Με εξαίρεση την κυρία Μιράντα Ξαφά, που προλογίζει το βιβλίο του με τίτλο «Το Σχέδιο του Οδυσσέα» και υπότιτλο «Το μεγάλο ταξείδι προς ένα βιώσιμο χρέος», δεν νομίζω ότι ο κύριος Μπόμπ Τραα είναι ευρύτατα γνωστός στην Ελλάδα. Ακόμα χειρότερα, αν αυτό συνέβαινε θα ήταν εις βάρος του, καθ’ όσον ο Ολλανδός έγκριτος οικονομολόγος υπήρξε εκπρόσωπος του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου στη χώρα μας τα «καταραμένα» μνημονιακά χρόνια.
Στο δε βιβλίο του, που εκδόθηκε από τις Εκδόσεις Κέρκυρα της Αλεξάνδρας Βοβαλίνη, χωρίς περιστροφές τονίζει ότι «...οι μνημονιακές Κυβερνήσεις αντιμετωπίζουν τα μνημόνια σαν αναγκαίο κακό για να αποφευχθεί η άτακτη χρεοκοπία και όχι για να διορθωθούν οι χρόνιες παθογένειες της ελληνικής οικονομίας και να μπουν στέρεες βάσεις για την ευημερία των επόμενων γενεών....».
Με μια περιεκτική και ζουμερή από κάθε άποψη φράση, ο Μπομπ Τραα στο βιβλίο του περιγράφει ολόκληρη την οικονομική ιστορία του νεοελληνικού Κράτους, το οποίο παρά τις επτά πτωχεύσεις του σε 200 χρόνια, φιγουράρει 35ο πλουσιότερο στον κόσμο. Γιατί όμως και πώς συμβαίνει αυτό; Η απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι αρκετή για να γραφεί μια συναρπαστική ιστορία για το πώς μια καταναλωτική σε ποσοστό κοντά στο 90% οικονομία και κοινωνία μπορούν να «πλουτίζουν» με δανεικά!!!
Το θέμα όμως σήμερα είναι πώς η πρακτική αυτή, για μια χώρα η οποία αντιπροσώπευε το 0,28% της παγκόσμιας οικονομίας, όσο η τελευταία δεν ήταν υπερχρεωμένη, δεν προκαλούσε κανέναν απολύτως φόβο. Όταν όμως η χώρα αυτή έχει σήμερα συνολικό ιδιωτικό και δημόσιο χρέος 600 δισ. ευρώ, σε μια διεθνή οικονομία υπερχρεωμένη με 330 τρισ. ευρώ, το όλο θέμα γίνεται μάλλον σοβαρό πρόβλημα. Διότι η αντιμετώπισή του δεν μπορεί να γίνει με τα κριτήρια του παρελθόντος.
Παρά την ισχυρή ομπρέλα και έως ένα βαθμό εγγύηση της ευρωζώνης και της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, η Ελλάδα πρέπει να δείξει στις διεθνείς αγορές ποιες είναι οι παραγωγικές της δυνατότητες και σε ποιο βαθμό θα μπορεί να έχει τέτοιους ρυθμούς ανόδου, ώστε το χρέος της τουλάχιστον να παραμένει σταθερό.
Από την άλλη, στο μέτρο που η κατανάλωση κατευθύνει την οικονομία, το εμπορικό ισοζύγιο επιδεινώνεται και το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών ανεβαίνει, σε συνδυασμό έτσι με την αύξηση και του δημοσιονομικού ελλείμματος, στην ουσία η χώρα επιστρέφει σε προ των μνημονίων εποχή, αλλά υπό μεταβαλλόμενες διεθνώς παραγωγικές συνθήκες.
Επανερχόμαστε έτσι στην περίφημη κατάσταση του «τι είχες Γιάννη, τι είχα πάντα». Πίσω λοιπόν από την εικόνα της «επενδυτικής άνοιξης» που συνεχώς προβάλλεται, υπάρχει και η πραγματικότητα, η οποία αν μη τι άλλο επιβάλλει περίσκεψη.
Η Ελλάδα των μνημονίων και της πανδημίας σήμερα, υπήρξε μια χώρα ανεπαρκής και ατελώς παραγωγική, η οποία με κινητήρια δύναμη την κατανάλωση κατάφερνε να επιβιώνει λόγω της συμμετοχής της στο δυτικό οικονομικό πλέγμα.
Αυτό το τελευταίο όμως σήμερα υφίσταται παγκοσμίως αφόρητες ανταγωνιστικές πιέσεις, οι οποίες σε καμία περίπτωση δεν αντιμετωπίζονται με συμπεριφορές και αντιλήψεις του παρελθόντος.
Όταν η πανδημία φθάσει στο τέλος της θα αναδυθεί η πραγματικότητα. Και αυτή επιβάλλει την παραγωγική αναγέννηση της χώρας με ψηφιακά πλέον κριτήρια και όχι με τον οθωμανικό παρασιτισμό που γνωρίσαμε.
Με αφετηρία συνεπώς τις ευκαιρίες και δυνατότητες που προσφέρονται στη χώρα από τη συμμετοχή της στην Ε.Ε. και στην ευρωζώνη, είναι καιρός να πρυτανεύσει μια πραγματική παραγωγική ανατροπή. Απαιτείται συνεπώς και μια πνευματική αναγέννηση προσαρμοζόμενη στον μεταβαλλόμενο κόσμο μας.
Με την έννοια αυτή, το να λέει κανείς ότι η Ελλάδα πρέπει να καταστεί ένας αποτελεσματικός παραγωγικός μηχανισμός δεν αποτελεί μια στεγνή οικονομίστικη ευχή. Είναι, αντίθετα, μια παρότρυνση για να αλλάξει τόσο τον ηθικό και τον αξιακό της κώδικα, όσο και τον τρόπο που βλέπει τον κόσμο μέσα από έναν πνευματικό και υπαρξιακό μετασχηματισμό. Είναι ένα κάλεσμα στον Έλληνα πολίτη να γίνει ενεργός πρωταγωνιστής, αντί να είναι κακόπιστος παθητικός θεατής, ενίοτε δε και επαίτης των εξελίξεων που αφορούν αυτόν τον ίδιο αλλά και το μέλλον των παιδιών του.