά, οι καλές προοπτικές ανάπτυξης της οικονομίας το 2021 και ακόμη περισσότερο το 2022 δικαιολογούν απολύτως την πολιτική της διατήρησης του κατώτατου μισθού κατά το τρέχον έτος στα σημερινά επίπεδα, παρά τη μεγάλη μείωση του ΑΕΠ και την επιδείνωση της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της Ελληνικής οικονομίας το 2020.
Η εκτίμησή μας είναι ότι το 2022 η ταχύτερη ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας και η συμβολή των νέων ευρωπαϊκών χρηματοδοτικών πόρων θα οδηγήσει σε μια σημαντική βελτίωση του ΑΕΠ και της διεθνούς ανταγωνιστικότητας της οικονομίας και θα δημιουργήσει ένα προσφορότερο και ευνοϊκό πλαίσιο για την αναπροσαρμογή του κατώτατου μισθού.
ΓΣΕΕ (ΙΝΕ): Με βάση τα στοιχεία της Eurostat, το 60% του διάμεσου μισθού είναι 783 ευρώ, ενώ με βάση τα στοιχεία του ΟΟΣΑ είναι 809 ευρώ. Συνεπώς στην πρώτη περίπτωση ο τρέχων κατώτατος ονομαστικός μισθός πρέπει να αυξηθεί μηνιαίως κατά 133 ευρώ, ενώ στη δεύτερη κατά 159 ευρώ. Όπως προαναφέρθηκε, η πρόταση του ΙΝΕ ΓΣΕΕ αναφορικά με την προσαρμογή του κατώτατου μισθού στο 60% του διάμεσου μισθού πρέπει να γίνει βάσει ενός συμφωνημένου μεταξύ των κοινωνικών εταίρων χρονοδιαγράμματος. Για το 2021, η πρότασή μας είναι ο κατώτατος μισθός να ανέλθει στα 751 ευρώ και στη συνέχεια να προσαρμοστεί στο 60% του διάμεσου μισθού βάσει των στοιχείων του ΟΟΣΑ, δηλαδή στα 809 ευρώ.