Προς συνολική αύξηση του κατώτατου μισθού 2% + 6% και νέο κατώτατο μισθό στα 703 ευρώ οδηγούμαστε, σύμφωνα με το επικρατέστερο σενάριο για την δεύτερη αναπροσαρμογή των κατώτατων αμοιβών, εντός του 2022. Το ύψος της αύξησης των μισθών – το οποίο αναμένεται να ξεπερνά τον πληθωρισμό – σε συνδυασμό με τα μέτρα στήριξης νοικοκυριών και επιχειρήσεων αποτελούν το σκέλος των κυβερνητικών παρεμβάσεων για την αντιμετώπιση της ακρίβειας.
Ενδεικτική των κυβερνητικών προθέσεων, αλλά και του γεγονότος ότι πλέον η αύξηση «έχει κλειδώσει» είναι η δήλωση του πρωθυπουργού κ. Κ. Μητσοτάκη στο 1ο FORUM του Οικονομικού Ταχυδρόμου πως «η αύξηση δεν θα είναι ευκαταφρόνητη θα είναι σημαντική».
Ιδιαίτερη σημασία έχει και η αναφορά του πρωθυπουργού στον πληθωρισμό οτι «εξαιτίας του οι συνθήκες είναι διαφορετικές σήμερα, σε σχέση με αυτές πριν από δύο μήνες».
Πάντως, οι «αποστάσεις» στις θέσεις των κοινωνικών εταίρων είναι τεράστιες, ενώ δεν λείπουν οι «φωνές» που συνιστούν αυτοσυγκράτηση. Μια εξ αυτών είναι του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος κ. Γ. Στουρνάρα, ο οποίος επίσης στο FORUM του Ο.Τ. τόνισε πως «η αύξηση θα πρέπει να κινηθεί κοντά στο μέσο πληθωρισμό».
Ήδη, η διαδικασία διαμόρφωσης του νέου κατώτατου μισθού βρίσκεται «στην τελική ευθεία» με την καταληκτική ημερομηνία για την ολοκλήρωσή της, να έχει ορισθεί για την 15η Απριλίου. Σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις ο νέος κατώτατος μισθός θα ξεπεράσει τα 700 ευρώ καθώς η νέα αύξηση – μετά το 2% – η οποία θα ισχύσεις από τον Μάιο αναμένεται να φθάσει και ίσως να ξεπεράσεις το 6%. Το επικρατέστερο σενάριο για επιπλέον αύξηση 6% – πέραν του 2% που ίσχυσε από την 1.1.2022 – και διαμόρφωση του κατώτατου στα 703 ευρώ από τα 663 ευρώ. Σύμφωνα με το σενάριο, η αύξηση για το 2022 – αθροιστικά – θα «κινείται» κοντά στην περιοχή της αύξησης του ΑΕΠ, που προσδιορίσθηκε στο 8,3%.
Οι θέσεις των οργανώσεων
Στο μεταξύ «άβυσσος δέκα ποσοστιαίων μονάδων» εξακολουθεί να χωρίζει τις απόψεις εργοδοτών και εργαζομένων για το ύψος του νέου κατώτατου μισθού. Σε αυξήσεις 3% ή 4% κατ’ ανώτατο όριο, φαίνεται να επιμένουν οι λεγόμενες «μεγάλες εργοδοτικές οργανώσεις» – ΣΕΒ και ΣΕΤΕ – ενώ οι εκπρόσωποι των μικρομεσαίων επιχειρήσεων διατυπώνουν επιφυλάξεις για τις επιπτώσεις του εργατικού κόστους στην βιωσιμότητα των επιχειρήσεών τους.
Την ίδια ώρα η ΓΣΕΕ επιμένει στην επαναφορά του κατώτατου μισθού στα 751 ευρώ από τα 663 ευρώ – γεγονός που αντιστοιχεί σε αύξηση περίπου 13% – δηλαδή η «διαφορά» μεταξύ των δύο πλευρών αγγίζει το 10%.
Η τράπεζα της Ελλάδος διατυπώνει την πλέον συγκρατημένη πρόταση με επιπλέον αυξήσεις από 2,7% έως 3,4%, επικαλούμενη την «αυξημένη αβεβαιότητα λόγω των διεθνών τιμών της ενέργειας, την αύξηση του πληθωρισμού και την πολεμική κρίση στην Ουκρανία».
Ενώ το ΚΕΠΕ εκτιμά ότι η αύξηση δεν θα πρέπει να είναι υπερβολικά μεγάλη, καθώς κάτι τέτοιο θα επιβαρύνει περισσότερο τις μικρές επιχειρήσεις, όπως και τις επιχειρήσεις συγκεκριμένων κλάδων.
Οι καθηλωμένοι μισθοί
Τέλος θα πρέπει να αναφερθεί ότι στο σύνολο τους οι μέσες αμοιβές στη χώρα μας έχουν καταρρεύσει κατά την τελευταία δεκαετία – με τα επίσημα στοιχεία να δείχνουν ότι το 56% των μισθωτών αμείβονται με ποσά κάτω των 900 ευρώ (μεικτά) και το 63,6% με αμοιβές κάτω των 1.000 ευρώ μηνιαίως. Τα ποσά αυτά είναι στα όρια των κατώτατων αμοιβών συνυπολογιζομένων τριετιών και επιδόματος γάμου.
Η κατάρρευση των μισθών συντελέστηκε το 2012, με το δεύτερο μνημόνιο των δανειστών, το οποίο επέβαλε μειώσεις στον κατώτατο μισθό, ύψους 22% (από 751 σε 583 ευρώ) και κατά 32% του μισθού για τους νέους κάτω των 25 ετών (511 ευρώ).
Ακολούθησε σε μικρό χρονικό διάστημα, η κατάργηση της μετενέργειας με αποτέλεσμα την κατάρρευση της «πυραμίδας των συλλογικών συμβάσεων», πάνω στην οποία είχε οικοδομηθεί το σύστημα των αμοιβών. Το γεγονός αυτό δείχνει πως δεν μπορεί να υπάρξει ανάκαμψη των μισθών εάν δεν ανακάμψουν οι κλαδικές συμβάσεις.