Μείωση του δημόσιου χρέους των κρατών – μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ενισχυση της πραγματικής οικονομίας και μια βάση για την μελλοντική ευημερία και ανάπτυξη ολόκληρης της ΕΕ. Αυτές είναι οι βασικές κατευθύνσεις του μεταρρυθμισμένου πλαισίου οικονομικής διακυβέρνησης της ΕΕ, τις οποίες παρουσίασε η Ευρωπαική Επιτροπή.
Σύμφωνα με τον Αντιπρόεδρο της Κομισιόν Βάλντις Ντομπρόβσκις και τον Επίτροπο Πάολο Τζεντιλόνι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προτείνει νέες κατευθυντήριες γραμμές με σκοπό να υπάρξει ένα απλούστερο σύστημα δημοσιονομικών κανόνων, με μεγαλύτερη ιδιοκτησία τους από κάθε κράτος – μέλος, και μεγαλύτερο περιθώριο μείωσης του χρέους αλλά σε συνδυασμό με ισχυρότερη επιβολή.
Τι προβλέπουν οι νέοι κανόνες
Κάθε κράτος μέλος θα πρέπει να συνδυάσει αυτά τα στοιχεία σε ένα τετραετές δημοσιονομικό διαρθρωτικό σχέδιο, το οποίο θα υποβληθεί στην Επιτροπή.
Θα πρέπει να σχεδιαστεί για να επιτύχει μια σταδιακή και διαρκή μείωση των δεικτών του δημόσιου χρέους ή να διατηρήσει το χρέος σε συνετά επίπεδα για τις χώρες με χαμηλό χρέος. Στην πραγματικότητα, οι χώρες θα «κατέχουν» τα σχέδιά τους συμμετέχοντας άμεσα στο σχεδιασμό τους. Οι τιμές αναφοράς που κατοχυρώνονται στο Σύμφωνο ΣΤαθερότητας και Ανάπτυξης παραμένουν σε ισχύ: 3% του ΑΕΠ για το δημόσιο έλλειμμα και 60% του ΑΕΠ για το δημόσιο χρέος.
Δεδομένου όμως ότι υπάρχουν πολύ διαφορετικές καταστάσεις δημοσιονομικής βιωσιμότητας μεταξύ των κρατών μελών, αυτός ο συνδυασμός στοιχείων μπορεί να διαφέρει ανάλογα με τις εθνικές συνθήκες.
Επομένως, δεν είναι ζήτημα αν θα τεθεί το χρέος σε τροχιά μείωσης προς το 60% του ΑΕΠ. Είναι περισσότερο ζήτημα του πώς κάθε χώρα φτάνει εκεί – και κυρίως, πόσο γρήγορα. Τα κράτη μέλη θα χαράσσουν τις διαδρομές τους με πιο ρεαλιστικό τρόπο από όσο επιτάσσουν οι ισχύοντες κανόνες.
Κάθε εθνικό σχέδιο πρέπει να εξασφαλίζει έγκριση τόσο από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή όσο και από το Συμβούλιο. Αφού το εκάστοτε εθνικό σχέδιο συμφωνηθεί, κάθε κράτος μέλος πρέπει να συμμορφωθεί με το σχέδιό του για ολόκληρη την περίοδο. Η Επιτροπή θα πραγματοποιεί συνεχή παρακολούθηση. Εάν ένα κράτος μέλος δεν συμμορφωθεί, θα υπόκειται σε ισχυρότερους μηχανισμούς επιβολής.
Για παράδειγμα, εάν μια χώρα με σημαντική απόκλιση ως προς το δημόσιο χρέος δεν τηρήσει το συμφωνηθέν σχέδιό της, η Διαδικασία Υπερβολικού Ελλείμματος θα ενεργοποιηθεί αυτόματα.
Η Επιτροπή θα παρακολουθεί τις αποκλίσεις, ώστε να αποφεύγονται οι μικρές αποκλίσεις που τελικά θα οδηγήσουν σε μεγάλη απόκλιση.
Η Κομισιόν προτείνει επίσης έναν νέο τρόπο για να διασφαλιστεί ότι ένα κράτος μέλος θα πραγματοποιήσει τις μεταρρυθμίσεις και τις επενδύσεις για τις οποίες δεσμεύεται με αντάλλαγμα μια πιο σταδιακή πορεία προσαρμογής.
Εάν όμως μια χώρα δεν τηρεί τις δεσμεύσεις της, η Κομισιόν θα μπορεί να ζητήσει ένα αναθεωρημένο σχέδιο, με πιο αυστηρή δημοσιονομική πορεία – και να επιβάλει κυρώσεις.
Όπως δήλωσε χαρακτηριστικά ο Αντιπρόεδρος της Κομισιόν Βάλντις Ντομπρόβσκι «πριν από τριάντα χρόνια, η Συνθήκη του Μάαστριχτ αναγνώρισε την ανάγκη για υγιή δημόσια οικονομικά και συντονισμένες δημοσιονομικές πολιτικές. Η πρόθεση ήταν να συμπληρωθεί η ενιαία νομισματική πολιτική και να αποφευχθούν οικονομικές δευτερογενείς επιπτώσεις μεταξύ των χωρών και προς όφελος της ευρωπαϊκής οικονομίας στο σύνολό της.
Αλλά πολλά έχουν αλλάξει από τη δεκαετία του 1990. Διαφορετικά πλαίσια και συνθήκες απαιτούσαν αρκετές αναθεωρήσεις του πλαισίου οικονομικής διακυβέρνησής μας όλα αυτά τα χρόνια, ειδικά μετά την παγκόσμια χρηματοπιστωτική και οικονομική κρίση. Μετά από μια αργή ανάκαμψη από εκείνη την κρίση, βρεθήκαμε αντιμέτωποι με το σοβαρό οικονομικό σοκ που προκλήθηκε από την πανδημία COVID-19.
Σήμερα, οι οικονομίες μας αντιμετωπίζουν μια άλλη δοκιμασία με την παρατεταμένη επιθετικότητα της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας. Τα επιτόκια αυξάνονται. Ο πληθωρισμός αγγίζει υψηλά ρεκόρ – επομένως τα ερωτήματα για μια σωστή και συντονισμένη απάντηση στην οικονομική πολιτική είναι αναγκαία».
Ωστόσο, παρόλο που η Επιτροπή προτείνει τους αναθεωρημένους αυτούς κανόνες, αξιωματούχοι της ΕΕ αναγνωρίζουν ότι οι συγκεκριμένοι κανόνες, ιδίως για την μείωση του δημοσίου χρέους είναι «μη ρεαλιστικοί» και ακόμη και «επιβλαβείς για την ανάπτυξη» σε ορισμένες χώρες.
Εθνικά σχέδια για τη διασφάλιση της βιωσιμότητας του χρέους
Προτείνεται η μετάβαση σε ένα διαφανές πλαίσιο εποπτείας της ΕΕ με βάση τους κινδύνους που διαφοροποιεί τις χώρες, λαμβάνοντας υπόψη τις προκλήσεις του δημόσιου χρέους τους. Τα εθνικά μεσοπρόθεσμα δημοσιονομικά-διαρθρωτικά σχέδια αποτελούν τον ακρογωνιαίο λίθο του προτεινόμενου πλαισίου της Επιτροπής. Θα ενσωματώσουν δημοσιονομικούς, μεταρρυθμιστικούς και επενδυτικούς στόχους, συμπεριλαμβανομένων εκείνων για την αντιμετώπιση μακροοικονομικών ανισορροπιών όπου χρειάζεται, σε ένα ενιαίο ολιστικό μεσοπρόθεσμο σχέδιο, δημιουργώντας έτσι μια συνεκτική και εξορθολογισμένη διαδικασία. Τα κράτη-μέλη θα έχουν μεγαλύτερο περιθώριο για τον καθορισμό της πορείας προς τη δημοσιονομική προσαρμογή, ενισχύοντας την «εθνική ιδιοκτησία» των δημοσιονομικών τους τροχιών.
Ένας ενιαίος επιχειρησιακός δείκτης -καθαρές πρωτογενείς δαπάνες, δηλαδή οι δαπάνες που ελέγχονται από την κυβέρνηση- θα χρησιμεύει ως βάση για τον καθορισμό της πορείας της δημοσιονομικής προσαρμογής και την εκτέλεση της ετήσιας δημοσιονομικής εποπτείας, απλοποιώντας έτσι σημαντικά το πλαίσιο.
Πώς θα λειτουργεί
Ως μέρος του κοινού πλαισίου της ΕΕ, η Επιτροπή θα παρουσιάσει μια πορεία δημοσιονομικής προσαρμογής αναφοράς, η οποία θα καλύπτει περίοδο τεσσάρων ετών, με βάση τη μεθοδολογία της ανάλυσης βιωσιμότητας του χρέους. Αυτή η πορεία προσαρμογής αναφοράς θα πρέπει να διασφαλίζει ότι το χρέος των κρατών-μελών με σημαντικές ή μεσαίες προκλήσεις χρέους θα τεθεί σε μια εύλογη καθοδική πορεία και ότι το έλλειμμα θα παραμείνει αξιόπιστα κάτω από την τιμή αναφοράς του 3% του ΑΕΠ που ορίζεται στη Συνθήκη της ΕΕ.
Στη συνέχεια, τα κράτη-μέλη θα υποβάλλουν σχέδια που θα καθορίζουν τη μεσοπρόθεσμη δημοσιονομική τους πορεία και τις δεσμεύσεις προτεραιότητας για μεταρρυθμίσεις και δημόσιες επενδύσεις. Τα κράτη-μέλη θα μπορούσαν να προτείνουν μεγαλύτερη περίοδο προσαρμογής, επεκτείνοντας την πορεία της δημοσιονομικής προσαρμογής έως και τρία χρόνια, όταν η πορεία υποστηρίζεται από μια σειρά δεσμεύσεων μεταρρυθμίσεων και επενδύσεων που υποστηρίζουν τη βιωσιμότητα του χρέους και ανταποκρίνονται σε κοινές προτεραιότητες και στόχους της ΕΕ.
Ως τρίτο βήμα, η Επιτροπή θα αξιολογούσε τα σχέδια, παρέχοντας θετική αξιολόγηση εάν το χρέος τοποθετηθεί σε καθοδική πορεία ή παραμείνει σε συνετά επίπεδα και το δημοσιονομικό έλλειμμα παραμείνει αξιόπιστα κάτω από την τιμή αναφοράς του 3% του ΑΕΠ μεσοπρόθεσμα. Το Συμβούλιο θα εγκρίνει τα σχέδια μετά από θετική αξιολόγηση από την Επιτροπή.
Τέλος, η Επιτροπή θα παρακολουθεί συνεχώς την εφαρμογή των σχεδίων. Τα κράτη-μέλη θα υποβάλλουν ετήσιες εκθέσεις προόδου σχετικά με την εφαρμογή των σχεδίων για τη διευκόλυνση της αποτελεσματικής παρακολούθησης και τη διασφάλιση της διαφάνειας.
Οι κυρώσεις
Θα δοθεί μεγαλύτερη δυνατότητα στα κράτη-μέλη για τον σχεδιασμό των δημοσιονομικών τους τροχιών. Ταυτόχρονα, εξηγεί η Επιτροπή, θέτουμε επίσης σε εφαρμογή πιο αυστηρά εργαλεία επιβολής της ΕΕ για να διασφαλίσουμε την υλοποίηση. Η διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος με βάση το έλλειμμα (EDP) θα διατηρηθεί, ενώ η EDP που βασίζεται στο χρέος θα ενισχυθεί. Θα ενεργοποιείται όταν ένα κράτος-μέλος με χρέος άνω του 60% του ΑΕΠ παρεκκλίνει από τη συμφωνημένη πορεία δαπανών.
Οι μηχανισμοί επιβολής θα ενισχυθούν: η χρήση οικονομικών κυρώσεων θα γίνει πιο αποτελεσματική. Οι μακροοικονομικοί όροι για τα διαρθρωτικά ταμεία και το Ταμείο Ανάκαμψης θα εφαρμοστούν με παρόμοιο πνεύμα, δηλαδή η χρηματοδότηση της ΕΕ θα μπορούσε επίσης να ανασταλεί, όταν τα κράτη-μέλη δεν έχουν λάβει αποτελεσματικά μέτρα για τη διόρθωση του υπερβολικού τους ελλείμματος.
Επιπλέον, ένα νέο εργαλείο θα διασφάλιζε την εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων και των επενδυτικών δεσμεύσεων που θα στηρίξουν μια μακρύτερη διαδρομή προσαρμογής. Η αποτυχία υλοποίησης των μεταρρυθμιστικών και επενδυτικών δεσμεύσεων θα μπορούσε να οδηγήσει σε μια πιο περιοριστική πορεία προσαρμογής και, για τα κράτη-μέλη της ζώνης του ευρώ, στην επιβολή οικονομικών κυρώσεων.
Επί των παραπάνω, τα κράτη-μέλη και η Επιτροπή θα πρέπει να καταλήξουν σε συναίνεση ενόψει των δημοσιονομικών διαδικασιών των κρατών-μελών για το 2024.
Η Επιτροπή θα εξετάσει το ενδεχόμενο κατάθεσης νομοθετικών προτάσεων με βάση τη σημερινή ανακοίνωση και τις επακόλουθες συζητήσεις. Θα παράσχει και πάλι καθοδήγηση για τη δημοσιονομική πολιτική για την επόμενη περίοδο το πρώτο τρίμηνο του 2023. Αυτή η καθοδήγηση θα διευκολύνει τον συντονισμό των δημοσιονομικών πολιτικών και την προετοιμασία των προγραμμάτων σταθερότητας και σύγκλισης των κρατών- μελών για το 2024 και μετά.