Ταχεία ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας από το πανδημικό σοκ, καθώς και σημαντικές βελτιώσεις σε δείκτες ανάπτυξης και παραγωγικότητας δείχνει η έκθεση του Εθνικού Συμβουλίου Παραγωγικότητας για το έτος 2022, του Κέντρου Προγραμματισμού και Οικονομικών Ερευνών (ΚΕΠΕ).
Ενδεικτικά αναφέρονται οι θετικές μεταβολές κατά 7,6% στην παραγωγικότητα εργασίας (σε ευρώ ανά απασχολούμενο), κατά 4% στη συνολική παραγωγικότητα των συντελεστών παραγωγής (TFP) και κατά 8,4% στο κατά κεφαλήν προϊόν. Ο τουρισμός και οι μεταφορές συγκαταλέγονται στους κλάδους που σημείωσαν τις υψηλότερες αυξήσεις σε εισροές εργασίας, εισροές κεφαλαίου και TFP, ενώ η απόδοση της κεφαλαιακής παραγωγικότητας της ελληνικής οικονομίας βρίσκεται στην κορυφή μεταξύ των ευρωπαϊκών οικονομιών.
Ωστόσο, υπογραμμίζεται ότι οι τρέχουσες συνθήκες που προαναφέρθηκαν αυξάνουν την αβεβαιότητα και απειλούν να ανατρέψουν τη δυναμική της ανάπτυξης. Ο ρυθμός ανάπτυξης της οικονομίας μεσοπρόθεσμα, αναφέρει το ΚΕΠΕ, θα εξαρτηθεί από διάφορους παράγοντες, όπως οι κρατικές δαπάνες που θα δοθούν για τον περιορισμό των επιπτώσεων του πληθωρισμού, η υλοποίηση των προγραμματισμένων επενδύσεων και η πορεία των τουριστικών εσόδων.
Ψηφιακή και Πράσινη Μετάβαση, Έρευνα και Καινοτομία
Πέρα όμως από τους πιο γενικούς δείκτες παραγωγικότητας και ανταγωνιστικότητας, η έκθεση εστιάζει και σε δείκτες που αφορούν τις νέες τεχνολογίες, το περιβάλλον και την έρευνα.
Σημειώνεται ότι η χώρα συνέχισε να βελτιώνεται σε όρους ψηφιοποίησης. Χρειάζεται, όμως, να αυξήσει τον αριθμό των εταιρειών που παρέχουν εκπαίδευση στις ΤΠΕ, τη σταθερή κάλυψη σε δίκτυα πολύ υψηλής χωρητικότητας (VHCN), την κάλυψη οπτικών ινών στις εγκαταστάσεις, τον αριθμό των μικρομεσαίων επιχειρήσεων με τουλάχιστον ένα βασικό επίπεδο ψηφιακής έντασης, τον αριθμό των εταιρειών που χρησιμοποιούν τις τεχνολογίες cloud, τις ψηφιακές δημόσιες υπηρεσίες για επιχειρήσεις και πολίτες και τον αριθμό των προσυμπληρωμένων εντύπων.
Η χώρα μας παρουσιάζει επίσης υψηλές βαθμολογίες στην πράσινη μετάβαση. Και πάλι όμως θα πρέπει να βελτιώσει τις επιδόσεις της στην ανακύκλωση και τις πράσινες μεταφορές, και να σημειώσει πρόοδο σε δείκτες καθαρής καινοτομίας, όπως πράσινες πατέντες και ιδιωτικές επενδύσεις στην τεχνολογία τροφίμων, καθώς και στους δείκτες πολιτικής για το κλίμα, συμπεριλαμβάνοντας ζητήματα βιωσιμότητας της γεωργίας και άλλες δράσεις για το κλίμα στη βάση της Συμφωνίας του Παρισιού. Επιπλέον, η Ελλάδα θα πρέπει να ενισχύσει τη θέση της στην προσέλκυση (ξένων και εγχώριων) επενδύσεων σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και να επιταχύνει σε όλες τις άλλες πτυχές της μετάβασης (πέρα από την πράσινη και την ψηφιακή), έτσι ώστε να συγκλίνει και να υπερβεί τον μέσο όρο της ΕΕ.
Τέλος, τα ευρήματα της έκθεσης δείχνουν ότι η χώρα θα πρέπει να αυξήσει τις δημόσιες δαπάνες για Έρευνα και Καινοτομία, έτσι ώστε να ενισχύσει τις θετικές επιδράσεις διάχυσης της τεχνολογίας στη βιομηχανία και σε ολόκληρη την οικονομία. Αυτό πρέπει να συμβεί με παράλληλη τακτική παρακολούθηση και αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας των δαπανών για έρευνα και ανάπτυξη.
Για τον σκοπό αυτό, θα πρέπει να διευκολυνθεί -μέσω ενός μεγάλου φάσματος κινήτρων- η κατάρτιση των εργαζομένων στον δημόσιο και ιδιωτικό τομέα στις νέες τεχνολογίες και να προωθηθεί η μεταφορά γνώσης, αξιοποιώντας τις συνεργασίες μεταξύ του επιχειρηματικού τομέα και της κυβέρνησης, των πανεπιστημίων και των ερευνητικών κέντρων, μέσω της εκπόνησης ερευνητικών έργων και προγραμμάτων κατάρτισης, όπως και μέσω επιστημονικών/τεχνολογικών πάρκων και θερμοκοιτίδων επιχειρήσεων.
Οι θέσεις των Κοινωνικών Εταίρων
Τέλος, στο πλαίσιο του διαλόγου του Εθνικού Συμβουλίου Παραγωγικότητας με τους κοινωνικούς εταίρους και άλλους ενδιαφερόμενους φορείς της ελληνικής οικονομίας, η έκθεση καταγράφει ότι τα κύρια προβλήματα που αναστέλλουν την παραγωγικότητα της οικονομίας είναι η αδύναμη παραγωγική βάση, το μικρό μέγεθος των επιχειρήσεων, και οι αναποτελεσματικές συνθήκες λειτουργίας της αγοράς εργασίας και των θεσμών.
Οι προτεινόμενες από τους κοινωνικούς εταίρους και άλλους ενδιαφερόμενους φορείς πολιτικές για την αύξηση της παραγωγικότητας αφορούν κυρίως σε ενεργητικές πολιτικές της αγοράς εργασίας και εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις, παραγωγικές επενδύσεις, την προώθηση της έρευνας και καινοτομίας, την αξιοποίηση συνεργειών και κινήτρων για την αύξηση του μεγέθους των επιχείρησεων και θεσμικές μεταρρυθμίσεις στον δημόσιο τομέα και τη λειτουργία των αγορών.