Το κώδωνα του κινδύνου για τις ανατιμήσεις που παρατηρούνται και τις επιπτώσεις που αυτές θα έχουν στην αγορά, κρούει ο πρόεδρος ΕΒΕΠ & ΠΕΣΑ Βασίλης Κορκίδης.
«Οι αυξήσεις στις διεθνείς τιμές των πρώτων υλών που αναπόφευκτα πέρασαν και το κατώφλι της ελληνικής αγοράς προβληματίζουν παραγωγούς, εισαγωγείς και εμπόρους» αναφέρει χαρακτηριστικά και προσθέτει:
«Οι φόβοι του προηγούμενου διαστήματος για ραγδαία άνοδο του κόστους παραγωγής και μεταφορών επαληθεύτηκαν, με τις πρώτες ανατιμήσεις να καταγράφονται σε μια μεγάλη γκάμα «ταχυκίνητων» καταναλωτικών προϊόντων. Η αυξητική τάση αναμένεται μάλιστα να ενταθεί το επόμενο διάστημα, καθώς έχουν δρομολογηθεί σημαντικές ανατιμήσεις που ήδη αποτυπώνονται στα ράφια, πλήττοντας τους καταναλωτές. Οι ανατιμήσεις πηγάζουν κυρίως από το κόστος των πρώτων υλών, λόγω της μειωμένης αποδοτικότητας στις μεγάλες παραγωγικές χώρες, την αύξηση της ζήτησης από την Ασία και τη συρρίκνωση των αποθεμάτων παγκοσμίως. Σημαντικός παράγοντας είναι βεβαίως και η ετήσια αύξηση των ναύλων μεταφοράς container από 350% έως και 485%».
Ο κ. Κορκίδης επικαλείται τα στοιχεία από το Γραφείο Έρευνας Αγοράς IRI και την ΕΛΣΤΑΤ, σύμφωνα με τα οποία στις τιμές φυτικής και ζωικής παραγωγής και γενικά σε 10 κατηγορίες τροφίμων, καταγράφηκε τον Αύγουστο του 2021 σε σύγκριση με τον αντίστοιχο του 2020, αύξηση 4,6%
«Πρώτοι στη λίστα των ανατιμήσεων είναι οι «εισαγόμενοι κωδικοί» βιομηχανικών ειδών με 9,3%. Έχουμε μεγάλες αυξήσεις στη τιμή του φυσικού αερίου 80%, του πετρελαίου 40%, την ηλεκτρική ενέργεια 30%, τις πρώτες ύλες ακόμα και στον καφέ 60%, ενώ ακολουθούν τα εγχώρια προϊόντα και κυρίως τρόφιμα, όπως αρνί και κατσίκι 13%, οπωροκηπευτικά 8%, νωπά ψάρια 7%, φρούτα 5%, τυριά και λάδι 3%» τονίζει.
Το ανησυχητικό -προσθέτει- είναι πως πολλά ακόμη προϊόντα από το «καλάθι της νοικοκυράς» ετοιμάζονται να ακολουθήσουν το «ράλι τιμών», που καταγράφεται εδώ και 20 εβδομάδες, δεδομένου ότι οι αντοχές των προμηθευτών για απορρόφηση του επιπλέον κόστους που υφίστανται είναι περιορισμένες. Παρά το γεγονός ότι δεν είναι εύκολο, οι επιχειρήσεις από την πλευρά τους προσπαθούν στο μέτρο των δυνατοτήτων τους να συγκρατήσουν τις τιμές και να αποτρέψουν οποιαδήποτε μετακύλισή στον τελικό καταναλωτή, αφού γνωρίζουν ότι οι αυξήσεις θα περιορίσουν τον όγκο πωλήσεων τους.
Σύμφωνα με τον κ. Κορκίδη, το σοβαρό πρόβλημα που έχει προκύψει παρακολουθεί στενά η κυβέρνηση, με τα αρμόδια υπουργεία να μην κρύβουν τον προβληματισμό τους για τον εισαγόμενο πληθωρισμό που μπορεί να επηρεάσει αρνητικά την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας.
«Μια γενικευμένη ακρίβεια μπορεί να λειτουργήσει αποτρεπτικά στην αναθέρμανση της κατανάλωσης, η οποία αποτελεί βασικό ζητούμενο για την ελληνική οικονομία στη μετά πανδημία εποχή» αναφέρει, και καταλήγει:
«Οι διεθνείς πληθωριστικές πιέσεις που οφείλονται στην αύξηση των τιμών πετρελαίου, φυσικού αερίου, λιπασμάτων, αγροτικής παραγωγής, βασικών αγαθών και παροχής υπηρεσιών ηλεκτρικού ρεύματος, δύσκολα αντιμετωπίζονται σε εθνικό επίπεδο, εκτός βεβαίως εάν η εκτίναξη του πληθωρισμού αποδειχθεί παροδικό φαινόμενο, που οφείλεται στις επιπτώσεις της πανδημίας και στο μεγάλο χρονικό διάστημα διακοπής της παραγωγής. Πάντως, οι δείκτες δεν δείχνουν προοπτική αποκλιμάκωσης, αλλά το αντίθετο, με τον δείκτη των Ηνωμένων Εθνών για το παγκόσμιο κόστος των τροφίμων να αυξάνεται τον Αύγουστο για 15ο συνεχόμενο μήνα και τις τιμές να σκαρφαλώνουν στο υψηλότερο επίπεδο της τελευταίας δεκαετίας. Επιπρόσθετα ο δείκτης «Commodity Food and Beverage Monthly Price Index», των πρώτων υλών τροφίμων και ποτών του ΔΝΤ παρουσίασε σε ένα μόλις χρόνο αύξηση 30%. Τον κώδωνα του κινδύνου κρούουν οι μεγάλες βιομηχανίες τροφίμων, που επισημαίνουν πως παρατηρούνται ανοδικές τάσεις σε ολόκληρη την αλυσίδα παραγωγής, από τα δημητριακά και το γάλα μέχρι τα υλικά συσκευασίας. Αντίστοιχα έμποροι του κλάδου αναφέρουν πως λαμβάνουν μηνύματα από τους μεγάλους προμηθευτές τους πως δεν αναμένεται υποχώρηση των τιμών από τα σημερινά επίπεδα».