«Συναγερμό» για τα δάνεια που έχουν υπαχθεί -τουλάχιστον μέχρι τα τέλη του 2020- σε καθεστώς αναστολής πληρωμής δόσεων σημαίνει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, συστήνοντας στις ελληνικές τράπεζες να προετοιμαστούν για ένα πιθανό «φαινόμενο του γκρεμού» (cliff effect) όταν τα moratorium λήξουν.
«Σύμφωνα με τα στοιχεία που υποβλήθηκαν από τις συστημικές τράπεζες στις 30 Σεπτεμβρίου 2020, δάνεια, ύψους 20,2 δισ. ευρώ, έχουν υπαχθεί σε καθεστώς παύσης πληρωμών, τόσο από τις ίδιες, όσο και από τους servicers. Αυτό το ποσό αντιπροσωπεύει πάνω από το 12% του δανειακού χαρτοφυλακίου, με την αναλογία να αφορά σε 10,9 δισ. ευρώ στεγαστικά και 9,3 δισ. ευρώ επιχειρηματικά δάνεια», τονίζει χαρακτηριστικά η Έκθεση Συμμόρφωσης της ελληνικής οικονομίας, στο πλαίσιο της 8ης μεταμνημονιακής αξιολόγησης και συνεχίζει: «Τα moratorium έχουν μετριάσει μέχρι στιγμής τον αντίκτυπο της πανδημίας στους ισολογισμούς των τραπεζών, δεδομένου ότι οι εποπτικές αρχές επέτρεψαν αυτά να μην αναγνωριστούν ως μη εξυπηρετούμενα. Το μεγάλο μερίδιό τους, ωστόσο, ενέχει τον κίνδυνο να καταλήξουν ‘κόκκινα’, γεγονός που θα οδηγήσει σε αυξημένες ανάγκες για προβλέψεις όταν λήξει η περίοδος χάριτος».
Σε συνδυασμό δε, με τις τιτλοποιήσεις ο αντίκτυπος στην κερδοφορία των τραπεζών θα είναι σημαντικός. «Οι τιτλοποιήσεις, όχι μόνον θα οδηγήσουν σε μία εφάπαξ απώλεια κεφαλαίων, αλλά, επίσης και σε μία επαναλαμβανόμενη απώλεια καθαρών εσόδων από τόκους σε περίπτωση αποαναγνώρισης των δανείων. Προχωρώντας μπροστά, είναι αμφίβολο ότι το μειωμένο κόστος χρηματοδότησης από το Ευρωσύστημα (σ.σ. αυτή αυξήθηκε από 7,6 δισ. ευρώ στα τέλη Φεβρουαρίου σε 39 δισ. ευρώ στα τέλη Σεπτεμβρίου 2020) και τα αναμενόμενα έσοδα από νέα δάνεια θα μπορέσουν να αντισταθμίσουν αυτό το αποτέλεσμα βραχυπρόθεσμα, ειδικά εάν μειωθούν οι όγκοι των νέων εταιρικών δανείων ελλείψει προσδοκιών το επόμενο έτος», εξηγεί.
Οι εγχώριες τράπεζες, πάντως, έχουν ήδη αρχίσει να αναπροσαρμόζουν τις στρατηγικές μείωσης των μη εξυπηρετούμενων δανείων, λαμβάνοντας υπόψη αφενός, τον αντίκτυπο της υγειονομικής κρίσης και αφετέρου, τα δικά τους σχέδια μετασχηματισμού (hive downs). «Αυτά τα πλάνα θα βελτιωθούν περαιτέρω και θα υποβληθούν εκ νέου στον επόπτη στα τέλη Μαρτίου 2021, όπως, άλλωστε, θα κάνουν και οι υπόλοιπες ευρωπαϊκές τράπεζες.
Επιπλέον, οι ελληνικές τράπεζες συμμετέχουν στη διαδικασία εντοπισμού και παρακολούθησης των δανείων υψηλού κινδύνου. Στόχος είναι η διευκόλυνση των βιώσιμων δανειοληπτών για την σταδιακή επιστροφή τους στην αποπληρωμή των δόσεων μέσα στο 2021», εξηγεί. Πρόκειται για τη λύση step-up που προβλέπει την πληρωμή του 50% της δόσης για ένα τρίμηνο ή εξάμηνο και κλιμακωτή αύξηση στη συνέχεια και την οποία, όπως είχε γράψει το newmoney (Λύση step up προκρίνουν και οι servicers για τα δάνεια σε αναστολή) προκρίνουν, πέραν των τραπεζών και οι servicers.
Υπό στενή παρακολούθηση ο νέος Πτωχευτικός Νόμος
Την ανάγκη ο νέος Πτωχευτικός Νόμος να παρακολουθείται στενά, ειδικά όσον αφορά στο σκέλος του εξωδικαστικού μηχανισμού, προκειμένου να μην πληγεί η κουλτούρα πληρωμών, υπογραμμίζει η Επιτροπή.
Όπως τονίζει, ο νέος Νόμος προβλέπει την έγκριση τουλάχιστον 53 υπουργικών αποφάσεων που είναι καθοριστικής σημασίας για την εφαρμογή του και αφορούν στον μηχανισμό επιδότησης, στην πώληση και επαναμίσθωση ακινήτων και στον αλγόριθμο, ο οποίος θα καθορίζει τις προτάσεις ρύθμισης, με την κυβέρνηση να έχει θέσει ως στόχο την λειτουργία της πλατφόρμας έως τα τέλη Νοεμβρίου και την ολοκλήρωση της όλης διαδικασίας έως τα τέλη Δεκεμβρίου 2020. «Το νέο πλαίσιο αφερεγγυότητας είναι ένα σημαντικό βήμα προόδου. Η εφαρμογή του νέου εξωδικαστικού μηχανισμού για την αναδιάρθρωση των χρεών πρέπει να παρακολουθείται στενά, ειδικά όσον αφορά στις μελλοντικές προοπτικές του, αλλά και στον πιθανό αντίκτυπό του στην κουλτούρα πληρωμών, καθώς και στην ικανότητα των πιστωτικών ιδρυμάτων να εκτελούν έγκαιρα το απαιτούμενοι due diligence στις αιτήσεις. Η εστίαση πρέπει να είναι προς την κατεύθυνση της διασφάλισης ότι τα κίνητρα που παρέχονται στους οφειλέτες και τους πιστωτές είναι καλά ισορροπημένα, αλλά και της εξακρίβωσης ότι οι αναδιαρθρώσεις είναι βιώσιμες μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα», αναφέρει και προσθέτει: «Επιπλέον, οι φορολογικές και οικονομικές επιπτώσεις του νέου συστήματος πώλησης και επαναμίσθωσης και η συντομότερη περίοδος (ένα έτος) για την απαλλαγή του οφειλέτη από τα χρέη που σχετίζονται με τη σύνθεση και αξία της πτωχευτικής περιουσίας θα πρέπει να παρακολουθούνται στενά. Είναι ζωτικής σημασίας να διασφαλιστεί η επιτυχή λειτουργία του νέου πλαισίου και να αποτραπούν τυχόν επιπτώσεις στον χρηματοπιστωτικό τομέα και στη νοοτροπία πληρωμών γενικά».
Χωρίς δημοσιονομικές επιπτώσεις η παράταση στο «Γέφυρα»
Όσον αφορά στο πρόγραμμα «Γέφυρα», η Κομισιόν τονίζει πως λόγω της χαμηλής ανταπόκρισής του η κυβέρνηση, μετά από διαβούλευση με τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα, παρέτεινε κατά έναν μήνα την προθεσμία υποβολής αίτησης. «Σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία, η ανταπόκριση ήταν χαμηλότερη από το αναμενόμενο καθ’ όλη την περίοδο έως τα τέλη Οκτωβρίου 2020, με συνολικά 160.467 αιτήσεις έναντι περίπου 300.000 εκτιμήσεων», αναφέρει και συνεχίζει: «Δεδομένου ότι η παράταση ήταν μόνο για μικρό χρονικό διάστημα, οι αρχές δεν αναμένουν ότι θα επηρεάσει ουσιαστικά τις προβλέψεις τους ως προς τη δημοσιονομική της επίπτωση».
Έως τέλη Απριλίου 2022 οι αποφάσεις των υποθέσεων του Κατσέλη
Σύμφωνα με την Επιτροπή, η κυβέρνηση έχει εγκρίνει μία σειρά νέων διατάξεων που θα επιτρέψουν την επεξεργασία εκκρεμών υποθέσεων, η επιτυχία των οποίων εξαρτάται από την αποτελεσματική αντιμετώπιση των ελλείψεων σε προσωπικό και υποδομές. «Ο Νόμος ορίζει ένα καθορισμένο χρονοδιάγραμμα για την αντικατάσταση των μακρινών ημερομηνιών ακρόασης με ημερομηνίες κοντά στο παρόν. Ο επαναπρογραμματισμός των δικασίμων και η υποβολή όλων των σχετικών εγγράφων και επιχειρημάτων από όλα τα εμπλεκόμενα μέρη θα έχουν πραγματοποιηθεί έως τις 15 Σεπτεμβρίου 2021. Αυτό επιτρέπει τη διεξαγωγή των ακροάσεων έως τα τέλη Οκτωβρίου 2021 και την έκδοση των αποφάσεων εντός της υποχρεωτικής προθεσμίας των έξι μηνών, δηλαδή έως το τέλος Απριλίου 2022. Επομένως, απαιτείται στενή παρακολούθηση, ιδίως στα δικαστήρια που έχουν συσσωρεύσει έναν σημαντικό αριθμό εκκρεμών υποθέσεων, για να εκτιμηθεί εάν θα ληφθούν επιπρόσθετα μέτρα. Όσον αφορά στις ελλείψεις προσωπικού, το υπουργείο Δικαιοσύνης εξετάζει, από κοινού με τις δικαστικές αρχές, τις δυνατότητες κάλυψης των κενών θέσεων μέσω εσωτερικών αποσπάσεων», σημειώνει.