Tην ικανοποίησή της για την επίτευξη συμφωνίας ΗΠΑ – ΕΕ για την άρση των τελωνειακών δασμών στον χάλυβα και το αλουμίνιο που εξάγονται από την Ευρώπη στην αμερικανική αγορά, εξέφρασε η πρόεδρος της Κομισιόν, Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, υπογραμμίζοντας ότι η συμφωνία είναι θετική για τις ευρωπαϊκές θέσεις εργασίας και για το κλίμα.
«Με χαρά ανακοινώνουμε ότι ο Τζο Μπάιντεν και εγώ καταλήξαμε σε συμφωνία για την αναστολή των δασμών στον χάλυβα και το αλουμίνιο και για να εργαστούμε από κοινού για έναν νέο Παγκόσμιο Διακανονισμό για τον Αειφόρο Χάλυβα», επισημαίνει με ανάρτησή της στο Twitter η πρόεδρος της Επιτροπής.
«Αυτή η συμφωνία είναι ένα νέο ορόσημο στην ανανεωμένη εταιρική σχέση ΕΕ – ΗΠΑ», προσθέτει.
Εξάλλου, με σημερινή ανακοίνωσή της η Ευρωπαϊκή Επιτροπή επισημαίνει τα εξής: «Οι ΗΠΑ και η ΕΕ έλαβαν σήμερα κοινά βήματα για να αποκαταστήσουν τις ιστορικές διατλαντικές εμπορικές ροές χάλυβα και αλουμινίου και να ενισχύσουν τη συνεργασία τους και να αντιμετωπίσουν κοινές προκλήσεις στον τομέα του χάλυβα και του αλουμινίου.
Ως μέρος αυτής της συνεργασίας, σκοπεύουν να διαπραγματευτούν για πρώτη φορά μια παγκόσμια συμφωνία για την αντιμετώπιση της έντασης του άνθρακα και της παγκόσμιας πλεονάζουσας παραγωγικής ικανότητας».
Επίσης, στην ανακοίνωση επισημαίνεται ότι ως ένδειξη της «ανανεωμένης εμπιστοσύνης» μεταξύ των δύο πλευρών, οι ΗΠΑ δεν θα εφαρμόσουν δασμούς του άρθρου 232 και θα επιτρέψουν αδασμολόγητες εισαγωγές χάλυβα και αλουμινίου από την ΕΕ, ενώ από την πλευρά της η ΕΕ θα αναστείλει τους σχετικούς δασμούς σε προϊόντα των ΗΠΑ.
Ως πρώτο βήμα, οι ΗΠΑ και η ΕΕ θα δημιουργήσουν μια τεχνική ομάδα εργασίας επιφορτισμένη με την ανάπτυξη μιας κοινής μεθοδολογίας και θα μοιραστούν σχετικά δεδομένα για την αξιολόγηση των ενσωματωμένων εκπομπών εμπορεύσιμου χάλυβα και αλουμινίου. «Η παγκόσμια συμφωνία θα είναι ανοιχτή σε κάθε ενδιαφερόμενη χώρα που συμμερίζεται τη δέσμευσή μας για την επίτευξη των στόχων της αποκατάστασης του προσανατολισμού προς την αγορά και της μείωσης του εμπορίου προϊόντων χάλυβα και αλουμινίου υψηλής έντασης σε άνθρακα», καταλήγει η ανακοίνωση της Επιτροπής.